Βασάνιζα μέρες το μυαλό μου για το άρθρο μου και οι μόνες δημιουργικές σκέψεις που είχα φάνταζαν ανεπίκαιρες για αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική (άντε και “ευρωπαϊκή” ) κοινωνία. Βλέποντας τρομολάγνους πολιτικούς και μέσα μαζικής ενημέρωσης, μικροαστούς που φοβούνται να μην χάσουν τα χαμένα και νεοφιλελεύθερους, βιτρινάτους, wannabe γραβατωμένους businessmen που φοβούνται μην σταματήσουν οι υπέρ- επενδύσεις με τις αμοιβές των 500 euro τα μόνα που δεν με φοβίζουν είναι τα δημοψηφίσματα και η επιστροφή (που δεν θα έρθει) στη δραχμή.

Και κάπου εδώ έρχεται η συμβολή της ποίησης που πάντα θα ταιριάζει στη σήψη των ανθρώπων και των καιρών μας:

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω

Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω

Ποίημα, “Κι ήθελε ακόμη”, 1973, Μανόλης Αναγνωστάκης (10 Μαρτίου 1925- 23 Ιουνίου 2005).

Σχόλια