Ξέκλεψα λίγο χρόνο και ήρθα να σε δω θυμάμαι. Για μέρες άκουγα αυτό το ‘Μου λείπεις’ στην άλλη άκρη της γραμμής και μια μέρα με ένα χαμόγελο, χτύπησα το κουδούνι σου. Απόγευμα ήταν, και η βροχή δεν σταματούσε. Δεν θυμάμαι τι έκανα πριν έρθω να σε δω, ούτε τι έκανα μετά. Θυμάμαι μόνο εκείνο το σκαστό απόγευμα που πέρασα μαζί σου.
Στο δωμάτιο οι τοίχοι ήταν ξεφτισμένοι και η μυρωδιά του καπνού είχε ποτίσει τον παλιό καφέ καναπέ και την κουρτίνα που κάποτε πρέπει να ήταν κόκκινη. Εγώ καθόμουν στο πάτωμα κι εσύ στο περβάζι του παραθύρου. Καθώς έστριβες ένα τσιγάρο, γύρισες και με κοίταξες μ’ αυτό το λυπημένο βλέμμα που δεν άντεχα να βλέπω. Αυτόματα γύρισα και κοίταξα αλλού. Δεν ήθελα να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί έτσι θα προσγειωνόμουν στην πραγματικότητα. Κι η πραγματικότητα με τρόμαζε. Για μένα ήταν ένα ρομαντικό απόγευμα που ξέκλεψα για να σε δω. Μα αν αφηνόμουν στο βλέμμα σου, θα διαπίστωνα πως δεν χωρούν ρομαντισμοί. Και δεν ήθελα. Δεν ήθελα.
Ξεκίνησες να μου μιλάς, κι εγώ προσπαθούσα να μην σ’ ακούω. Άκουγα τη βροχή να χτυπάει στη σκεπή, έβλεπα τον καπνό απ’ το τσιγάρο σου να στροβιλίζεται στον αέρα, κοιτούσα τη σκόνη που είχε μαζευτεί στις γωνίες και άκουγα το επίμονο τικ-τακ της βρύσης που έσταζε. Κι η φωνή σου είχε γίνει πλέον ένα ακατάληπτο βουητό…
Κάποια στιγμή το βουητό σταμάτησε και κατάλαβα πως θύμωσες με την αδιαφορία μου. Έπιασες ένα βιβλίο που είχες αφήσει πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα από μια κούπα που είχαν μείνει δυο γουλιές καφέ, έψαξες μια σελίδα κι όταν τη βρήκες ξεκίνησες να διαβάζεις σιωπηλά. Άρπαξα κι εγώ ένα περιοδικό και το ξεφύλλισα ανούσια, κοιτώντας απλά τα χρώματα. Αυτή η σιωπή ήταν αφόρητη, αποπνικτική, την ένιωθα να πιέζει επίμονα το στήθος μου. Και σκεφτόμουν ότι μου χάλασες το απόγευμα και τη ρομαντική φαντασίωση που είχα πλάσει σ’ όλο το δρόμο ως εδώ.
Έπειτα από λίγο σηκώθηκες και πήγες στο διπλανό δωμάτιο. Με γρήγορες και τσαντισμένες κινήσεις πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που άφησες και το κοίταξα. Πήγα στη σελίδα που είχες μείνει και διάβασα:
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους…
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας…
Κατερίνα Γώγου Από το ‘Ιδιώνυμο’ 1978
Άκουσα τα βήματά σου να γυρνούν στο σαλόνι και να σταματούν. Ξαφνικά μετάνιωσα που πριν δεν σε άκουγα όταν μιλούσες. Ντράπηκα για την αφέλειά μου και για τον άκρατο εγωισμό μου.
Σήκωσα το κεφάλι μου και σε κοίταξα στα μάτια.