Κάποια χρόνια μετά το πολυπαιγμένο και πολυμεταφρασμένο μουσικό έργο του Μπρεχτ, την Όπερα της Πεντάρας, που με τις ριζοσπαστικές θεατρικές τακτικές του, την ιδιαίτερη μουσική και τη σφοδρότητα της κριτικής του, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του μεσοπολέμου συνεχίζοντας μέχρι τις μέρες μας να αφυπνίζει και να τρομάζει, ο Γερμανός συγγραφέας εκδίδει το μυθιστόρημα της πεντάρας, μια λογοτεχνική απόδοση που απηχεί- αλλά και ξεπερνά χάρη στους εμβριθείς κοινωνικοπολιτικούς στοχασμούς της- την βασική ιδέα της σχεδόν ομώνυμης όπερας.
Τα βασικά πρόσωπα παραμένουν ίδια με αυτά της όπερας, αναπτύσσονται ωστόσο διαφορετικά και πλαισιώνονται από μια σειρά εναλλακτικών χαρακτήρων. Στο βικτωριανό Λονδίνο, ο στρατιώτης Φιουκούμπι, που ύστερα από τον πόλεμο περιπλανάται κουτσός και άπορος στην αγγλική πρωτεύουσα, πιάνει δουλειά στον κύριο Πίτσαμ, αστό ιδιοκτήτη μιας παράδοξης και ιδιαίτερα επικερδούς επιχείρησης που δραστηριοποιείται στο κλάδο της οργάνωσης ζητιάνων, καθοδηγώντας τους, εντοπίζοντας τις σωστές θέσεις, εφοδιάζοντας τους με τα απαραίτητα αξεσουάρ της ζητιανιάς, από ψεύτικα μέλη μέχρι δακρύβρεχτες ταμπέλες, έναντι, φυσικά της αντίστοιχης προμήθειας. Και ενώ η επιχείρηση του κ. Πίτσαμ ανθεί, η μοναχοκόρη του, Πόλυ, επιλέγει ανάμεσα στους τρεις γαμπρούς που την πολιορκούν αποβλέποντας στην περιουσία του πατέρα της, τον κύριο Μακχήθ, πρώην σεσημασμένο ληστή και νυν αξιοπρεπή επιχειρηματία μιας αλυσίδας φτηνών καταστημάτων, που πουλούν σε τρομακτικά χαμηλές τιμές κλοπιμαία προερχόμενα από τις παράνομες δραστηριότητες του.
Η δολοφονία μιας ιδιοκτήτριας ενός τέτοιου καταστήματος- που συνήθως ο Μακχήθ παραχωρεί σε ιδιαίτερα φτωχούς ανθρώπους υπό όρους ακραίας αδικίας, εκμεταλλευόμενος αφενός την ανάγκη τους να ξεφύγουν από το εργοστάσιο και αφετέρου την ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας που μια ατομική ιδιοκτησία τους προσφέρει, κινεί την δικαστική διαδικασία που αρχικά οδηγεί στον ίδιο τον Μακχήθ, εν συνεχεία όμως προσανατολίζεται λόγω μιας σειράς επιχειρηματικών συμμαχιών, κυβερνητικών στρατηγικών και προσωπικών επιδιώξεων σε ένα εξιλαστήριο θύμα, το στρατιώτη Φιουκούμπι, που άοπλος απέναντι στον ταξικό εχθρό του, υποτάσσεται στη μοίρα του και εκτελείται.
Με φόντο τις ζωές των ιδιαίτερων αυτών χαρακτήρων – που μόνο αποστασιοποιημένα μπορούν να ιδωθούν από τον αναγνώστη – σκιαγραφείται και γίνεται αντικείμενο κριτικής μια ολόκληρη κοινωνία. Από τις αντιλήψεις για την έκτρωση μέχρι την αγεφύρωτη κοινωνική ανισότητα, από τα υποκριτικά αστικά ήθη μέχρι τις στερούμενες οποιασδήποτε δεοντολογίας πρακτικές της αγοράς, από τους ψυχρά υπολογισμένους γάμους ως την ταξικότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, από τις αντιλήψεις απέναντι σε έναν πόλεμο που κανείς δεν θέλει μέχρι τον καθοριστικό ρόλο των εφημερίδων στην διαμόρφωση της κρατούσας γνώμης, ο Μπρεχτ υπογραμμίζει την ουσία μιας κατ’ επίφασιν αστικής ομαλότητας. Κάθε ήρωας αποτελεί φορέα μιας τρομακτικής αλήθειας, που μεταδίδεται χωρίς λυρισμό και υπερβολές, αλλά σε ένα πλαίσιο άκρατου ρεαλισμού. Ο κύριος Πίτσαμ δεν θορυβείται από τη φτώχεια, διότι γνωρίζει ότι ο πλούτος είναι μονάχα η άλλη μεριά της φτώχειας, τι άλλο ήταν ο πλούτος του ενός αν όχι η φτώχεια του άλλου;, οι στρατιώτες, έρμαια ενός αποπροσανατολιστικού πατριωτισμού στρέφονται ενάντια των εργατών, αν όμως τους είχες φορέσει εργατικές φόρμες ή στους εργάτες στολές, θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους αντιπάλους, τόσο όμοιοι ήταν, μιας και άνηκαν στην ίδια τάξη. Ενδιαφέρουσα είναι παράλληλα η συχνή αντιδιαστολή του νόμιμου με το παράνομο: ο Μακχήθ, έντιμος πλέον επιχειρηματίας που δρα μονάχα στα πλαίσια της νομιμότητας, αναρωτιέται συχνά για το τραπεζικό σύστημα και τις απάνθρωπες αρχές που διέπουν τις συναλλαγές και την αγορά: «Εμείς οι απλοί εγκληματίες δεν μπορούμε να παραβγούμε αυτούς τους ανθρώπους, Φάννυ. Σε δυο εικοσιτετραώρα μας παίρνουν όχι μονάχα τη λεία μας, που την έχουμε μαζέψει λίγο λίγο με τον ιδρώτα του προσώπου μας, αλλά και το σπίτι και τα ρούχα μας ακόμη. Και μας τα παίρνουν όλα αυτά χωρίς να παραβαίνουν κανένα νόμο, καταπώς φαίνεται, και με το όμορφο συναίσθημα ότι κάνουν απλά απλά το καθήκον τους».
Κορύφωση του έργου αποτελεί το όνειρο του Φιουκιούμπι, που προηγείται ελάχιστες ώρες της εκτελέσεώς του. Άστεγος, κάτω από μια γέφυρα, ο εξαθλιωμένος άντρας στήνει στο όνειρο του ένα λαϊκό δικαστήριο στο οποίο προεδρεύει, με μοναδικό σκοπό να αναζητήσει τους ενόχους για την ταξική εκμετάλλευση αιώνων. Με τα πρόσωπα να εναλλάσσονται στο εδώλιο, ο δικαστής καταδεικνύει την τρομακτική έλλειψη παιδείας ως λόγο πίσω από την κραυγαλέα ανισότητα, κατηγορώντας τον ημιμαθή δάσκαλο, και πίσω από αυτόν ένα ολόκληρο, ξανά ταξικά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν παρέχει στους ανθρώπους του τα κατάλληλα εφόδια για να οπλιστούν απέναντι στην εκμετάλλευση.
Μεταφρασμένο πρώτη φορά στα ελληνικά το 1995 από τις εκδόσεις Πάπυρος, το μυθιστόρημα της πένταρας αποτελεί μια μοναδική πολιτική και κοινωνική κριτική απέναντι σε μια πραγματικότητα τρομακτικά σύγχρονη και οικεία. Επιπροσθέτως, συνιστά μια γνωριμία με τον- σημαντικότερο ίσως σύγχρονο- Γερμανό συγγραφέα που δεν επιτρέπεται να αγνοείτε.