Ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται ανάμεσα στους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες. Το έργο του ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες, εντός και εκτός συνόρων.

Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ Αυγούστου. Μαθητής Β’ Λυκείου τότε, καθόμουν στην βεράντα του σπιτιού μου ακούγοντας μουσική. Λίγο πιο πέρα καθόταν ο πατέρας μου. Με ρώτησε τι ακούω. «Τραγούδια της εποχής μου» του λέω. «Δεν τα ξέρεις ». «Θέλεις να ακούσεις μια μελωδία και να μου πεις την γνώμη σου;» μου λέει και μου βάζει να ακούσω «Το Βαλς των χαμένων Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι.

Δεν σας κρύβω πως από το πρώτο άκουσμα η μελωδία αυτή με συγκίνησε και με έκανε να την ξανακούσω για τουλάχιστον 3 φορές. Μετά άκουσα κι άλλα κομμάτια του Μάνου και παράλληλα μπήκα στην διαδικασία να μάθω πράγματα γι’αυτόν και την ζωή του. Αν με ρωτήσεις σήμερα, εν έτη 2015 ,θα σου μιλήσω με δέος και τιμή γι’ αυτόν τον μουσικοσυνθέτη κι άνθρωπο.

Σήμερα ο Μάνος Χατζιδάκις αν βρισκόταν εν ζωή, θα έκλεινε τα 90 του χρόνια. Γεννήθηκε στην πόλη της Ξάνθης στις 23 Οκτωβρίου του 1925 κι έφυγε από κοντά μας στις 15 Ιουνίου του 1994 σε ηλικία 68 χρονών από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Πάντως σήμερα αν ζούσε, το σίγουρο είναι πως θα μας είχε χαρίσει ακόμα περισσότερες όμορφες μελωδίες.

Θα μπορούσα να γράφω ώρες ατέλειωτες για τον Μάνο Χατζιδάκι ή αλλιώς τον Μάνο μας, το Μάνο της καρδιάς μας. Το πολιτιστικό έργο του Χατζιδάκι είναι τεράστιο και δεν χωράει στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου. Επέλεξα λοιπόν να αναφέρω τα σημαντικότερα από τα πράγματα που έχει κάνει σαν ένα αφιέρωμα γι’αυτόν. Πράγματα που άλλοι ίσως γνωρίζουν καλύτερα και κάποιοι άλλοι όχι.

Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολος Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.

Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.

Το 1961 του απονέμεται το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Η βράβευση αυτή του δίνει παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερεί την δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του.

Το 1962 χρηματοδοτεί τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ου αιώνα στις Βρυξέλλες.

image_4

Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα», του Ι. Καμπανέλλη (1959) , «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, η «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντα» – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο, ο Χατζιδάκις διατηρεί μία θεωρητική, αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Θεοδωράκη: Διατηρεί πάντα την συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο «λαϊκό» αυστηρά, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:

«… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…»

Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητά για την μουσική του ένα περιεχόμενο ουσιαστικό και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μίαν βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκήρυξε μεγάλο μέρος του «λαικότροπου» έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά για την μεγάλη επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή»:

«Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα».

Ο Μάνος Χατζιδάκις εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, με τους τίτλους «Μυθολογία» και «Μυθολογία δεύτερη». Ακόμη, εξέδωσε μία επιλογή από τα σχόλια του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο «Τα σχόλια του Τρίτου», καθώς και μία συλλογή από συνεντεύξεις και άρθρα, με τίτλο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι». Ο Χατζιδάκις -σε αντίθεση με τον Μίκη Θεοδωράκη- δεν συνέγραψε αμιγώς θεωρητικά έργα. Η θεωρητική του τοποθέτηση, τόσο σε θέματα μουσικής όσο και σε ευρύτερα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου, αποτυπώνεται σε ένα πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων, διαλέξεων και σχολίων, καθώς και στο συνθετικό του έργο.

Μελίνα Μερκούρη – Μάνος Χατζιδάκις

manos_3_1

Μελίνα Μερκούρη: «Αυτό το τραγούδι είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μια μάνα» Μάνος Χατζιδάκις: Χαίρομαι! Και σε συγχαίρω για αυτήν την υιοθεσία που έκανες. Στην έκδοση «Μελίνα του Μάνου» του Σείριου, που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια ο Γιώργος Χατζιδάκις, διασώζεται η μορφή αυτής της ιδιαίτερης σχέσης. Η αιώνια διαφωνία καταγράφηκε μαζί με την αιώνια φιλία τους και στην τελευταία τους κοινή δημόσια εμφάνιση μπροστά στο γαλλικό τηλεοπτικό συνεργείο που είχε έρθει στην Ελλάδα. Αφορμή, τι άλλο, «Τα παιδιά του Πειραιά». Ο Χατζιδάκις, εξηγεί: «…ούτε θέλω να έχω καμιά σχέση.(…) Έγινε ένα τραγούδι πέρα από το περιεχόμενο, πέρα από τη συγκίνηση, που κάθε τύπος να το λέει σε οποιοδήποτε καμπαρέ…». Εκείνη διαφωνεί με πείσμα: «Εγινε εθνικός ύμνος». Χατζιδάκις: «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ‘χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα».

«Πάντα μ” απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ” άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; (…) Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί…» ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Σχόλια