Στην “Γιορτή της ασημαντότητας” του Μίλαν Κούντερα η ασημαντότητα κυοφορεί ακόμα και το πιο ύψιστο νόημα…
Η “Γιορτή της ασημαντότητας” του Κούντερα είναι ένα βιβλίο εντυπωσιακά δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί και ας είναι τόσο μικρό.
Τελικά τι κάνει ο γνωστός Τσέχος συγγραφέας; Στην αρχή ο αναγνώστης νομίζει πως διαβάζει ένα απλοϊκό θεατρικό έργο. Το βιβλίο ξεκινά με μία τυπική παράθεση και περιγραφή χαρακτήρων (όχι όμως εμφανισιακά). Καθώς, όμως, συνεχίζει το διάβασμα έρχεται αντιμέτωπος, ή καλύτερα συναντά, τέτοια πληθώρα σκόρπιων σκέψεων και τυχαίων προσωπικών παρατηρήσεων που αν όντως το κείμενο ήταν θεατρικό, θα άνηκε στο θέατρο του παραλόγου.
Γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να περιγράψει όσα διαβάζει στα πλαίσια ενός “σοβαρά” (έννοια με την οποία ο Κούντερα παίζει σε όλο το βιβλίο) γραμμένου βιβλίου; Ενός βιβλίου που στα πρώτα του κεφάλαια θίγεται η θέση του γυναικείου αφαλού στο πάνθεον των σεξουαλικά φορτισμένων σημείων; Ένας αφαλός, ο οποίος από σύμβολο σεξουαλικότητας γίνεται σημείο ισότητας, για να καταλήξει στη σημαία της ασημαντότητας.
Ο Κούντερα μιλά στον αναγνώστη συνέχεια, αλλά τα πάντα είναι μασκαρεμένα. Κάθε τι είναι σημείο για κάτι άλλο και το πέπλο δεν πέφτει παρά την τελευταία στιγμή. Τίποτα δεν είναι τυχαίο, ή μάλλον όλα είναι ασήμαντα, αλλά η ασημαντότητα κυοφορεί ακόμα και το πιο ύψιστο νόημα, το οποίο όμως στον πυρήνα του είναι τελείως, μα τελείως ασήμαντο. Περίεργο, αδόμητο, ιδιοφυές.
Και ο γυναικείος αφαλός δεν είναι η μόνη προσποίηση που κάνει ο Κούντερα (γιατί τι άλλο εκτός από προσποίηση είναι να μιλά για ένα σημείο και να εννοεί όλη την ανθρωπότητα;). Κανείς δεν είναι ασφαλής από το πανέξυπνο εγχείρημα του συγγραφέα. Ο ίδιος ο Ιωσήφ Στάλιν μας μιλά για πέρδικες, αλλά τελικά εξηγεί τα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Η τυχαιότητα της ύπαρξης μασκαρεύεται πίσω από μία απόπειρα αυτοκτονίας, ένα μπουκάλι αρμανιάκ είναι το σοβιετικό καθεστώς, τίποτα δεν είναι ότι φαίνεται σε αυτό το βιβλίο. Όλα είναι τυχαία αλλά τελικά καθόλου τυχαία, αλλά στην πραγματικότητα είναι τόσο μα τόσο τυχαία.
Και αν η θεματολογία φαίνεται στην αρχή μπερδεμένη και η πλοκή (Ποια πλοκή αλήθεια; Μήπως απλά ο αναγνώστης έτυχε να είναι παρείσακτος σε μία συζήτηση; Η αίσθηση αυτή τον κυνηγά καθώς διαβάζει την “γιορτή”) γενική, δεν ισχύει το ίδιο για την γραφή του Κούντερα. Ο συγγραφέας αποπλανά τον αναγνώστη μέσα σε μία ευχάριστη φλυαρία και ξαφνικά, τελείως απότομα, οι αστεϊσμοί και οι ελαφρότητες παύουν και ο Κούντερα γράφει προσφέροντας υψηλό νόημα και υψηλότερη τεχνική σε γροθιές.
Και αν κάποιος διαβάσει το άρθρο και νομίζει πως είναι προετοιμασμένος να μην ξεγελαστεί, θα δει πως δεν θα τα καταφέρει. Ο Μίλαν Κούντερα στην “Γιορτή της ασημαντότητας” κινείται πλαγίως και θα τον ξεγελάσει. “Για τι πράγμα μιλάμε στα αλήθεια” θα αναρωτιέται ο αναγνώστης και η απάντηση κάθε φορά θα έρχεται την τελευταία στιγμή όταν ο συγγραφέας μετά από όλες του τις προσποιήσεις θα τραβάει το πανί για να φανερώσει πως το τοπίο της αφήγησης ήταν στημένο εξαρχής.
Και δεν του κρατάμε κακία για αυτό. Το κάνει καταπληκτικά.