Μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001 και την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, τέθηκαν κάποια ερωτήματα σχετικά με το Ισλάμ, την τρομοκρατία , τις διεθνείς σχέσεις και τους καθοριστικούς παράγοντες για μια ειρήνη που φαίνεται όλο και πιο αδύνατη στη Μέση Ανατολή. Μετά τις διαδοχικές επιθέσεις στη Γαλλία (η πρώτη στο σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo και η δεύτερη στις 13.11.2015 σε έξι σημεία του Παρισιού) τα ερωτήματα αυτά τέθηκαν εκ νέου, συμπεριλαμβάνοντας άλλο ένα κρίσιμο ζήτημα: που οδηγείται η μέχρι και σήμερα αποκατεστημένη ειρήνη στην Ευρώπη;
Η ιστορία της Ευρώπης είναι αποκρουστική. Η ιμπεριαλιστική μας Ευρώπη για αιώνες κατέσφαζε ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Κατακτούσε, σκότωνε, έκανε αποικίες, εκχριστιάνιζε. Ο κορυφαίος Αμερικανός γλωσσολόγος, φιλόσοφος και πολιτικός ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι, είχε δηλώσει ότι “η Ευρώπη υπέφερε από πολύνεκρους πολέμους, αλλά αυτοί οι πόλεμοι ήταν ανάμεσα σε Ευρωπαίους που σκοτώνονταν μεταξύ τους. Το κύριο άθλημα στο οποίο επιδίδονταν οι Ευρωπαίοι για εκατοντάδες χρόνια ήταν το να σφάζουν ο ένας τον άλλο. Ο λόγος για τον οποίο αυτό σταμάτησε το 1945 δεν είχε να κάνει με την έννοια της δημοκρατίας ή με την ηθική αρχή να μην πολεμά ο ένας τον άλλον και τα συναφή. Είχε να κάνει με το γεγονός ότι όλοι κατάλαβαν πως η επόμενη φορά που θα έπαιζαν αυτό το παιχνίδι θα σήμαινε το τέλος του κόσμου. Επειδή τόσο οι Ευρωπαίοι όσο κι εμείς είχαμε αναπτύξει τέτοια όπλα μαζικής καταστροφής, που απλώς το παιχνίδι έπρεπε να σταματήσει.”
Οι Ευρωπαίοι δεν περιορίζονταν στο να σκοτώνονται μεταξύ τους. Επιτίθονταν σε λαούς και έκαναν αποικίες. Όπως είχε πει ο Τσόμσκι, “το Κονγκό δεν επιτέθηκε στο Βέλγιο, όπως και η Ινδία δεν επιτέθηκε στην Αγγλία, ούτε η Αλγερία στη Γαλλία”. Με την 11η Σεπτεμβρίου όμως το όπλα άλλαξαν κατεύθυνση. Ίσως αυτήν να είναι και η αιτία της διαφοροποίησης των αντιδράσεων του κόσμου, και της ευαισθητοποίησης και “ταύτισής” του με το λαό της Γαλλίας. “Το πώς βλέπεις τον κόσμο, λέει ο Τσόμσκι, εξαρτάται από το αν είσαι εσύ αυτός που κρατάει το μαστίγιο ή αυτός που μαστιγώνεται για εκατοντάδες χρόνια.”
Ο Γάλλος Ζακλίν Λεβί-Βαλανσί, μελετητής του Αλμπέρ Καμύ, στην εισαγωγή του βιβλίου του Καμύ “Σκέψεις για την τρομοκρατία” αναφέρει ότι η λέξη “τρομοκρατία” εμφανίστηκε το 1794 για να προσδιορίσει την πολιτική του τρόμου των ετών 1793 και 1794, μετά την πτώση των Γιρονδίνων και του Ροβεσπιέρου. Το λεξικό “Le petit Robert” δίνει την εξής σημασία: “πρόκειται για τη συστηματική χρήση εξαιρετικών μέτρων, βίας, προς επίτευξη ενός πολιτικού σκοπού: κατάληψη, διατήρηση, άσκηση της εξουσίας, και ειδικά: σύνολο πράξεων βίας, ατομικές ή ομαδικές επιθέσεις, καταστροφική δράση την οποία θέτει σε ενέργεια μια πολιτική οργάνωση προκειμένου να εντυπωσιάσει το λαό και να δημιουργήσει κλίμα ανασφάλειας.” Συχνά υπάρχει θρησκευτική αιτιολόγηση.
Στον 21ο αιώνα, τον αιώνα του φόβου, όταν τα φαινόμενα θρησκευτικού φανατισμού κλιμακώνονται, πως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το πρόσχημα “της καταπολέμησης της τρομοκρατίας” δεν έχει καταστεί πλέον βασικό στοιχείο της νέας τάξης των πραγμάτων που εγκαθιδρύουν οι ισχυροί; Γιατί είναι δυνατόν η απάντηση στις επιθέσεις να έρχεται να περιορίσει τις ελευθερίες μας; Και επιπλέον, δίνει η τρομοκρατία στις εκάστοτε κυβερνήσεις το δικαίωμα να έχει τους πολίτες υπό παρακολούθηση, προκειμένου να προλάβει ενδεχόμενες μελλοντικές επιθέσεις;
Μπροστά στον τρόμο δεν αρκεί η άρνηση και η καταγγελία. Η άρνηση και η καταγγελία είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά εν συνεχεία θα πρέπει να δούμε ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα, τις αιτίες και τις συνέπειές του και πώς μπορούμε να προλάβουμε ενδεχόμενη έξαρσή του. Ή μήπως θα πρέπει να αποφανθούμε ότι το Ισλάμ είναι μια κακή θρησκεία, οπότε θα πρέπει να προετοιμαστούμε για έναν πλανητικό πόλεμο εναντίον του; Ο αδικαιολόγητος και αποτρόπαιος θάνατος των Γάλλων πολιτών της 13ης Νοεμβρίου μπορεί να οδηγήσει σε άλλα, εξίσου άδικα και αποτρόπαια, εγκλήματα εις βάρος ανθρώπων των αραβικών- μουσουλμανικών λαών.
Ο Αλμπέρ Καμύ, από του σημαντικότερους συγγραφείς και διανοητές του 20ου αιώνα, δεν γνώρισε την άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού, ούτε και την είχε προβλέψει. Αγωνίστηκε εναντίον της αποικιοκρατικής βίας και υπέρ ενός δίκαιου καθεστώτος στην Αλγερία, την ανεξαρτησία όμως της οποίας δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Ο Καμύ θεωρούσε τη μη-βία ευχής έργον, αλλά παράλληλα εντελώς εξωπραγματική. “Λέω μόνο ότι πρέπει να αρνηθούμε κάθε νομιμοποίηση της βίας, είτε αυτή η νομιμοποίηση προέρχεται από το απόλυτο κρατικό συμφέρον είτε από μια απολυταρχική φιλοσοφία. Η βία είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτη και αδικαιολόγητη”, αναφέρει.
Δεκάδες αθώοι Γάλλοι έχασαν τη ζωή τους τη βράδυ της 13ης Νοεμβρίου. Χιλιάδες άνθρωποι στη Βηρυττό, τη Συρία, το Κομπάνι, τη Μέση Ανατολή κ.ο.κ. πέφτουν θύματα ακραίων ιδεολογιών και πολιτικών συμφερόντων. Η απάντηση σε ένα τέτοιο έγκλημα μπορεί να έρθει μόνο με τη δικαιοσύνη. Καθήκον μας είναι να σώσουμε τον άνθρωπο, όπως λέει και ο Καμύ, να μην ακρωτηριάσουμε ούτε τον ίδιο ούτε την ψυχή του. Δύο εκκλήσεις ζητάμε, μία στη λογική και μία στη δικαιοσύνη. “Αυτός ο “πόλεμος”, συνεχίζει, όπως και κάθε πόλεμος, δεν θα έχει πραγματικούς νικητές. Κι αυτό γιατί θα χρειαστεί και πάλι, όπως πάντα, να ζήσουμε όλοι μαζί πάνω στη γη.”
Γιατί λοιπόν είμαστε-πρέπει να είμαστε- με τους Γάλλους και τις οικογένειες των θυμάτων της 13ης Νοεμβρίου; Για τον ίδιο λόγο που πρέπει να είμαστε και με τους Σύριους πρόσφυγες, τους εκτοπισμένους Κούρδους, τους ταλαιπωρημένους Παλαιστινίους και όλους τους λαούς του κόσμου αυτού που πέφτουν θύματα των πιο σκληρών πολιτικών πρακτικών.
Υ.Γ. ” Όποιος κι αν είναι ο σκοπός που υπερασπιζόμαστε, θα παραμείνει για πάντα ατιμασμένος από το τυφλό μακελειό ενός αθώου πλήθους, όπου ο δολοφόνος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα πλήξει τα γυναικόπαιδα.” Αλμπέρ Καμύ