Γράφουν οι: Μαρία Στρατήγη, Δημήτρης Κούλαλης
Ο Υπερρεαλισμός στην Ελλάδα
Το 1924, ο Andre Breton δημοσίευσε το πρώτο μανιφέστο του Υπερρεαλισμού. Θα περάσουν έντεκα χρόνια μέχρι το κίνημα να έρθει για τα καλά στην Ελλάδα και ο Ανδρέας Εμπειρίκος να πραγματοποιήσει την «Περί Σουρεαλισμού» διάλεξή του στην Αθήνα και να δημοσιεύσει τη συλλογή «Υψικάμινος», γραμμένη σε αυτόματη γραφή.
Ο Υπερρεαλισμός εμφανίστηκε στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1930. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες μεταβολές στη δομή και την οργάνωση του ελληνικού κράτους. Στα έτη 1935-1938 έγινε μια συστηματική προσπάθεια διάδοσης του Υπερρεαλισμού τόσο από τον Εμπειρίκο, όσο και από τον Εγγονόπουλο αλλά και από τον ποιητή, δοκιμιογράφο και κριτικό Νικόλα Κάλα. Υπήρχαν βέβαια κι άλλοι λογοτέχνες, οι οποίοι διαμόρφωσαν την ποιητική τους φυσιογνωμία με άξονα τον Υπερρεαλισμό, χωρίς να είναι υπερρεαλιστές, όπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας Ελύτης.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ο κύριος εκφραστής του ελληνικού υπερρεαλισμού και ο πρώτος που άσκησε ψυχαναλυτικές μεθόδους στην Ελλάδα. Η συλλογή του «Υψικάμινος» είναι το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, μανιφέστο της αυτόματης γραφής, μέσω της οποίας εισάγει τον υπερρεαλισμό ως διεθνιστικό και επαναστατικό κίνημα, ενώ διαμορφώνει μια ποιητική θεωρία, που έχει ως επίκεντρο την επιθυμία, όπως αυτή εκφράζεται από την ψυχανάλυση.
Η ελληνική κριτική του μεσοπολέμου δεν μπορεί να αντιληφθεί τον μηχανισμό της αυτόματης γραφής και το αισθητικό αποτέλεσμα δεν την ενθουσίασε, γι’ αυτό και η κριτική για την «Υψικάμινο» δεν ήταν θετική. Ωστόσο, η νεότερη κριτική έχει διαφορετική άποψη και αναγνωρίζει καλύτερα τα χαρακτηριστικά των ποιημάτων.
Τα ποιήματα της συλλογής είναι βαθιά επηρεασμένα απ’ την ψυχανάλυση ενώ δεν ακολουθούν τους κοινά αποδεκτούς κανόνες της αισθητικής. Αμφισβητούν τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία και έχουν βασικό στόχο την άμεση σύνδεση ζωής και λογοτεχνίας. Επίσης, αμφισβητούν τις κανονιστικές απόψεις για τη γλώσσα και αναμειγνύουν την καθαρεύουσα με τη δημοτική.
Χωρίς τον Ανδρέα Εμπειρίκο ίσως ο Υπερρεαλισμός να μην είχε καταφέρει να ριζώσει στα ελληνικά δεδομένα. Η επαφή του με τον γαλλικό υπερρεαλισμό και τους Γάλλους ψυχαναλυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της υπερρεαλιστικής του ιδιοσυγκρασίας. Μεταξύ άλλων γνώρισε τον Ρενέ Λαφόργκ, τον Μπρετόν, τον Ελυάρ και τον Αραγκόν.
Το 1938 ο Νίκος Εγγονόπουλος δημοσιεύει την ποιητική του συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», με την οποία εντάσσεται στο κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο τίτλος προέρχεται από το μανιφέστο του Υπερρεαλισμού(1924) – το ίδιο είχε κάνει και ο Εμπειρίκος με την «Υψικάμινο» το 1935. Ο Εγγονόπουλος με αυτό τον τρόπο κάνει διττή αναφορά τόσο στον γαλλικό όσο και στον ελληνικό υπερρεαλισμό.
Ο Εγγονόπουλος επιπλέον υπογραμμίζει τη διπλή του ιδιότητα ως ζωγράφου και ποιητή, τονίζοντας την τριπλή διάδραση μεταξύ της ζωής, της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής. Να επισημάνουμε βέβαια πως οι κριτικοί της τέχνης υπογραμμίζουν ότι ο Εγγονόπουλος είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του υπερρεαλιστικού κινήματος στη ζωγραφική. Επιχειρεί τη σύνδεση του υπερρεαλισμού με την ελληνική παράδοση και προτείνει ένα απολύτως υποκειμενικό, κοσμοπολίτικο και «μη καθαρό» μοντέλο για την ελληνικότητα.
Μαρία Στρατήγη
Ο δικός μας Νίκος Εγγονόπουλος
Πέμπτη απόγευμα, με τον καιρό να λυσσομανάει, βρίσκομαι στο γραφείο μου, χωμένος στα γραπτά μου. Με τον γαλλικό έτοιμο από ώρα και το πικάπ του παππού να παίζει το ‘’σπουργιτάκι’’ προσπαθώ να ορίσω το κίνημα του σουρεαλισμού. Μα πως μπορώ, εγώ, ένας απλός εκφραστής των σκέψεων μου να ορίσω ένα κίνημα που εμφορείται από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες του αιώνα που μας πέρασε, αναρωτιέμαι; Πατώ το ‘’search’’ και μια πληθώρα πληροφοριών, έτοιμες προς εξερεύνηση, εμφανίζεται μπροστά μου. Μετά από κάμποση ώρα, έχοντας καταγράψει στο μπλοκάκι μου, σαν άλλος Θεοδωράκης, τις σημειώσεις μου αρχίζω να γράφω…: «Υπερρεαλισμός/σουρεαλισμός, ετυμολογία: sur+ realisme, σημασία: πάνω και πέρα απ’ την πραγματικότητα. Καλλιτεχνικό και πνευματικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα καθώς και του μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικά: ριζοσπαστισμός, άρνηση του παρόντος και επιδίωξη αλλαγής της υπάρχουσας ‘’τάξης πραγμάτων’’ στον πνευματικό χώρο. Ασκεί δριμεία κριτική στις αξίες και στο status quo του δυτικού πολιτισμού. Οι υπερρεαλιστές βασιζόμενοι στις πραγματείες προσωπικοτήτων του κινήματος όπως ο Φρόιντ και διακατεχόμενοι από το μαρξιστικό ιδεώδες επιδοκίμασαν κάθε τι μη κομφορμιστικό, στοχεύοντας στην αφύπνιση των συνειδήσεων και την συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης. Το κοιτώ, το ξανακοιτώ και είμαι σίγουρος πως αυτού του είδους ο ορισμός, δεν είναι για μένα. Είναι για κάποιον που αναζητά μια “βικιπαιδειακού” τύπου προσέγγιση. Για τον υποφαινόμενο, σουρεαλισμός είναι ο Μπρετόν, ο Αραγκόν, ο Νταλί , ο Ερνστ, ο Σαχτούρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος και τόσοι άλλοι που αν τους αναφέρω όλους το ‘’word’’ θα κατέβει σε απεργία.
Γράφει ο Εμπειρίκος μεταπολεμικά: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, η ώρα της δόξης σου έφθασε προ πολλού και είναι στραβοί και κακόπιστοι όσοι ακόμη δεν το βλέπουν». Ενώ τον αποκαλούσε τιμητικά «βράχο του Ελμπασάρ» και «δαντέλλα του Βοσπόρου», αναφερόμενος στην αρβανίτικη και κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του. Όπως θα έχετε ήδη καταλάβει, θα αναφερθώ στον αγαπημένο μου, σ’ αυτόν που μπορείς να διαφωνήσεις με πολλά και να συμφωνήσεις σε ένα που τα περικλείει όλα… Ελλάδα! Γεννηθείς το 1907 εν Αθήναι, τελείωσε το λύκειο, εσωτερικός στο Παρίσι. Σπούδασε στην ‘’Καλών Τεχνών’’, μαθητευόμενος του Παρθένη, αλλά και του Κόντογλου, που τον άνδρωσε πνευματικά, και με τον οποίο συνεργάστηκε στην πορεία. Ταξιδευτής του κόσμου, μονίμως ερωτευμένος με την Ελλάδα, αποτέλεσε τον κύριο εκφραστή του υπερρεαλισμού στη χώρα μας. Μολοταύτα ο ίδιος δήλωνε: «Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου και το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα».
Ο ‘’δεξιός ριζοσπάστης’’ και ‘’εθνικιστής’’, Εγγονόπουλος, χαρακτηρισμοί αποδιδόμενοι κυρίως από τους μετέπειτα αναλυτές του, αντιμετωπίστηκε αρχικά με ειρωνεία, χλεύη και καχυποψία, όπως άλλωστε το σύνολο της ‘’γενιάς του 30’ και εν γένει των Ελλήνων σουρεαλιστών’. Τα έργα ζωγραφικής του φερ’ ειπείν, παρότι, εξυμνούσαν το ελληνικό πνεύμα, δεν έτυχαν, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, της προσοχής που τους άρμοζε. Ωστόσο, αυτό για το οποίο χρειάζεται να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία, είναι το γεγονός πως ο Εγγονόπουλος όντας μυημένος στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις των Σερά και Μανέ, γοητευμένος από τον Ντε Κίρικο και τον Νταλί, κατάφερε να δημιουργήσει μια δική του ‘’σχολή’’, ερειδόμενος στην ελληνική μυθολογία, το Βυζάντιο, το ατίθασο του λαού μας, τον ξεσηκωμό, τους κλέφτες και τους αρματολούς, τον φιλελληνισμό και όλα αυτά τα στοιχεία των Ελλήνων που αποτέλεσαν την θρυαλλίδα της έμπνευσης του. Τα ταξίδια του ανά την Ελλάδα, τον ωθούν στην δημιουργία έργων με έντονο το στοιχείο της παράδοσης, ως επί το πλείστον, το βυζαντινό, το αρχαιοελληνικό αλλά και στοιχεία από την περίοδο της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821. Η τριμερής αυτή ώσμωση, εκτός του ότι αποτελεί το επωαστήριο των σουρεαλιστικών ιδεών που διέπουν το έργο του Εγγονόπουλου, όπως το όνειρο, η σχέση του ατόμου με την φύση και το μη έλλογο, προχωρεί σε μια καινοτομία. Ο ζωγράφος και ποιητής Εγγονόπουλος, τοποθετεί τα, απρόσωπα κυρίως, κορμιά σε έναν συγκεκριμένο χωροχρόνο χρησιμοποιώντας τα πιο ζωηρά χρώματα της παλέτας του, εκφράζοντας πασίδηλα την ελληνικότητα των έργων του. Το μπλε του ουρανού και της θάλασσας, το κόκκινο του δύοντος ήλιου και το άσπρο της αγνότητας των Ελλήνων υπάρχουν όχι μόνο στους καμβάδες αλλά και στα γραπτά του. Επιπροσθέτως, όσον αφορά την ζωγραφική, ο Εγγονόπουλος, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους σουρεαλιστές, όπως ο Ντε Κιρίκο, που αποθανατίζουν ανδρίκελα σε τεράστιους χώρους προκειμένου να εκδηλώσουν την αποτροπή τους προς το σύγχρονο πολιτισμό της Δύσης και την απόρριψη της παράδοσης, επιδιώκει το ακριβώς αντίθετο. Τα “εγγονοπουλικά” ανδρίκελα είναι γεμάτα ζωή και ζωγραφίζονται με έντονα χρώματα, τονίζοντας έτσι το διονυσιακό πνεύμα και την κατάφαση στην ζωή, μέσα από την κατανόηση του εφήμερου της τελευταίας.
Ξεχωριστή θέση στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου έχει η γυναίκα. Γνήσιες γυναικείες ελληνικές μορφές, που εκπέμπουν με κάθε τρόπο έναν μεσογειακό ερωτισμό βρίσκονται τόσο στους πίνακες όσο και στα ποιήματά του. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο ‘’ Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε’’: «είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν μακρυά τα μαλλιά τους (..)είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους». Αναλύοντας τη ζωή και το έργο του Εγγονόπουλου, δεν γίνεται να παραλείψουμε την συμμετοχή του στο Αλβανικό Έπος και την επίδραση της πολεμικής εμπειρίας στο μετέπειτα ποιητικό του έργο. Ο ‘’Μπολιβάρ’’, ο ήρωας της λατινοαμερικάνικης επανάστασης, το αιώνιο σύμβολο της ανεξαρτησίας, έχει σαφή αναφορά στο βίωμα του πολέμου από τον Εγγονόπουλο αλλά και στην ένστικτη αντίδραση του ανθρώπου όταν απειλείται η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η αξιοπρέπεια του. Η αρχή του ‘’Μπολιβάρ’’ θυμίζει έντονα Κάλβο, ένα επιπρόσθετο δείγμα της ευθείας σύνδεσης του Εγγονόπουλου με τους ‘’κλασικούς’’ .
Φτάνοντας προς το τέλος θα ήθελα να συμφωνήσω με την άποψη που θεωρεί τον Εγγονόπουλο ως εκφραστή ενός ‘’αυτόχθονα’’ υπερρεαλισμού απομακρυσμένο από την ευρωπαϊκή ιντελιγκέντσια. Οι Ευρωπαίοι και κυρίως οι Γάλλοι υπερρεαλιστές προσπάθησαν, όπως αναφέρθηκε πρότερα, να διασπάσουν τους κρίκους της σύνδεσης με την παράδοση. Σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες, ο Εγγονόπουλος προσπάθησε να συνδέσει όλες τις πτυχές της παράδοσης με την σύγχρονη πραγματικότητα, επιχειρώντας να θέσει τον δάκτυλον επί του τύπου των ήλων, να φτάσει δηλαδή στην ανάδειξη της σημασίας του Ελληνισμού για την ανθρωπότητα. Από τον Αντιφώντα και τον Αισχύλο, τον Ακάθιστο Ύμνο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, μέχρι τον Σολωμό και τον Κάλβο, όλοι και όλα επιστρατεύονται ως όπλα έμπνευσης. Υπήρξε πανθομολογουμένως, ένας ειλικρινής και αυθεντικός καλλιτέχνης που δεν υπέπεσε στην παγίδα της λεξιθηρίας και του εύκολου εντυπωσιασμού. Αυτός ήταν… Ο Εγγονόπουλος του ‘’Μπολιβάρ’’ και του ‘’ Νέα περί του θανάτου του ποιητού Φ. Γκ. Λόρκα ,στις 19/8/1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο Ντε Λα Φουέντε, ο Εγγονόπουλος της ‘’Δήλου’’ και της ‘’ Μεταθανάτιας προσωπογραφίας του ποιητή’’, ο ΔΙΚΟΣ μας Νίκος Εγγονόπουλος.
Δημήτρης Κούλαλης