Το Ουρλιαχτό και το κίνημα των Beat
Το κίνημα των beatnicks έγινε γνωστό με τον πιο όμορφο τρόπο που θα μπορούσε να γίνει γνωστό ένα λογοτεχνικό κίνημα: σαν βόμβα. Μία συνειδητή ανανέωση του αμερικάνικου λογοτεχνικού λόγου εν καιρώ ιδεολογικής ήττας και ψυχολογικού αδιεξόδου, μία νέα φόρμα, πλήρως απελευθερωμένη από το κατεστημένο της γραφής, αλλά την ίδια στιγμή οπλισμένη με ξεκάθαρο σκοπό και συγκεκριμένη τεχνική. Το κίνημα των beats δεν ήταν απλά μία ομάδα απομακρυσμένων από την κοινωνία φιλήδονων τοξικομανών. Ήταν μία ομάδα λογοτεχνών που εναντιώθηκαν στο φορμαλισμό που επικρατούσε, υποστήριξαν την ελευθέρωση του πνεύματος και του σώματος, τάχθηκαν κατά του μιλιταρισμού, “που προσπάθησαν να ακυρώσουν το στημένο παιχνίδι της ποίησης αλλά και της ζωής” (Γιάννης Λειβαδάς, εισαγωγή στην έκδοση του ποιήματος από της εκδόσεις Ηριδανός)
Ο προφήτης των beat ήταν ο Άλαν Γκίνσμπεργκ και το μανιφέστο της γενιάς τους ήταν το “Ουρλιαχτό” που έγραψε το 1955.
Το κείμενο του Γκίνσμπεργκ καθαρά από τεχνικής άποψης έχει δύο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά, απλές εκφράσεις και μακροπερίοδο λόγο. Το πρώτο σαν αποτέλεσμα δικής του πεποίθησης, πως η ποίηση γράφεται με γνώμονα την ακουστική ισορροπία και την καθημερινή ομιλία. Το δεύτερο σαν αποτέλεσμα της επιρροής του Κέρουακ και του δικού του τρόπου γραφής. Ειδικά για τον μακροπερίοδο λόγο χρησιμοποιείται ο όρος “Μποπ Προσωδία” αλλά με την έννοια της τεχνικής και όχι της ιδιοσυγκρασίας εκείνου που απαγγέλει (μιας και είναι διάσημες οι απαγγελίες του Γκίνσμπεργκ για το συγκεκριμένο έργο). Και πως θα γίνονταν άλλωστε να μην ήταν συνειδητή επιλογή; Η προσωδία, ο τονισμός και ο επιτονισμός κατά την απαγγελία να μην παντρεύονται σε μία ιδιαίτερη έκφρασή τους με αυτό που θα ονόμαζε άλλωστε ολόκληρη την ομάδα του Κέρουακ, τον ρυθμό (beat).
Το παραπάνω κάνει ίσως μία νύξη σε κάτι που δεν είναι απαραίτητα κατανοητό με την πρώτη. Το “Ουρλιαχτό” είναι σαφώς το μανιφέστο των beat, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ακόμα και αν παραβλέψουμε την αξία του σαν φως που πέφτει πάνω σε μία ομάδα τόσο ιδιαίτερων λογοτεχνών, εξακολουθούμε να έχουμε ένα σπουδαίο έργο, όπου η χειμαρρώδης γλώσσα και η ανάγκη για απόλυτη και αμόλυντη έκφραση συναντούν το παράλογο, τη φαντασία και το καθημερινό, σε αυτό που ο ίδιος ο Γκίνσμπεργκ ονόμασε “Αδιαχώριστη συνείδηση“.
Βέβαια αν και το έργο έχει απόλυτα σαφή σκοπό, η σύλληψη ήταν από κάποιες απόψεις ένα όργιο έμπνευσης, μιας και τουλάχιστον το πρώτο (και ίσως πιο γνωστό) μέρος του ποιήματος γράφτηκε κατά βάση με τη μία από τον ποιητή. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Γκίνσμπεργκ “δεν ένιωθα πως γράφω ένα ποίημα, αλλά πως τελείως ελεύθερος έγραφα για τη ζωή μου, για τα μυστικά μου μέχρι τώρα… με αδέξια βήματα σαν του Τσάπλιν και μακρόπνοους αυτοσχεδιασμούς σαξοφωνίστα”.
Και η μουσική, ή η μουσικότητα είναι έννοιες στενά δεμένες με το “Ουρλιαχτό”. Ακούγοντας κανείς την απαγγελία του Γκίνσμπεργκ έρχεται αντιμέτωπος με έναν σταθερό ρυθμό, ξεκάθαρο και δυνατό που ίσως να διαφεύγει στον αναγνώστη που θα πιάσει στα χέρια του για πρώτη φορά το κείμενο.
Είδα τά καλύτερα μυαλά τής γενιάς μου χαλασμένα απ’ τηντρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,νά σέρνονται μέσ’ απ’ τούς νέγρικους δρόμους τήν αυγή γυ-ρεύοντας μιά φλογισμένη δόση,χίπστερς αγγελοκέφαλοι πού καίγονταν γιά τόν αρχαίο επου-ράνιο δεσμό μέ τό αστρικό δυναμό στή μηχανή τής νύχτας,φτωχοί καί κουρελήδες μέ βαθουλωμένα μάτια, πού φτιαγμέ-νοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στό υπερφυσικό σκοτάδι πα-γωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τίς κορ-φές τών πόλεων αφοσιωμένοι στήν τζάζ[..]
Ή πιο μετά στο ποίημα:
[…]Ποιά σφίγγα τσιμέντου καί αλουμίνιου έσπασε τά κρανία τουςκαί καταβρόχθισε τά μυαλά καί τή φαντασία τους;
Μολώχ ! Μοναξιά ! Βρομιά ! ’Ασχήμια ! Σκουπιδοτενεκέδεςκι απρόσιτα δολάρια ! Παιδιά πού τσιρίζουν κάτω άπ’ τίςσκάλες ! ’Αγόρια πού κλαΐνε μ’ αναφιλητά στούς στρατούς !Γέροι πού κλαψουρίζουν στα πάρκα !
Μολώχ ! Μολώχ ! Εφιάλτης τού Μολώχ ! Μολώχ ό χωρίςαγάπη καμιά ! Μολώχ τού μυαλού ! Μολώχ ό στυγνός κρι-τής τών άνθρώπων !
Μολώχ η ακατανόητη φυλακή ! Μολώχ τό νεκροκέφαλο άψυχοκάτεργο καί Κογκρέσο τών θλίψεων ! Μολώχ τών κτιρίωντής κρίσεως ! Μολώχ ό θεόρατος λίθος τού πολέμου ! Μο-λώχ οί αποσβολωμένες κυβερνήσεις !Μολώχ μέ τ’ ατόφιο μυαλό μηχανής ! Μολώχ πού στίς φλέβεςσου τρέχει ρευστό ! Μολώχ μέ τά δάχτυλα δέκα στρατιών.Μολώχ μέ άνθρωποφάγο στήθος δυναμό ! Μολώχ μέ τ’ αύτιπού καπνίζει σαν τάφος ![…]
(Όπου Μολώχ: θεός των αρχαίων Μωαβιτών που λατρεύονταν με θυσίες παιδιών στην πυρά.)
[…]πού εξαφανίστηκαν στά ηφαίστεια τού Μεξικού αφήνοντας
πίσω τους τίποτ’ άλλο πέρα από τή σκιά τών μπλουτζήνςκαί τή λάβα καί τή στάχτη τής ποιήσης σκορπισμένη στότζάκι Σικάγο,πού ξαναφάνηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας τό F.B.I μέγενειάδες καί σόρτς μέ μεγάλα πασιφιστικά μάτια σέξυκαί λιοκαμένοι μοιράζοντας ακατανόητα φυλλάδια,πού έκαναν τρύπες από τσιγάρο στά μπράτσα τους διαμαρτυ-ρόμενοι γιά τή ναρκωτική καταχνιά τού ταμπάκου τού Κα-πιταλισμού,πού μοιράσανε Υπερκομμουνιστικά φυλλάδια στή ΓιούνιονΣκουαίαρ κλαίγοντας καί βγάζοντας τά ρούχα τους ενώ οισειρήνες τού Λός Άλαμος τούς κυνηγούσαν στριγκλίζοντας,τήν Ουώλ Στρήτ κατεβαίνοντας στριγκλίζοντας , κι ενώ τόφέρρυ γιά τό Στάτεν στρίγκλιζε επίσης,πού έσπασαν κλαίγοντας σέ λευκά γυμναστήρια γυμνοί καίτρέμοντας μπροστά στίς μηχανές άλλων σκελετών[…]