Η ”αγανακτισμένη” ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη
Θρήνος
Σκισμένα τα κορίτσια σα χαρτόνι
με στίγματα από θειάφι μέσα στο κεφάλι
με χόρτο θυμωμένο μες στο στόμα
να σπάζουν το φλιτζάνι τ’ ουρανού
με δάκρυα τεντωμένα μες στα μάτια
σα μαύρες ολοκαίνουργιες καρφίτσες
πότε το χρώμα των πουλιών θα τραγουδήσει;
πότε οι πεταλούδες θα χτυπήσουν τα μαχαίρια;
όταν στους ήλιους θα φυτρώσουν άλλα χέρια
κι ο ύπνος θα τους αδειάζει απ’ το σκοτάδι
κι η νύχτα θα ’ναι όμορφη σα μέρa
Ένας από του σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές, ο Μίλτος Σαχτούρης, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1919. Η ποίηση ήταν η μεγάλη του αγάπη, γι’ αυτό και στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944, αποφάσισε να ασχοληθεί ολοκληρωτικά με αυτή, καίγοντας μάλιστα τα βιβλία που διάβαζε.
Η μικρή ιστορία
Το καφενείο που πίνω τον καφέ μου
είναι άδειο
μόνο εγώ υπάρχω
έτσι το καφενείο είναι τελείως άδειο
γιατί ούτε εγώ υπάρχω.
Στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας, ο Μίλτος Σαχτούρης κατακρίθηκε από πολλούς, αλλά οι κριτικοί δεν άργησαν να αναγνωρίσουν την αξία της ποίησής του. Οι ποιητές της γενιάς του ’30 δεν τον πολυεκτιμούσαν, όπως ο ίδιος έλεγε, με μόνη εξαίρεση τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Στο έργο του διαφαίνεται η επιρροή του υπερρεαλιστικού κινήματος (ένας ποιητής του παραλόγου), η αλήθεια όμως είναι πως δεν ήταν ποτέ καθαρόαιμος υπερρεαλιστής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είχε ποικίλες επιρροές και κυρίως από τις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες.
Ο κήπος
Μύριζε πυρετὸς
κῆπος δὲν ἤτανε αὐτὸς
κάτι παράξενα ζυγαριὰ μέσα του
περπατοῦσαν
στὰ χέρια τὰ παπούτσια τους
φοροῦσαν
τὰ πόδια τους ἦταν μεγάλα ἄσπρα
καὶ γυμνὰ
κάτι κεφάλια σὰν ἄγρια φεγγάρια ἐπιληπτικὰ
καὶ κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου
φυτρώνανε
γιὰ στόματα
ποὺ ὁρμοῦσαν καὶ τὰ ξέσκιζαν
οἱ πεταλοῦδες-σκύλοι
Οι περίοδοι τόσο της Κατοχής, όσο και της μεταπολεμικής εποχής, κυριαρχούν στο έργο του, ενώ παράλληλα εκφράζει την οδύνη και την προσπάθεια του ανθρώπου να ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής. Η ρημαγμένη και ταλαιπωρημένη ανθρώπινη ύπαρξη κυριαρχεί με εικόνες εφιαλτικές, οι οποίες παραπέμπουν στον εξπρεσιονισμό.
Ὁ Ἅγιος
Αὐτὸς κοιτοῦσε βαθιὰ
βαθιὰ
μεσ᾿ στὸ πηγάδι
τὸ βάθος του
δὲν τελείωνε
σὲ τούτη τὴ ζωὴ
οἱ σάρκες ξεκολλούσανε κι ἔπεφταν μία-μία
σε λίγο δὲ θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ὁ σκελετὸς
Τὸ πῆρα ἀπόφαση — ἔλεγε — τὸ πῆρα πιὰ ἀπόφαση
θὰ ζήσω μέσα στοὺς πνιγμένους καὶ μέσα στοὺς λεπρούς
Τα ποιήματά του, αν και περιέχουν ‘άσχημες’, ενοχλητικές εικόνες, δεν είναι απωθητικά. Σε καθηλώνουν, καθώς είναι μία υπενθύμιση του τι σημαίνει ‘ανθρώπινη ζωή’. Μία υπενθύμιση των αξιών που έχουν παραπέσει, μία υπενθύμιση της λανθασμένης πορείας που ακολουθούν πολύ συχνά οι άνθρωποι με ολέθριες επιπτώσεις.
Ἡσυχάστε
Πρωὶ πρωὶ καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι μου,
εἶδα τὸ ἀγγελτήριο τοῦ θανάτου μου.
«Τὸν ἀγαπημένο μας φίλο…» ἔγραφε.
Ὥστε λοιπὸν δὲν εἶχα συγγενεῖς.
Πῆρα γρήγορα ἕνα ταξὶ κι ἀνέβηκα στὴν Κηφισιά.
Σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο ὑπῆρχαν τεράστια πανὼ ποὺ
γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στὴν Κηφισιὰ εἶχα ραντεβοὺ μὲ τὸν Διάβολο.
Καθόταν σ᾿ ἕνα καφενεῖο καὶ μὲ μία μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τὰ ροῦχα του.
-Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.
-Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε
-Ἡσυχάστε
Έχοντας ο ίδιος βιώσει τα εμπόλεμα χρόνια και τις επιπτώσεις αυτών, συνθέτει τα ποιήματά του με μια σπαρακτική αληθοφάνεια. Φαίνεται να παρουσιάζει τον ατομικό του σπαραγμό, το ατομικό του άγχος, αλλά η αλήθεια είναι πως μέσα από το έργο του εκφράζεται ο σπαραγμός, ο πόνος, το άγχος, οι δυσκολίες μιας ολόκληρης γενιάς, μιας ολόκληρης εποχής.
Ο Μίλτος Σαχτούρης βραβεύτηκε τρεις φορές για το ποιητικό του έργο. Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».Αρχή φόρμας