Μάνα. Τι γλυκό όνομα. Πόση αρμονία σκορπά στη φύση η ύπαρξή της και πόση θλίψη η απουσία της. Δεν υπάρχει λέξη με βαθύτερο νόημα και με πιο ουσιαστικές ρίζες στα σπλάχνα μας.

Τη βλέπω να συγυρίζει το σπίτι πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο , σαν τη μέλισσα από λουλούδι σε λουλούδι. Τα μεγάλα της μάτια αγκαλιάζουν ολόκληρο τον κόσμο κι η καρδιά της ταξιδεύει στην αγάπη. Σαν καράβι καλοτάξιδο, γεμάτο φως. Η αγκαλιά της τεράστια και πλούσια. Νομίζω πως στα χέρια της κρατά τα νήματα του κόσμου και την δική μου τύχη. Κάτι σαν την αρχή και την συντέλεια μου. Το πρωί, καθώς ανοίγω τα μάτια μου, τη βλέπω σκυμμένη στο προσκέφαλο μου, να μου χαμογελά γλυκά. Το μεσημέρι, ζεστό ακουμπά το πιάτο στο τραπέζι, όπως ζεστή είναι και η καρδιά της κι έρχεται δίπλα μου να μάθει τα νέα μου, να μου κάνει συντροφιά, να ακούσει τη σκέψη μου. Το απόγευμα θα βγει στον κήπο να ποτίσει, θα ακούσει τα αγαπημένα της κομμάτια στο ραδιόφωνο και θα πιει ήρεμη τον καφέ της.

Έτσι γεμάτη από αγάπη καθώς είναι, μας οδηγεί σωστά στο δίκαιο, μας κυβερνά στη δύσκολη ζωή σαν καπετάνιος μαθημένος στη φουρτούνα. Με στοργή κι αφοσίωση συμπαραστέκεται στον πατέρα μας και του δείχνει απεριόριστη αγάπη. Κι όταν φτάνει το βράδυ, καθόμαστε στο τραπέζι και συζητούμε όλοι. Ώρες πολλές. Κι όταν έρχεται η ώρα του ύπνου η μητέρα μας, έρχεται μας σκεπάζει, μας φιλά στο μέτωπο και μας λέει την πιο γλυκιά καληνύχτα. Σαν ίσκιος γεμάτος μύρο, σαν δροσιά βραδινή πηγαίνει για ύπνο, ανακουφισμένη ότι παραδινόμαστε ήσυχοι στον ύπνο. Όνειρα γλυκά μητέρα, όνειρα γεμάτα χρώματα και μουσικές. Αύριο πάλι, σαν ξυπνήσω θα περιμένω να δω τη γλυκιά σου μορφή να μου λέει την πιο όμορφη καλημέρα. Σ’ευχαριστώ ρε μάνα. Αύριο πάλι…

Σχόλια