Καλείσαι να εκπληρώσεις τα αντρικά καθήκοντα σου όταν βρέχει και ο πατέρας λείπει…
Το μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου έβρεξε. Η αρχή αυτή μοιάζει απολογητική και άνευρη. Σαν η μνήμη του κατακλυσμού να δικαιολογεί την ύπαρξη των λέξεων. Μήπως μαζί δεν βραχήκαμε; Ο ουρανός πάνω από το πατρικό μου δεν ήταν πιο μπλαβής από οποιοδήποτε άλλο σημείο στον ορίζοντα και το νερό που κάλυψε την αυλή και έπνιξε τα τριαντάφυλλα δεν ήταν πιο καθαρό από του γείτονα. Μάλιστα αν και οι δυο κοιτάζαμε με αγωνία για μία αντανάκλαση προσώπου (και έτσι νοήματος) μέσα στα καφετιά απόνερα που κατέβαιναν αδιαπραγμάτευτα από το Καματερό, θα βλέπαμε πέτρες, λάσπη, χώμα και σκουπίδια, ποτέ όμως φρύδια ενωμένα, ούτε μύτες κομψές. Σίγουρα δεν θα βλέπαμε σφιγμένα χείλη να δικαιολογούν το χείμαρρο που μας πάγωνε τα πόδια, ούτε κάποια φωνή από πίσω μας θα ακούγονταν απολογητικά να επαινεί τον δέκατο, εικοστό, πεντηκοστό κουβά νερό που άδειαζε στον δρόμο και στερούσε από το υγρό στοιχείο την εισβολή στο σπίτι του παππού και την ομολογουμένως αδικαιολόγητη καταστροφή κειμηλίων που κατάφεραν να αντέξουν το σεισμό του 1999 και ακόμα χειρότερα, τον γάμο από συνοικέσιο.
Ωστόσο το μεσημέρι εκείνο έβρεξε, σε αδικαιολόγητα μεγάλο βαθμό. Βροχή τοκισμένη ρήμαζε τον κήπο του παππού, κατέστρεφε τα χρυσάνθεμα και αποπλήρωνε σε κάθε φύλλο του βασιλικού το παρατεταμένο καλοκαίρι, που βιαστικά έδινε τη θέση του στο ευέξαπτο Φθινοπώρο και τη βία των επιχειρημάτων του.
Η υποψία της συμφοράς σπέρνεται μαζί με τους πρώτους σπόρους, και έτσι οι πρώτες στάλες, αν και δεν πέτυχαν να προμηνύσουν την σκαιότητα της συνέχειας, καλύψανε σαν πέπλο τα τζάμια του πατρικού και τα δέντρα χάθηκαν από το οπτικό μας πεδιό, όχι βέβαια αδιαμαρτύρητα. Πρώτα ταρακουνήθηκαν, ύστερα λυγίσαν να πάρουν δυνάμεις για μία μεγάλη κραυγή, μία απελπισμένη αντίσταση, μα στο τέλος η μορφή τους υποχώρησε μέσα στις στάλες και τελικά μόνο οι θολοί τους όγκοι έμειναν, απροσδιόριστα σημάδια νίκης, σε ένα τοπίο που κατά τα άλλα έχανε τα χαρακτηριστικά του με αντάλλαγμα την λεία επιδερμίδα και το ζεστό σκούρο χρώμα που μαζί με τα ηλιοκαμμένα παιδιά, και τη σοκολάτα ψυγείου μοιράζονται και οι πλημμυρισμένοι δρόμοι.
Η μητέρα μου είναι μία κράση ασθενική, μία ύπαρξη αειθαλής μα ευαίσθητη, που με τα χρόνια η αντοχή της στις ανθρώπινες κακουχίες μπορούσε μόνο να μετρηθεί από την άνευ όρων παράδοσή της στην οργή των καιρικών φαινομένων. Ο φόβος πως θα πλημμυρίσουμε ζωντάνευε μέσα στο παγωμένο σπίτι όχι μόνο τις δικές της μνήμες του 1977 και της τελευταίας φοράς που χρειάστηκε να αδειάσει από νερά το σπίτι, αλλά την ίδια στιγμή και μία μακριά παράδοση φόβων που στην νιοστή τους επανάληψη έγιναν κατάρες.
Αν μέχρι τα δεκαοχτώ μου κατάφερνα να συμβιβάζω την δυσπιστία προς την επερχόμενη καταστροφή μαζί με την βαρεμάρα να την αποτρέψω, ήταν ένα χάρισμα που απόλεσα όταν είδα την κοινοβουλευτικά εξωαριστέρή, ορκισμένα ορθολογική μητέρα μου να γονατίζει στα παχιά άσπρα σεντόνια της κρεβατοκάμμαράς της και να παρακαλάει κλαίγοντας το μικρό ξύλινο εκκλησάκι στην πάνω αριστέρα γωνία του δωματίου για κατάπαυση πυρός.Θες επειδή ο άγιος μας ξέχασε, θες επειδή εκείνο το εκκλησάκι είναι από τα παιδικά μου χρόνια καλυμμένο με ένα πανάκι που κιτρινίζει αφρόντιστο, οι ουρανοί δεν καθάρισαν και καμία υπερβατική δύναμη δεν έκανε το χατήρι στην πενηντάρα γυναίκα με τα κουρασμένα μάγουλα και τις οστεώδεις, αποπνικτικά μπλεγμένες αρθρώσεις των δαχτύλων της.
Με τον πατέρα μου να λείπει και τη γυναίκα του σε παρατεταμένη κρίση πανικού, αποφάσισα πως η ενηλικίωση δεν έρχεται στα δεκαοχτώ, αλλά στις καταστροφές, και με πλήρη συναίσθηση πως από χρόνια θεατής η ανυποψίαστη φιγούρα μου θα πυρπολούσε επιτέλους την σκηνή της παράστασης, φόρεσα ένα κόκκινο αδιάβροχο της Shell που είχαμε πάρει με πόντους που πολύ θα θέλαμε να εξαργυρώναμε σε καφετιέρα, και άνοιξα την εξώπορτα προς τα τελείως γενικά και απροσδιόριστα αντρικά μου καθήκοντα.
Στο σβησμένο μας μπάρμπεκιου υπήρχε μία λαμαρίνα, παρακαταθήκη της γιαγιάς μου, που αποδείκνυε πως ακόμα και μήνες μετά τον θάνατό του, ένας άνθρωπος με λογική αναγνωρίζει την αδυναμία του δήμου Ιλίου να πράξει αντιπλημμυρικά έργα και απλά φράζει την πόρτα του για να αποτρέψει την καταστροφή. Η γιαγιά μας είχε αφήσει κάποια χρήματα για την κηδεία, έναν εξεζητημένο αριθμό αχρησιμοποίητων ζευγαριών παντοφλών και την εν λόγω λαμαρίνα. Τολμώ να πω η φαινομενικά πιο άχρηστη παρακαταθήκη της μου έκλεινε το μάτι καθώς την λύγιζα ανάμεσα στα πιασίματα της πόρτας, και το νερό που μέχρι τότε πλημμύριζε την αυλή που φρόντιζε ο παππούς σταμάτησε να ταξιδεύει τις γλάστρες μας δεξιά και αριστέρα, και ευτυχώς αποφάσισε πως υπάρχουν και άλλες απροστάτευτες γειτονιές, οπλισμένες με λιγότερο προνοητικές γιαγιάδες, που θα μπορούσε να πνίξει.
Πεπεισμένος πως ο θείος από φύση λιγομίλητη θα μετατρέπονταν σε λίγα λεπτά σε λιγομίλητη και άστεγη, έστρεψα την προσοχή μου στο νερό που καταβρόχθιζε τα σκαλοπάτια της εξώπορτας και μαζί με αυτά την λεπτή σχισμή ανάμεσα στην πόρτα και το μάρμαρο, σχισμή για την κυριότητα της οποίας θα πραγματοποιούνταν μάχη όχι λιγότερο σπουδαία, όχι λιγότερα επική, από εκείνη της Τροίας, ή ίσως, αν θέλουμε να κρατηθούμε ταπεινοί, των Γαυγαμήλων.
Η υστερική μου μητέρα διόλου δεν μου αρνήθηκε τέσσερις βαριές πετσέτες, και αν οι πετσέτες με τη σειρά τους ονειρεύονταν μυρωδάτα σώματα και μπάνια πνιγμένα στους υδρατμούς, αντί για την λασπερή σχισμή που τις διέταξα να κατακλύσουν , αυτό είναι κάτι που δεν θα μάθω ποτέ και στην τελική κάθε μάχη έχει τις απώλειές τις.
Με τις πετσέτες να εκτελούν το παρά φύσιν καθήκον τους και να φυλούν το σπίτι του θείου από την παράδοση στον λασπερό Ποσειδώνα, επιδόθηκα με τη βοήθεια ενός κόκκινου κουβά στη σισύφεια προσπάθειά μου. Απέναντί μου, ο Αντρέας και ο πατέρας του είχαν καταστρέψει τον κήπο της ταράτσας τους, επιστρατεύοντας τους τσιμεντόλιθους σε μία προσπάθεια οχύρωσης της εξώπορτας του σπιτιού, η οποία σαν γνήσιος Ιούδας ξέρναγε ήδη νερό, που κατέβαινε από τις σκάλες του ήδη πλημμυρισμένου πρώτου ορόφου, απόδειξη πως η μαύρη φιγούρα που με το ένα χέρι άδειαζε κουβάδες από το απέναντι μπαλκόνι ήταν η Κυρα Μάρθα.
Συγκινημένος που η φυσική καταστροφή μας έφερε όλους ξανά κοντά χαιρέτησα τον γείτονα και κουμπάρο μου, ανταπέδωσα τους χαιρετισμούς στην όμορφη κοπέλα του που ευγενικά μας τράβαγε με το κινητό της να παίζουμε το κάστρο του Τακέσι, και εντατικοποίησα την προσπάθειά μου να αποδείξω πως αν ο πατέρας μου λείπει, ήμουν εξίσου ικανός να διατηρήσω την γονεϊκή ιδιοκτησία αν όχι στεγνή, τουλάχιστον ατόφια.
Η μηχανική κίνησή των χεριών και το κάψιμο στα μπράτσα προς στιγμήν με γέμισε με την ελπίδα πως ο άνθρωπος κέρδισε τη φύση. Τι ήττα, τι εσωτερική προδοσία βίωσα, όταν σηκώνοντας το βλέμμα από τα πνιγμένα μου πόδια είδα την στάθμη απαράλλαχτη.. Σήκωσα τα μάτια και προσπάθησα να δω ένα ψήγμα καθαρού ουρανού, αλλά τίποτα τέτοιο δεν μου φανερώθηκε όσο και αν το είχα ανάγκη και για πρώτη φορά από την αρχή αυτής της εξιστόρησης, αισθάνθηκα την μύχια υποψία, πως ο ουρανός δεν θα σταματήσει να πενθεί, το σφυροκόπημα καταστροφής δεν θα σταματήσει, πως θα χάσω στο παιχνίδι που έστησα με τον ορίζοντα και πως θα φανώ τελείως ηλίθιος στη μητέρα μου, εγώ, που μισή ώρα πριν την καθησύχαζα γελώντας.
Η ήττα δεν ταιριάζει ούτε καν στους ηττημένους, η παραδοχή της καίει την φύση του ανθρώπου και την μαραζώνει, και εγώ μπόρεσα να κάνω το μόνο προφανές, να επιστρέψω στο αδιαμαρτύρητο κουβάδιασμα με την ελπίδα πως η ίδια κίνηση θα μπορούσε αν όχι να αναγκάσει το νερό σε υποχώρηση, τουλάχιστον να του κλέψει στην παράταση την ισοπαλία.
Deus ex mechanicus, το πέπλο της βροχής ραγίζει για την είσοδο της μηχανής, μία βαριά μπολντόζα με έναν νευρικό χειριστή. Πάνω στην μηχανή δεν ήταν ο θεός, αλλά ο πατέρας μου, λασπωμένος μέχρι το στήθος, απόδειξη πως σε μία κρίση ανυπακοής και αυτός, τα έβαλε με το ποτάμι που κάλυπτε την λεωφόρο Πριάμου και έχασε. Γιος και πατέρας ενωθήκαμε στην ύβρι και αρχίσαμε να αδειάζουμε το νερό με μανία από την αυλή. Απέναντι ο Αντρέας με τον δικό του πατέρα έχουν στήσει τείχος τους τσιμεντόλιθους γύρω από την πόρτα. Με μία κραυγή το σχέδιο αλλάζει. Θα ανασηκώναμε τα σίδερα πάνω από τους υπονόμους. Αφήνω τον πατέρα μου και με μόνο οδηγό την ανάμνηση του πως ήταν κάποτε ο δρόμος μας πριν γίνει ποτάμι προχωρώ μαζί με τους γείτονές μου προς εκεί που πιθανότατα ήταν οι υπόνομοι. Μάρτυρας πως στη βρωμιά πρέπει να βουτηχτείς αν θες να καθαρίσεις, ψάξαμε με τα χέρια μας μέσα στην σκούρα κοίτη του ποταμού για τα σίδερα.
Τα παγωμένα μας δάχτυλα μπλέχτηκαν με τα σκουριασμένα σίδερα των ελλειπέστατων αντιπλημμυρικών έργων, σηκώσαμε τα σίδερα γεμάτοι οργή πως το Καματερό απλά μας στέλνει όλο το νερό του, σηκώσαμε τα σίδερα αηδιασμένοι από τις φωνές της γονατισμένης στο ολισθηρό μπαλκόνι μητέρας μου, της Χρυσούλας που το σπίτι της πλημμύρισε, γεμάτοι σιχασιά για τα είκοσι χρόνια πλημμύρων και πλαστικών σακούλων που πάντα κολλάνε κάτω από το αμάξι σου. Σηκώσαμε τα σίδερα.
Το νερό βούλιαξε στα σκοτεινά βάραθρα, η στάθμη του χαμήλωσε αρκετά για να μας θυμίσει πως όντως μένουμε πάνω από δρόμο, η Μαρία άρχισε να αδειάζει με ένα άδειο κουτί παγωτό Δωδώνη το νερό από το αμάξι της, οι ουρανοί ευχαριστημένοι από την εφευρετικότητα του ανθρώπου μας χάρισαν κατάπαυση πυρός.
Σηκώσαμε τα σίδερα.
Ανέβηκα στο πατρικό μου με κόκκινα χέρια, νύχια γεμάτα μικρά φύλλα, αλλά πεντακάθαρα, εξαγνισμένα από τη μάχη, με το άσπρο από τις κάλτσες μου σε άτακτη υποχώρηση στη θέση ενός ασθενικού γκρι. Είχε γίνει διακοπή ρεύματος, αλλά τώρα τα φώτα ήταν ξανά αναμμένα σε εκείνο το ρομαντικό κίτρινο που πάντα μου άρεσε. Ο φούρνος που είχε παύσει για μία στιγμή μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή πήρε ξανά μπρος. Ο νικητής δεν πήρε λάφυρα, ούτε δόξα. Μονάχα ένα πιάτο κοτόσουπας και το φιλί της μάνας του.
*Το κείμενο αυτό γράφτηκε πέρυσι με αφορμή την καταστροφική καταιγίδα της 24ης Οκτωβρίου. Τα γεγονότα που αναφέρονται είναι πέρα για πέρα αληθινά. Για τη σημερινή δημοσίευση άλλαξε μόνο η ημερομηνία, εξάλλου οι δήμοι Ιλίου και Καματερού τόσα χρόνια αρνούνται να κάνουν το κείμενο έωλο.