Το όνομα του Αλφόνσο Ενρίκες δε Λίμα Μπαρέτο είναι συνδεδεμένο τόσο με την ιστορική εποχή της Βραζιλίας που ονομάζεται « Παλαιά Δημοκρατία », όσο και με το βραζιλιάνικο λογοτεχνικό πρε-μοντερνισμό. Ο Λίμα Μπαρέτο, όπως είναι το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός, γεννήθηκε το 1881 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, όπου μεγάλωσε, φοίτησε και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έγινε γνωστός το 1905 με τη σειρά άρθρων του Correio da Manha και το 1911 ίδρυσε το περιοδικό Floreal. Βέβαια, ο Μπαρέτο έμεινε στην ιστορία κυρίως χάρη στο λογοτεχνικό έργο του, το οποίο αποτελεί μία κριτική της βραζιλιάνικης κοινωνίας της εποχής της Παλαιάς Δημοκρατίας (1889 – 1930). Το αριστούργημά του, Το θλιβερό τέλος του Πολικάρπο Κουαρέσμα, που δημοσιεύτηκε το 1915, αποτελεί μία απόδειξη της λογοτεχνικής του δεξιότητας, της κριτικής σκέψης και της πολιτικής στάσης του.
Η ιστορία του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τη ζωή του Πολικάρπο Κουαρέσμα ο οποίος, όπως φανερώνει και ο τίτλος του βιβλίου, βρίσκει ένα τραγικό τέλος εξ’αιτίας των ακραίων ιδεών του. Ο Κουαρέσμα είναι ένας υπερεθνικιστής που αφιερώνει τη ζωή του στη μελέτη του βραζιλιάνικου πολιτισμού. Η αγάπη που τρέφει για την πατρίδα του μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολική, όμως παρουσιάζεται ως αθώα και ασυνείδητη. Ο Κουαρέσμα θαυμάζει τη χώρα του τόσο ως προς την φυσική της ομορφιά, όσο και ως προς την πολιτισμική. Γι’αυτόν η Βραζιλία αντιπροσωπεύει την απόλυτη, ασύγκριτη υπεροχή και είναι ικανή να γίνει η μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Παρ’όλ’αυτά, ο ακραίος αυτός θαυμασμός που τρέφει για τη χώρα του είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο καταλήγει αποκομμένος και απογοητευμένος από την κοινωνία. Θέλοντας να δραστηριοποιηθεί και ο ίδιος για την ανάδειξη της, αποφασίζει να ασχοληθεί με την πολιτική και να καταπιαστεί με την καλλιέργεια της γης. Μέσα απο αυτές τις πράξεις όμως θα έρθει αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που απέχει πολύ από το ιδανικό του. Η αδιαφορία με την οποία οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν τα θέματα της Βραζιλίας, η αναποτελεσματικότητα των καλλιεργιών του, οι κοινωνικές ανισότητες και, τέλος, ο καταδικασμός του σε θάνατο, τον καθιστούν ανίκανο να κατανοήσει τη βραζιλιάνικη πραγματικότητα.
Ο εθνικισμός, ο θετικισμός, η υποκρισία, η δύναμη των ακραίων ιδεών, η πολιτική δυσλειτουργία και η φτώχεια είναι μερικά από τα θέματα που θίγει ο Μπαρέτο, παρουσιάζοντας τα με σατυρικό τρόπο. Ο Μπαρέτο δε χρησιμοποιεί την ειρωνία ως ένα απλό μέσο έκφρασης, αλλά ως όπλο. Μέσα από την λεπτότητα του λόγου του, καταφέρνει να μιλήσει για τα « ευαίσθητα » θέματα της χώρας του, αποφέυγοντας τη λογοκρισία.
Βέβαια, παρ’όλο που στην αρχή της ιστορίας οι ήρωές του παρουσιάζονται με αστείο τρόπο, στο τέλος του βιβλίου το ύφος του συγγραφέα γίνεται όλο και πιο επιθετικό. Προφανώς, ο Μπαρέτο απορρίπτει τον τρόπο σκέψης της μέσαιας τάξης της εποχής του. Παρουσιάζει μια αρνητική εικόνα της Βραζιλίας όπου, πίσω από τον θετικισμό και τις μακρινές βλέψεις του εθνικισμού, κρύβεται η υποκρισία, το φαίνεσθαι και κυρίαρχο ρόλο έχουν οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί.
Όπως σε όλα τα έργα του, ο Μπαρέτο φαίνεται να συμπαθεί τους περιθωριοποιημένους ήρωες, εκείνους που παρεκκλίνουν από τις κοινωνικές νόρμες και ξεχωρίζουν χάρη στο διαφορετικό χαρακτήρα τους. Εξ’άλλου, ο ίδιος ο συγγραφέας διαφοροποιήθηκε μέσα από το έργο του και τον τρόπο ζωής του από τους υπόλοιπους κλασσικούς συγγραφείς της εποχής του. Απορρίπτοντας το ελιτιστικό μπαρόκ στυλ, το οποίο θεωρούνταν πιο εκλεπτυσμένο, υιοθετεί ένα λόγο απλό, καθημερινό και κατανοήτο για όλους. Αναμφίβολα, πρόκειται για μία προσπάθεια του Μπαρέτο να προσεγγίσει και να εκφράσει τις κατώτερες τάξεις και να κάνει τη λογοτεχνία προσβάσιμη για όλους.