Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι…

Κάπου, που δυστυχώς έχω ξεχάσει, είχα διαβάσει πως ο έρωτας είναι το μόνο σταθερό σ’ ένα κόσμο που συνεχώς τα πάντα αλλάζουν. Μια άποψη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απερίφραστα ρομαντική. Όχι όμως και απόλυτα μη ρεαλιστική, καθώς είναι γεγονός πως ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου οι αξίες έχουν καταρριφθεί και το προσωπικό όφελος κυριαρχεί. Είναι, λοιπόν, ανακουφιστικά αισιόδοξο να πιστεύεις στον έρωτα, κι αν το καλοσκεφτείς μπορείς να τον βρεις παντού. Σε απλά, μικρά, καθημερινά πράγματα, στο βλέμμα ενός περαστικού, σ’ ένα πολύκροτο γεγονός, στο Μονόγραμμα του Ελύτη

Το Μονόγραμμα είναι ένας ερωτικός ύμνος. Σε κατακλύζει, σε ζαλίζει μιλώντας στην καρδιά σου και μουδιάζοντας το μυαλό σου. Ποτέ άλλοτε ο έρωτας δεν φαινόταν τόσο δυνατός και τόσο μελαγχολικά όμορφος όσο στους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν χρειάζεται να παρατηρήσεις και την πιο μικρή λεπτομέρεια, ούτε να έχεις εξειδικευμένες ποιητικές γνώσεις για να παρασυρθείς στην ομορφιά και στη δίνη του ερωτικού συναισθήματος.

Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς;- για σένα,
                              μόνος, στον Παράδεισο

Το ποίημα γράφτηκε ανάμεσα στα 1969 και 1971, την περίοδο κατά την οποία ο ποιητής βρισκόταν στο Παρίσι, και έχει καταγραφεί στη συνείδησή μας ως το απόλυτο ερωτικό ποίημα της σύγχρονής μας παραγωγής. Είναι σαφές, από τους πρώτους στίχους μέχρι και τους τελευταίους, πως, αποδέκτης της ενδόμυχης, ερωτικής εξομολόγησης, είναι ένα δεύτερο πρόσωπο, πάντα παρόν στην εξέλιξη του ποιήματος. Ένα δεύτερο πρόσωπο, που όπως εικάζεται, είναι ένα κορίτσι, που αποτέλεσε τη μούσα του Μονογράμματος, εμπνέοντας τον ποιητή. Οι σχολιαστές του έργου του, επικαλούνται μια μαρτυρία του ίδιου του Ελύτη, στην οποία κάνει λόγο για ένα κορίτσι, που τα αρχικά του ονόματός του αποτύπωσε στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Μονογράμματος, ΜΚ.

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του Μονογράμματος σκέψεις και συναισθήματα γεννιούνται μέσα σου και κατανοείς γιατί θεωρείται ως το απόλυτο ερωτικό ποίημα. Καταλαβαίνεις πως δεν γίνεται αλλιώς… Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι…

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο

Σχόλια