Μία από τις μεγαλύτερες συνεισφορές της ψυχολογίας είναι η καταγραφή των μυριάδων τρόπων που συνδέουν τη σκέψη με μια χαοτική σειρά μεροληψιών. Οι έρευνες πάνω σε αυτούς τους τρόπους και τα μέσα για να καταπολεμήσουμε αυτές τις μεροληψίες έχουν καθυστερήσει, αλλά αυτό έχει αρχίσει ν’ αλλάζει. Τώρα μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο έχει αναφέρει ότι οι άνθρωποι είναι απρόσβλητοι σε δύο βασικές μεροληψίες όταν σκέφτονται στη δεύτερη, λιγότερο οικεία γλώσσα τους.
Το πρώτο μισό της έρευνας περιελάμβανε καλά εγκατεστημένες πλαισιωμένες επιδράσεις. Είχαν πει στους συμμετέχοντες ότι 600.000 άτομα κινδύνευαν από μια θανάσιμη ασθένεια. Τους παρουσίασαν την ίδια απόφαση σε διαφορετικό, όμως, πλαίσιο.
Στην πρώτη περίπτωση έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο φάρμακα:
το (α) σίγουρα θα έσωζε 200.000 ζωές έναντι του άλλου και
το (β) είχε 33,3% πιθανότητα να σώσει 600.000 ανθρώπους και 66,6% πιθανότητα να μη σώσει κανέναν.
Στη δεύτερη περίπτωση έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο φάρμακα:
το (α) δε θα έσωζε 400.000 ανθρώπους έναντι του άλλου και
το (β) είχε 33,3% πιθανότητα να μην πεθάνει κανείς και 66,6% να πεθάνουν 600.000.
Το ρίσκο σε κάθε περίπτωση είναι αισθητά το ίδιο, αλλά πολλές μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα επηρεάζονται συστηματικά από τον τρόπο που πλαισιώνονται οι επιλογές. Στην πρώτη περίπτωση, τα κέρδη του α’ προεξέχουν και οι άνθρωποι τείνουν να προτιμούν τη βεβαιότητα αυτής της επιλογής. Στη δεύτερη περίπτωση, οι απώλειες του α’ είναι πιο εμφανείς και οι άνθρωποι προτιμούν το β’ φάρμακο.
Ο Boaz Keysar και η ομάδα του έδειξε ότι όσοι μιλούσαν Αγγλικά ως μητρική γλώσσα απέδειξαν την τυπική επίδραση του πλαισίου όταν συμπλήρωσαν την άσκηση στα αγγλικά, αλλά όχι όταν συμπλήρωσαν την άσκηση στη δεύτερη ξένη γλώσσα που μαθαίνουν στην τάξη, τα Ιαπωνικά. Η ιστορία ήταν παρόμοια με όσους μιλούσαν Κορεάτικα ως μητρική τους γλώσσα – δε απέδειξαν την επίδραση του πλαισίου όταν συμπλήρωσαν την άσκηση στ’ αγγλικά. Το ίδιο συνέβη με τους Γάλλους όταν συμπλήρωσαν την άσκηση στη δεύτερη γλώσσα, τα αγγλικά. Μια επόμενη έρευνα πρόσθεσε μια τρίτη επιλογή στην άσκηση της απόφασης και επιβεβαίωσε ότι οι συμμετέχοντες δεν επέλεγαν απλά στην τύχη όταν συμπλήρωναν στην ξένη γλώσσα.
Το δεύτερο μισό της έρευνας επικεντρωνόταν στην απώλεια αποστροφής. Συνήθως επηρεαζόμαστε διπλά συναισθηματικά από απώλειες, όπως επηρεαζόμαστε θετικά από τα κέρδη ενός παρόμοιου μεγέθους. Επομένως, με μια σειρά από στοιχήματα μετά από κορώνα-γράμματα, με την πιθανότητα κέρδους 1,50 δολαρίου ή την απώλεια 1 δολαρίου, τα άτομα θα τείνουν να αποφύγουν το στοίχημα παρόλο που η ψυχρή λογική της θεωρίας των πιθανοτήτων προτείνει ότι θα κερδίσουν μακροπρόθεσμα. Ο Keysar και οι συνάδελφοί του έδωσαν 15 δολάρια μετρητά σε όσους μιλούσαν αγγλικά ως μητρική γλώσσα για να παίξουν 15 γύρους του παιχνιδιού, με την πιθανότητα να ισορροπήσουν τις νίκες και τις ήττες τους στο τέλος. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι παίκτες ήταν πολύ πιο πρόθυμοι να στοιχηματίσουν όταν έπαιζαν το παιχνίδι στη δεύτερη γλώσσα που ήξεραν, τα ισπανικά.
Οι ερευνητές δεν ήταν εντελώς σίγουροι γιατί το να μιλάς σε μια λιγότερο οικεία γλώσσα μας κάνει πιο «λογικούς», με την έννοια ότι δεν επηρεαζόμαστε από τις επιδράσεις πλαισίου ή την απώλεια αποστροφής. Ωστόσο, πιστεύουν ότι μάλλον σχετίζεται με τη δημιουργία της ψυχολογικής απόστασης, την ενθάρρυνση της συστηματικής και όχι αυτόματης σκέψης και τη μείωση της συναισθηματικής επιρροής των αποφάσεων. Αυτό σίγουρα θα ταίριαζε σε μια παλιά έρευνα που έδειξε ότι η συναισθηματική επιρροή που προκαλούν οι βρισιές, οι εκφράσεις αγάπης και οι διαφημίσεις μειώνεται όταν παρουσιάζονται σε μια λιγότερο οικεία γλώσσα.
Τα ευρήματα έχουν σημαντικούς υπαινιγμούς για τη διεθνή έρευνα ίντερνετ – τα ψυχολογικά μέτρα μπορούν να ποικίλλουν σύμφωνα με το αν οι συμμετέχοντες απαντούν στη μητρική ή στη δεύτερη γλώσσα που έμαθαν αργότερα στη ζωή τους. Πιο γενικά, οι ερευνητές λένε ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να έχουν συνέπειες ζωής. «Τα άτομα που τακτικά λαμβάνουν αποφάσεις σε μια ξένη γλώσσα απ’ ότι στη δική τους μητρική γλώσσα, μεροληπτούν λιγότερο στην αποταμίευση, στις επενδύσεις και στη σύνταξη που θα πάρουν, ως αποτέλεσμα της μειωμένες μυωπικής απώλειας αποστροφής», συμπεραίνουν. «Μακροπρόθεσμα, αυτό μπορεί να είναι πολύ ωφέλιμο».