«Το βραβείο αυτό αποτελεί την μεγαλύτερη δυνατή αναγνώριση των βαθύτερων πολιτικών ιδεωδών της Ένωσης: της ανεπανάληπτης προσπάθειας όλο και περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών να ξεπεράσουν τον πόλεμο και τους διχασμούς για να οικοδομήσουν από κοινού μια ήπειρο ειρήνης και ευημερίας. Είναι ένα βραβείο όχι μόνο για την Ένωση και τα θεσμικά της όργανα που προωθούν τα κοινά συμφέροντα, αλλά και για τα 500 εκατομμύρια πολίτες που ζουν σ’ αυτήν»
Το καθόλου μακρινό 2012 το νόμπελ ειρήνης αποδόθηκε στην ΕΕ για τη συμβολή της στην ειρήνη και τα δικαιώματα των λαών, τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, και το κείμενο που παρατέθηκε από πάνω, θλιβερά ειρωνικό, αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενόψει της βράβευσης αυτής. Ελάχιστα χρόνια αργότερα, τα ίδια αυτά λόγια δεν μπορούν παρά να προκαλέσουν ένα πονεμένο μειδίαμα. Με τις διακηρύξεις για αλληλεγγύη να μετουσιώνονται στην επιβολή ενός αμιγώς μονεταριστικού συστήματος που παραβιάζει ως και τις φιλελεύθερες αρχές της Ένωσης, με την ισότητα μεταξύ των μελών να μετατρέπεται στη γιγάντωση του δημοκρατικού ελλείμματος στις ασθενέστερες οικονομικά χώρες, με την έννοια της εμπιστοσύνης να αποκτά τιμωρητικό περιεχόμενο, με τα κοινωνικά δικαιώματα και την εθνική κυριαρχία να μεταμορφώνονται σε λέξεις νεκρές, δίχως νόημα, με την δημοκρατία να φαντάζει ουτοπία μονάχα για τους επικίνδυνα αιθεροβάμονες, τους νοσταλγικούς ιδεολόγους μιας άλλης εποχής που το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο έχει προ πολλού θέσει εκποδών, το ειρωνικό μειδίαμα βαθαίνει, γίνεται σκιά, δάκρυα, έντονη ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια.
Το ευρωπαϊκό κεκτημένο, το ευρωπαϊκό ιδεώδες, ο κοινός ευρωπαϊκός μας τόπος, έννοιες που θα μπορούσαν να συγκινούν μια νέα γενιά γαλουχημένη σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής εξωστρέφειας, πολυγλωσσίας και ενημέρωσης, καθίστανται πλέον κενό γράμμα, και αυτή η γενιά, η προορισμένη να απορρίψει την εθνική απομόνωση, έρχεται αντιμέτωπη αυτή τη στιγμή με την απόλυτη καταβαράθρωση του ιδεώδους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο νέος άνθρωπος που παραμένει μέχρι και σήμερα πιστός στην ιδεολογικοποίηση της ενωσιακής πολιτικής, που εναποθέτει πρόθυμα τη μοίρα του στις επιταγές της ΕΕ βλέποντας σε αυτή τα εχέγγυα κάποιας δημοκρατικής και διαφανούς ισχύος, δεν μπορεί παρά να είναι πλανημένος ή κυνικός. Έκλεισε τα μάτια του στην υποστήριξη της ΕΕ σε μια φασιστική ντε φάκτο κυβέρνηση στην Ουκρανία το 2014, έκλεισε τα μάτια του στον φαύλο κύκλο της λιτότητας στην Ελλάδα αποδίδοντάς την μονάχα σε εσωτερικές παθογένειες και όχι στην ακραιφνή, λυσσαλέα μονεταριστική προσέγγιση της Ένωσης, έκλεισε τα μάτια του στην γείτονα Ισπανία και Πορτογαλία, πόσο ακόμη όμως μπορεί να κλείνει τα μάτια; Όταν το διαδίκτυο γεμίζει με #ThisIsACoup, όταν οι πλατείες της Ευρώπης αντηχούν μηνύματα αλληλεγγύης, όταν αρθρώνεται επιστημονικός πλέον λόγος για την εθνική ταπείνωση μιας χώρας, πόσο ακόμη κάποιος μπορεί να εθελοτυφλεί, πόσο ακόμη μπορεί να σωπαίνει; Ο ευρωσκεπτικισμός μας τρομάζει, έχει ταυτιστεί τα τελευταία χρόνια ενδεχομένως με ακροδεξιές τάσεις, όμως αυτή τη στιγμή υφίσταται και ένας άλλος ευρωσκεπτικισμός, αυτός που ενσαρκώνει μομφή για την Ευρώπη που δεν έγινε ποτέ Ευρώπη των λαών, για την Ευρώπη που καταστρατήγησε τις ίδιες της αρχές της, για αυτήν την Ένωση που αντί να συμβιβάσει τις παραδόσεις και τα αξιακά συστήματα των κρατών που την αποτελούν, επέβαλε έναν ανθρωποφάγο, διαστρεβλωμένο νεοφιλελευθερισμό χωρίς σεβασμό στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιομορφίες της κάθε χώρας, χωρίς παραμικρό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο πίσω από τα νούμερα. Χθες μείναμε- προσωρινά ίσως- στην Ευρωζώνη, αποδεχόμενοι μια συμφωνία που δεν είναι βιώσιμη από καθαρό φόβο. Πλέον μένουμε σε αυτήν την Ένωση τραυματισμένοι, οργισμένοι, πλανημένοι, από καθαρό φόβο, χωρίς καμιά ελπίδα, χωρίς καμιά τάση υιοθέτησης της ευρωπαϊκής περί δημοκρατίας και ισότητας ρητορικής, χωρίς καμιά βούληση για συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Μένουμε μονάχα γιατί φοβόμαστε την εθνική απομόνωση, την αληθινή πείνα που πιστεύουμε πως θα έλθει, την αναχαίτιση των μελλοντικών μας επιδιώξεων. Με απάνθρωπο ρεαλισμό μένουμε, αποδεχόμενοι πλήρως τις πολιτικές αυτής της Ένωσης, την οικονομική δικτατορία που αυτή επιβάλλει. Μένουμε, χωρίς να μπορούμε πια να επικαλεστούμε άγνοια. Μένουμε, χωρίς να μπορούμε να εξωραΐσουμε τις προθέσεις τους, συνειδητοποιημένα, τραγικά έρμαια που δεν μπορούν να πράξουν άλλως.
Όμως τόσες θυσίες, αυτές που έγιναν και αυτές που θα γίνουν, δεν μπορούν να θεμελιωθούν σε ένα σαθρό οικοδόμημα που επιμένει σε μια αποτυχημένη πολιτική αέναης, εσωτερικής φτωχοποίησης εντός του ευρώ, σε μια αντισυνταγματική καταστρατήγηση εργασιακών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, σε μια διαστρέβλωση του κράτους δικαίου που αποδυναμώνει κάθε δημοκρατικό εγχώριο θεσμό, σε ένα καθεστώς άκρατων ιδιωτικοποιήσεων και εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας. Αυτές οι θυσίες απαιτούν κάποιο αντίκρισμα και κάποια ελπίδα και τίποτα από τα δύο αυτή τη στιγμή δεν προβλέπεται.
Κινδυνεύοντας να καταστώ γραφική, θα κλείσω με την χιλιοειπωμένη φράση του Μαρξ, καλύτερα ένα άθλιο τέλος, παρά μια αθλιότητα δίχως τέλος και την προβληματική που αυτή απηχεί. Και θα αναρωτηθώ, αν μαζί με μια μη βιώσιμη συμφωνία, θα είναι βιώσιμη μια ζωή χωρίς ιδεολογία, χωρίς κοινωνικό διάλογο, χωρίς ελπίδα, αλλά μονάχα με πηχτό «ρεαλισμό» και χαμηλωμένο βλέμμα.