Σαν σήμερα, 21η Απριλίου, πριν 48 χρόνια εγκαθιδρύθηκε από την Χούντα των συνταγματαρχών καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας. Πρόκειται για μια επταετία, η οποία έπληξε δριμύτατα τον ελληνικό λαό και αποτελεί μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Γνωστή είναι και η έκβασή της με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, την ανατροπή Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη και το τέλος της Χούντας με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Σήμερα όμως θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στον πρόδρομο της , δηλαδή την δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Πολλές, άλλωστε, από της τακτικές που εφαρμόστηκαν από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, επαναλήφθηκαν και μάλιστα με σκληρότερο τρόπο και από την Χούντα. Ο Γ.Παπαδόπουλος και ο Σ.Παττακός, άλλωστε, ήταν από την νεαρή τους ηλικία σε επαφή με τον ίδιο τον Ι.Μεταξά, τον οποίο είχαν ως εμπνευστή τους. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το μεταξικό καθεστώς αποτέλεσε ιδεολογικό προκάτοχο, έθεσε τα ερρείσματα της φασιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα, ως απαρχή της ακροδεξιάς, η οποία ακόμη και σήμερα βρίσκει υποστηρικτές. Ας εστιάσουμε, όμως, στο πως η δικτατορία Μεταξά κατάφερε να έρθει στην εξουσία, καθώς και τι έπραξε.

Η ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδος του 1920-1930, αρχικά,  είχε δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα στην ελληνική κοινωνία. Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων από την Μικρασιατική καταστροφή, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η κρίση του 1929 είναι μερικά από τα θέματα που είχαν δυσχεράνει την κοινωνική ομαλότητα. Οι οικονομικές αντιθέσεις είχαν οξυνθεί και είχαν προκαλέσει αντιδράσεις από τα χαμηλότερα στρώματα. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η εκτελεστική εξουσία και να γίνει πιο συγκεντρωτική προς την κυβέρνηση, καθώς και λόγω της οικονομικής κρίσης απαιτούνταν μεγαλύτερος κρατικός παρεμβατισμός.

Επιπλέον, με φόντο την Οκτωβριανή επανάσταση, ο φόβος εξέγερσης των λαϊκών στρωμάτων ήταν έκδηλος, κι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Η απάντηση, βέβαια, που δόθηκε από τις κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη ήταν η στρατικοποίηση και η φασιστοποίηση των κοινωνιών, όπως στην Ιταλία το 1922 και στην Γερμανία το 1933. Η Ελλάδα δεν βγήκε εκτός αυτού του φαύλου κύκλου, όπως γνωρίζουμε, αφού την 4η Αυγούστου του 1936 επεβλήθη στρατιωτική δικτατορία από τον Ιωάννη Μεταξά. Ποιές ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν την εγκαθίδρυση του δικτατορικού καθεστώτος, όμως;

Πρέπει να αναφερθεί, πως, ότι ο Μεταξάς είχε αναλάβει την εξουσία πριν επιβάλλει το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου. Κατόπιν του νοθευμένου δημοψηφίσματος το 1935 που επανέφερε την μοναρχία, διεξήχθησαν εκλογές το 1936. Έπειτα ο βασιλιάς έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον I.Δεμερτζή, και αφού ο δεύτερος απεβίωσε, αρχηγός της κυβέρνησης ανέλαβε ο Ι.Μεταξάς. Η Βουλή αργότερα θα παραιτηθεί και με ψήφισμά της διέκοψε τις εργασίες της για πέντε μήνες εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να αναλάβει τα καθήκοντά της. Η κυβέρνηση αυτή είχε τον απόλυτο νομοθετικό έλεγχο και νομοθετούσε κυρίως μέσω νομοθετικών διαταγμάτων. Μέχρι και την επιβολή της δικτατορίας, είχαν ήδη καταργηθεί  πολλές ελευθερίες. Στις 4 Αυγούστου 1936, όμως, υπό τις ευλογίες του θρόνου, ανεστάλη η λειτουργία του συντάγματος και εγκαθιδρύθηκε δικτατορία.

Ο Μεταξάς είχε ταχθεί πολλές φορές ενάντια στην αστικού τύπου δημοκρατία, στην ελεύθερη αγορά και στον κοινοβουλευτισμό. Θεωρούσε πως η αστική δημοκρατία είναι γέννημα του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού και πως εξυπηρετεί τα συμφέροντα των προνομιούχων και όχι στων ασθενέστερων τάξεων. Επ’ ουδενί, όμως, ήταν υπέρ του σοσιαλισμού, καθώς το μίσος του για τον κομμουνισμό ήταν εφάμιλλο με αυτό του φιλελευθερισμού. Όντας οπαδός το πρωσικού μιλιταρισμού και του αριστοκρατικού σοσιαλισμού, πίστευε σε ένα κράτος με συγκεντρωτική εξουσία, το οποίο θα επεδίωκε την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Η παραχώρηση της ατομικής ελευθερίας στο όνομα του συνόλου αποτελούσε υποχρέωση.

Οραματίζονταν το ‘’νέο κράτος’’, όπως το ονόμαζε, ή αλλιώς τον ‘’Γ’ ελληνικό πολιτισμό’’ (ως Α’ όριζε την αρχαιότητα και ως Β’ την βυζαντινή εποχή). Το νέο, αυτό, κράτος ήταν ένα κράτος αυταρχικό, του οποίου η κυβέρνηση δρούσε έξω από οποιοδήποτε νομικό περιορισμό. Για να νομιμοποιήσει την εξουσία του, όμως, προς τον λαό, ο ίδιος διατήρησε τον τίτλο του πρωθυπουργού και ανώτατος άρχοντας του κράτος ήταν ο βασιλιάς. Κατ’ ουσίαν, πάντως, τον πλήρη έλεγχο κατείχε ο ίδιος, έχοντας, βέβαια, στενή συνεργασία με το παλάτι. Η προσωπολατρεία, ακόμη, προς το πρόσωπο του Μεταξά θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτή του Μπ.Μουσολίνι ή του Α.Χίτλερ.

Στο νέο κράτος, ακόμη, πρωταρχικό ρόλο κατείχε η ιδέα του έθνους, η οποία αντιμετωπίζεται ως μια έννοια υπερβατική. Εκφραστής του έθνους ήταν η συγκεντρωτική εξουσία και όποιος την αντιμάχονταν ή την αμφισβητούσε θεωρούταν αυτομάτως προδότης της πατρίδας. Το εθνικό, δηλαδή το συλλογικό, συμφέρον ήταν πάνω από το ατομικό. Η επίκληση αυτή λοιπόν, ήταν το πρόσχημα του Μεταξά για να αναστείλει θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα. Στο πλαίσιο, φυσικά, του κοινού συμφέροντος έθετε και την δημόσια τάξη και γαλήνη. Οποιοδήποτε αντισυστημικό στοιχείο που έδειχνε ανυπακοή στις δημόσιες αρχές και υπέπιπτε στην αντίληψη του καθεστώτος διώκονταν και εκτοπίζονταν, έστω και προληπτικά.

Ο Ι.Μεταξάς εγκαθίδρυσε στρατιωτική δικτατορία με το πρόσχημα του κινδύνου εσωτερικών αναταραχών. Σε ποιές εσωτερικές αναταραχές αναφερόταν, όμως; Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, που καθ’ όλη την διάρκεια της κυβέρνησης Μεταξά, ασκούσε σφοδρή κριτική και μαχόταν εναντίον του, είχε καλέσει σε  γενική εικοσιτετράωρη  πανελλαδική απεργία στις 5 Αυγούστου του 1936 τα όλα τα συνδικάτα. Αυτή, ήταν, όμως η αφορμή για τον Μεταξά, ο οποίος προφασιζόμενος τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την ανάγκη για κοινωνική ευταξία, την προηγούμενη κιόλας μέρα έκανε πραξικόπημα. Το γεγονός που είχε προηγηθεί και είχε θορυβήσει τον Μεταξά ήταν  οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος τον Μάιο του 1936, με αποκορύφωμα την 9η Μαΐου στην Θεσσαλονίκη, στην απεργία των  καπνεργατών, όπου η καταστολή είχε αιματηρή κατάληξη και πολλά θύματα, δηλαδή 12 νεκρούς και 300 τραυματίες. Υπό τον φόβο εκδήλωσης αντίστοιχης εξέγερσης, συγκάλεσε υπουργικό συμβούλιο άμεσα και επιτάχυνε τις διαδικασίες προκειμένου να επιβάλλει στρατιωτικό καθεστώς.

Η κυβέρνηση Μεταξά προσπάθησε να πατάξει παντός είδους αμφισβήτηση προς εκείνη. Η άμεση κατάργηση των συνδικάτων ήταν προτεραιότητά της.  Ορισμένες σημαντικές εργατικές οργανώσεις με αντιδικτατορικό αγώνα που μπορούσαν να δράσουν μόνο κρυφά και παράνομα ήταν η Ομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων, το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, καθώς και ομάδες οδηγούμενες από το Κ.Κ.Ε . Τα συνδικάτα που μπορούσαν να λειτουργούν νόμιμα βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης μέσω αναγκαστικών νόμων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων Ελλάδος (Γ.Σ.Ε.Ε.) η οποία μεταλλάχθηκε σε Εθνική Συνομοσπονδία Εργαζομένων Ελλάδος (Ε.Σ.Ε.Ε.) την διεύθυνση και την εκπροσώπηση της οποίας αναλάμβανε ο υφυπουργός εργασίας. Επιπλέον, ο υφυπουργός είχε την δυνατότητα να επιλέξει κατά βούληση την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση, επιτρέποντας της να υπογράφει συλλογικές συμβάσεις εργασίας με τον εργοδότη . Τα συνδικάτα, λοιπόν δεν αποτελούσαν φωνή του εργαζόμενου, καθώς είχαν φασιστικοποιηθεί και τελούσαν υπό κυβερνητικό έλεγχο.

Πρόσθετα αντιλαϊκά και αντιεργατικά μέτρα που έλαβε η δικτατορία του Μεταξά ήταν  ο θεσμός της αναγκαστικής διαιτησίας, η απαγόρευση των απεργιών και η κατάργηση της αργίας της Κυριακής, καθώς το ημερομίσθιο της Κυριακής δινόταν στο κράτος για την ‘’Εθνική άμυνα’’ . Οι εργαζόμενοι, όμως είχαν φιμωθεί και πλέον έμεναν άπραγοι απέναντι στην απολυταρχική τακτική της δικτατορίας. Το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας, βέβαια, μεριμνούσε στο να καταστέλλει όσες κινητοποιήσεις σχεδιάζονταν με κάθε, είτε θεμιτό, είτε αθέμιτο, μέσο. Οι συνδικαλιστές αντιμετωπίζονταν όπως και οι κομμουνιστές, δηλαδή ως αντιφρονούντες προς το καθεστώς και διώκονταν ή εκτοπίζονταν, και μάλιστα με επιβαρυμένη ποινή. Η διάδοση συναφών ιδεών και ο  προσηλυτισμός, η διανομή προκηρύξεων ή η παρακίνηση εργατών για παντός είδους αντίδραση είναι μερικές ενέργειες που υπόκειτο στην διάταξη του ιδιώνυμου εγκλήματος.

Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου έχει ως έναν από τους βασικότερους στόχους της, την πάταξη του κομμουνισμού. Αυτό ήταν, μάλιστα και το πρόσχημα που επικαλέστηκε ο Μεταξάς για την επιβολή της δικτατορίας. Η δίωξη του κομμουνισμού υπήρξε σφοδρή και στο στόχαστρο βρέθηκε το Κ.Κ.Ε. Το Κ.Κ.Ε., άλλωστε, ήταν εξ’ αρχής αντίθετο για την κυβέρνηση Μεταξά, τον οποίο θεωρούσε πολέμιο της δημοκρατίας και των συμφερόντων του λαού. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος εκείνη την περίοδο, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και τη διάδοση ριζοσπαστικών και αριστερών ιδεολογιών σε όλη την Ευρώπη, πρόσφεραν γόνιμο έδαφος για την εξάπλωση του κομμουνισμού και στην Ελλάδα. Οι κινητοποιήσεις που θορύβησαν το καθεστώς ήταν υποκινούμενες από το Κ.Κ.Ε. και γι αυτόν ακριβώς το λόγο το καθεστώς επεδίωκε την εξαφάνισή του.  Την επαύριο κιόλας, που το καθεστώς ανέλαβε την εξουσία, έκλεισε την εφημερίδα του Κ.Κ.Ε. ‘’Ριζοσπάστης’’ και συνέλαβε μέλη του κόμματος. Μέχρι και το 1938, η ηγεσία του κόμματος είχε αποψιλωθεί και ελάχιστα πλέον μέλη παρέμειναν ελεύθερα. Η δίωξη του κόμματος συνεχίστηκε καθ’ όλη την διάρκεια της δικτατορίας. Το ‘’ιδιώνυμο’’ αντικαταστήθηκε από σκληρότερα μέτρα κατά του κομμουνισμού.

Ο ανηλεής αντικομμουνιστικός αγώνας του καθεστώτος είχε ως αφετηρία τον εκτοπισμό των αντισυστημικών στοιχείων που έθεταν σε κίνδυνο την δημόσια ασφάλεια. Με αποφάσεις των επιτροπών δημόσιας ασφαλείας και του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης, η παλιά φυλακή της Ακροναυπλίας ορίστηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης. Προφασίζονταν πως εκεί οι εκτοπισμένοι θα κατηχηθούν και θα ζούσαν υπό καθεστώς στρατιωτικής πειθαρχίας έτσι ώστε να σωφρονιστούν. Στην ουσία , όμως, οι κρατούμενοι βασανίζονταν με βάναυσες και αποτρόπαιες βιαιοπραγίες, όπως με ρετσινόλαδο, πάγο, φάλαγγα, ευνουχισμό ακόμα και πετάλωμα. Ο Μεταξάς, άλλωστε, είχε στείλει ορισμένα κορυφαία στελέχη της Ασφάλειας στην αστυνομία της Ναζιστικής Γερμανίας, την Γκεστάπο, έτσι ώστε να εκπαιδευτούν στις μεθόδους για τη δίωξη και αντιμετώπιση του Κομμουνισμού. Το μέτρο, αυτό, είχε κυρίως προληπτικό χαρακτήρα. Βρίσκονταν, επιπλέον, πολλοί φυλακισμένοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας, της Κέρκυρας, της Πύλου, της Αίγινας, Αβέρωφ, Συγγρού, Επταπυργίου. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1929 και 1937 εκτοπίστηκαν 3.000 άτομα με βάση το Ιδιώνυμο και άλλα 1.000-5.000 με βάση διάφορους άλλους νόμους του μεταξικού καθεστώτος.

Η δικτατορία, όμως δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτά τα μέτρα. Δεκάδες παραμεθόριες περιοχές και νησιά γέμισαν από πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους. Υπολογίζεται ότι οι εξόριστοι αυτή την περίοδο ξεπέρασαν τους 5.000. Μερικά παραδείγματα από τα μέρη αυτά ήταν η Μακρόνησος, η Γυάρος , η Ανάφη , η Ικαρία και  ο Άη Στράτης. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, το 1940, υπήρχαν στην Ελλάδα 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι, οι οποίοι παραδόθηκαν στο χιτλερικό καθεστώς.

Τα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ,ακόμη, ήταν κρατικό έγγραφο το οποίο εκδιδόταν από το Υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας ή τον Στρατό. Εφαρμόστηκαν πρώτη φορά το 1938 . Τα πιστοποιητικά, αυτά, βεβαίωναν ότι κάποιος πολίτης δεν είχε φιλοκομμουνιστικές ιδέες. Χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πρόσληψη σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με μεγάλο κεφάλαιο ή διορισμός στον δημόσιο τομέα. Στο στόχαστρο επιπλέον, εκτός από τους κομμουνιστές, βρέθηκαν άτομα με ριζοσπαστικές και φιλελεύθερες ιδέες . Το πεδίο του αποκλεισμού δεν αφορούσε μόνο μεμονωμένα άτομα, αλλά και τις οικογένειες αυτών. Δεδομένου ότι η εφαρμογή των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων τέθηκε σε ισχύ πρώτη φορά στις εισαγωγικές εξετάσεις Παιδαγωγικών Ακαδημιών, είναι προφανές πως το μέτρο αυτό στόχευε στις οικογένειες κι όχι τόσο στους ίδιους τους μαθητές, οι οποίοι σε ηλικία 18 ετών θα ήταν αναμενόμενο να μην έχουν κατασταλάξει στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων αποσκοπούσαν, ακόμη, στον έλεγχο της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης αλλά και στην κατευθυνόμενη και επιλεκτική εκπαίδευση.

Οι δηλώσεις μετανοίας αποτελούσαν ένα επιπρόσθετο μέτρο καταπολέμησης του κομμουνισμού. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Δικαιοσύνης και το υφυπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας είχαν την δυνατότητα απόλυσης πολιτικών κρατουμένων , εφ’ όσον έχει εκτιθεί το 1/3 της ποινής. Οι πολιτικοί κρατούμενοι έπρεπε να αποκυρήξουν εγγράφως την ιδεολογία τους και τις συναφείς της ενέργειες, καθώς και να δηλώσουν πως θα απέχουν από οποιαδήποτε σχετική δραστηριότητα. Στην πράξη, όμως, οι δηλώσεις μετανοίας χρησιμοποιήθηκαν με πολύ πιο διαδεδομένο τρόπο απ’ ότι προβλεπόταν. Η δικτατορία χρησιμοποίησε τις δηλώσεις μετανοίας ακόμη για την παροχή στοιχειωδών δημοσίων εγγράφων και φυσικά για την έκδοση πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων.

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στο πλαίσιο της γενικότερης αναστολής των δημοκρατικών ελευθεριών, έδωσε προτεραιότητα στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και στην φίμωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Η λογοκρισία ήταν μια καθεστωτική τακτική που αποσκοπούσε στον απόλυτο έλεγχο του τύπου αλλά και της κοινής γνώμης. Ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς, μάλιστα, ήταν αρμόδιος για τα θέματα λογοκρισίας , τα οποία είχε υπό την εποπτεία του . Διέκρινε την προληπτική από την κατασταλτική λογοκρισία και κύριο μέλημα του ήταν η επιβολή της πρώτης.  Είναι φανερό, λοιπόν, πως το καθεστώς ήθελε να έχει υπό τον πλήρη έλεγχό του την διάδοση της πληροφορίας. Προσπαθούσε με κάθε μέσο να χειραγωγήσει και να κατευθύνει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έτσι ώστε να ασκήσει προπαγάνδα και να επηρεάσει την μάζα.

Ακολουθώντας πιστά της τακτικές του Χίτλερ, προχώρησε στην καταστροφή βιβλίων, στα οποία διατυπώνονταν προοδευτικές ιδέες. Από τους πρώτους κιόλας μήνες της δικτατορίας, κατασχέθηκαν σπίτια ή βιβλιοπωλεία και καταστράφηκαν όσα βιβλία και κείμενα θεωρούνταν επικίνδυνα ως προς το καθεστώς. Βιβλία, λοιπόν, θεμελιωτών του κομμουνισμού, όπως του Κ.Μαρξ ή του Β.Λένιν οδηγήθηκαν άμεσα στην πυρά. Πολλοί, ακόμη, συγγραφείς συμπεριλήφθησαν σε αυτή την λίστα, για παράδειγμα ο Λ.Τολστόι, ο Φ.Ντοστογιέβσκι, ο Σ.Φρόυντ και ο Κ.Δαρβίνος. Φυσικά, Έλληνες συγγραφείς δεν έλειπαν από  την απαγορευμένη λίστα , όπως ο Ν.Καζατζάκης . Οξύμωρο είναι, ακόμη, πως, παρά την αρχαιολατρεία που διακατείχε το καθεστώς, και κείμενα αρχαίων συγγραφέων, δηλαδή του Σοφοκλή , του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη κατέληξαν στις φλόγες.

Στον αντίποδα, η κυβέρνηση προσπάθησε , βέβαια, να αντισταθμίσει τον περιορισμό των ελευθεριών μέσω κοινωνικών παροχών . Δημιούργησε , συγκεκριμένα το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το σύστημα της κρατικής πρόνοιας, θέσπισε υποχρεωτική την άδεια μετ’ αποδοχών, καθώς και το 8ωρό εργασίας. Αυτά ήταν ορισμένα μέτρα που έλαβε το καθεστώς για να κατευνάσει μια επερχόμενη λαϊκή έκρηξη, αλλά και για να καταφέρει να οικοδομήσει λαϊκό έρεισμα προκειμένου να αποτελεί νομιμοποιημένη εξουσία. Φυσικά και η παροχή των δικαιωμάτων αυτών , δεν αποσκοπούσε στην φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας, αλλά αντιθέτως στην υποταγή της. Ένα δικτατορικό καθεστώς, άλλωστε, σαν και αυτό του Μεταξά στοχεύει στην καθυπόταξη και υποδούλωση του λαού, όπως , αντίστοιχα, και αναλόγων ιδεολογιών καθεστώτα στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Στη ιστορία φαίνεται ότι τα γεγονότα αυτά επαναλήφθηκαν, αφού η 4η Αυγούστου αποτελεί πρόδρομο για την αναστολή ελευθεριών κατά την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα, αλλά κυρίως για την Χούντα των συνταγματαρχών. Τα κοινά, άλλωστε, ανάμεσα στις δυο δικτατορίες είναι προφανή και η σχέση τους αλληλένδετη. Το πιο θλιβερό, τέλος, όμως είναι πως η Ελλάδα φαίνεται πως δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Έχοντας βιώσει δυο δικτατορίες, εξακολουθεί να ενισχύει ακροδεξιά και φασιστικά κόμματα, με πρόσχημα την ανέχεια και την κρίση της εποχής. Το ίδιο, όμως , είχε συμβεί και στις προαναφερόμενες δικτατορίες. Είναι γνωστό, άλλωστε , πως οι κρίσεις γεννούν τον φασισμό. Ελπίζουμε, όμως, πως σήμερα η Ελλάδα δεν θα επιτρέψει την αναγέννησή του.

 

 

 

Σχόλια