Τι μουσική ακούει τελικά ο Έλληνας;

Είναι μία σκέψη που κάνω εδώ και καιρό, μιας και συχνά πυκνά παρευρίσκομαι σε events μουσικής, ίσως με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο μεταξύ τους, και παρόλα αυτά, συναντώ σε -σχεδόν- κάθε περίπτωση ένθερμο ελληνικό κοινό. Κι αν το «ένθερμο» δεν ανταποκρίνεται τόσο στην επικοινωνία μεταξύ καλλιτέχνη και ακροατών, σίγουρα ανταποκρίνεται στην προσέλευση του κόσμου, με βάση πάντα τα οικονομικά δεδομένα της εποχής, τους συναυλιακούς χώρους στην Ελλάδα και το πόσο γνωστός είναι ο καλλιτέχνης στο ευρύ κοινό.

Ξεκινώντας στερεοτυπικά, ο Έλληνας είχε πάντα μία ιδιαίτερη αγάπη προς τη λαϊκή μουσική και δη το λεγόμενο «σκυλάδικο», δηλαδή το χαμηλότερο ποιοτικά, όχι τόσο ευφάνταστο στιχουργικά, πιο εύπεπτο και εύληπτο από τον απλό κόσμο. Είναι όμως αυτό μονάχα ένα στερεότυπο; Μήπως δε γεμίζουν ακόμα και στην περίοδο της σκληρής οικονομικής κρίσης στην Έλλαδα τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης;

Ή μήπως ακόμα και μικρά συνοικιακά μαγαζιά δεν προτιμούν αυτού του είδους μουσική για να προσελκύσουν πελάτες; Πόσες φορές σας έχει συμβεί να σταματήσετε στο φανάρι κι ο διπλανός οδηγός να ακούει από το ραδιόφωνό του αυτή τη μουσική; Ουκ ολίγες φαντάζομαι. Επομένως, δεν πρόκειται απλά για ένα στερεότυπο αλλά για μια αλήθεια που ίσως ο «μύθος» μεγαλοποιεί. Βέβαια, το ελληνικό κοινό απολαμβάνει εξίσου το καλό λαϊκό τραγούδι, το οποίο έχει ιδιαίτερα ψηλά στην εκτίμησή του, ενώ τον τελευταίο καιρό αντικρίζουμε και την αναβίωση του ρεμπέτικου, μέσα από νεανικές ρεμπέτικες βραδιές σε μικρά μαγαζιά του κέντρου, σε φοιτητικές βραδιές, αλλά και σε διασκευές τραγουδιών πολλών καλλιτεχνών.

Είναι μάλιστα, παράξενο το πως το ρεμπέτικο, ένα είδος μουσικής των παλαιότερων γενιών έχει συνδυαστεί πολλάκις με το χιπ-χοπ, μία μουσική η οποία βρίσκει κοινό σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα στους νέους και έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1980. Αν μπορούμε λοιπόν, να τοποθετήσουμε αυτά τα ακούσματα σε ένα συνολικό είδος με τα διαφορετικά παρακλάδια του, μετά βεβαιότητας θα λέγαμε πως ο Έλληνας το αγαπάει.

Όπως εξίσου αγαπάει την ελληνική “έντεχνη” μουσική. Τόσο στο παρελθόν, όσο και τώρα, έχουμε ζήσει μεγαλειώδεις συναυλίες έντεχνων καλλιτεχνών, με πολύ παθιασμένο κοινό που συνοδεύει καθ’όλη τη διάρκεια των παραστάσεων τους καλλιτέχνες, ψιθυρίζωντας ή κραυγάζοντας τους στίχους των κομματιών.

Όποιος δεν το γνωρίζει, αρκεί να επισκεπτεί ένα live του Γιάννη Χαρούλη, του Θανάση Παπακωσταντίνου ή θα το βίωσε αναμφίβολα αν είχε παρευρεθεί στο παρελθόν σε μια συναυλία των Πυξ Λαξ. Μαζί με το ελληνικό έντεχνο λατρεύεται , ίσως όχι στον ίδιο βαθμό, και το κλασικό ελληνικό ροκ. Δε μιλάω για τα μικρά εναλλακτικά γκρουπ, που έχουμε πάρα πολλά και αξιόλογα στην Ελλάδα.

Μιλάω για τους γνωστούς ροκ καλλιτέχνες της χώρας . Πρόσφατο παράδειγμα η τεράστια διήμερη συναυλία των Διάφανων Κρίνων, του Γιάννη Αγγελάκα, των Last Drive και τη συμμετοχή του Αλκίνοου Ιωαννίδη στην «Τεχνόπολη» στο Γκάζι, όπου τα εισιτήρια και των δύο ημερών εξαφανίστηκαν από το κοινό σε λίγες ώρες. Πολλοί  οι ακροατές των παλαιότερων ροκ ελλήνων καλλιτεχνών, κι εκτός από πολλοί είναι  και φανατικοί. Συμπερασματικά, ο Έλληνας ακούει και το ελληνικό ροκ.

Ακούει και το ξένο mainstream ροκ όμως. Ίσως από τις αγαπημένες επιλογές ραδιοφωνικών παραγωγών αφού έχει σίγουρα αντίκτυπο στους ακροατές. Ο έλληνας λοιπόν, αγαπά και το ξενόγλωσσο ροκ κι έχουμε κι εδώ λαμπρά παραδείγματα, όπως τη συναυλία των  Red Hot Chili Peppers, των U2 , των AC/DC και άλλων μεγάλων ονομάτων που πλημμύρισαν με χιλιάδες κόσμου το ΟΑΚΑ.

Επίσης σημαντική επιτυχία σημειώνουν μικρές ξένες ροκ μπάντες, βέβαια όχι αντίστοιχη, όπως είναι λογικό, με τις μεγαλύτερες, ωστόσο σχήματα όπως οι Black Label Society και οι Βlack Angels, οι οποίοι έχουν κοινή εμφάνιση σύντομα στην Αθήνα, συναντούν φανατικό ακροατήριο ανάμεσα στο ελληνικό κοινό.

Φεύγοντας όμως από τη ροκ σκηνή, επιτυχία συναντούν στην Ελλάδα ,κάτι που ομολογουμένως μου κάνει εντύπωση, εναλλακτικότερα είδη μουσικής. Dub, bossa nova και jazz μουσική με χαρακτηριστικότερη επιτυχία στη χώρα μας αυτή των Thievery Corporation που ακούγονται πολύ συχνά στους ραδιοφωνικούς δέκτες. Τechnotrapptrancepsychedelic είναι μερικές συνήθεις επιλογές στα ελληνικά νεανικά πάρτι , και όχι μόνο.Ακόμα και η Trip-Hop είναι μία μουσική κατηγορία που ελκύει το ελληνικό κοινό, αν και ο όρος δεν είναι παντελώς ξεκάθαρος.

Έχω την εντύπωση πως και η Reggae είναι ένα είδος που εκτιμάται αρκετά στην Ελλάδα, κι αν δε συναντάμε συναυλίες πολλών reggae καλλιτεχνών,οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την επιτυχία της ελληνικής reggae μπάντας «Locomondο» που αν μη τι άλλο,στις live εμφανίσεις τους γίνεται πανικός. Τέλος,είναι βέβαιο πως στην Ελλάδα έχει μεγάλη απήχηση το Hip-hop.

Αν και τα live των hip hop συγκροτημάτων γίνονται συνήθως σε μικρά μαγαζιά,αυτά γεμίζουν με φανατικό κοινό που ακολουθεί τα αγαπημένα του συγκροτήματα σε όλη την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά τέτοια συγκροτήματα,όσον αφορά τουλάχιστον την ελληνική σκηνή, είναι οι Active Member ,οι οποίοι κλείνουν έναν κύκλο πολλών ετών πορείας φέτος, οι ΒΗΤΑΠΕΙΣ, που απέδειξαν την απήχησή τους με ένα μεγαλειώδες live για την επέτειο των δέκα ετών από την ίδρυσή τους με 3.500 κόσμο, το 2012, ο Ταφ Λάθος, οι Full Face, οι ΣΤΙΧΟΙΜΑ και άλλοι.

Μέσα από αυτήν την παρατήρηση, καταλήγω προσωπικά σε δύο συμπεράσματα. Αρχικά, το ελληνικό κοινό έχει τη δυνατότητα να εκτιμά γενικότερα την καλή μουσική, και να ενστερνίζεται τα διαφορετικά είδη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «ψάχνεται» υπερβολικά σε κάθε είδος. Απλώς μπορεί να απολαύσει ένα ωραίο λαϊκό τραγούδι, ένα δυνατό hip-hop κομμάτι, μια «ροκιά» και ένα psychedelic πάρτι. Σε αυτό λοιπόν, οφείλεται η μουσική ποικιλία που “εισάγεται” στη χώρα μας.

Το πάθος όμως, το οποίο το ελληνικό κοινό επιδεικνύει σε διαφορετικά είδη μουσικής οφείλεται στο ότι ο Έλληνας πολύ συχνά, ανακαλύπτει ένα καινούργιο, προς αυτόν, άκουσμα, και εθίζεται σε αυτό, πορώνεται και δεν το εγκαταλείπει έως ότου να το βαρεθεί μέχρι αηδίας, να το αφήσει για λίγο στην άκρη, και να επιστρέψει σε αυτό όταν ξανανιώσει την ανάγκη. Το σίγουρο είναι πως ο Έλληνας είναι ανοιχτός σε νέες ιδέες και ακούσματα, αρκεί να ταιριάζουν έστω και λίγο στις αγαπημένες του συνήθειες ως τότε, κι από κει και πέρα, αγκαλιάζει αυτό που «χτυπάει» όμορφα στο αυτί του.

Σχόλια