Ένα από τα πιο γνωστά, αγαπητά και δυνατά έργα της λογοτεχνίας της ταραχώδους δεκαετίας του 1960, η ιστορία της Scout αγγίζει θέματα όπως ο ρατσισμός και η εμπάθεια χωρίς να λείπει το χιούμορ και η απλότητα.
Το βιβλίο μας μεταφέρει σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα τη εποχή της οικονομικής ύφεσης του 1929. Ηρωίδα είναι η εξάχρονη Scout Finch που μένει με τον αδελφό της, Jem, και τον χήρο πατέρα της, Atticus, που είναι δικηγόρος. Τα παιδία, μαζί με τον Dill που επισκέπτεται τα καλοκαίρια τη θεία του στο διπλανό σπίτι, περνούν τον καιρό τους παραμονεύοντας τον ερημίτη γείτονα τους “Boo” Radley, του οποίου ο περίεργος και μοναχικός χαρακτήρας τους τρομάζει και τους εξιτάρει τη φαντασία ταυτόχρονα. Ο Atticus αναλαμβάνει παρά την διαμαρτυρία των πολιτών την υπεράσπιση ενός μαύρου εργάτη, του Tom Robinson, που κατηγορείται για το βιασμό μια λευκής κοπέλας από μια πάμφτωχη οικογένεια, της Mayella Ewell. Η ένταση που επικρατεί κατά του Atticus και του Tom κορυφώνεται στη δίκη όταν ο δικηγόρος αποδεικνύει ότι ο βίαιος και αλκοολικός πατέρας της κοπέλας Bob Ewell την ανάγκασε να πει ψέματα όταν την είδε να προσπαθεί να ξελογιάσει τον Tom. Παρά τις αποδείξεις για την αθωότητά του, το δικαστήριο καταδικάζει τον Tom και στην προσπάθειά του να δραπετεύσει σκοτώνεται. Ο Bob Ewell όμως εξευτελίστηκε από τον Atticus στη δίκη και παρενοχλεί συνεχώς την οικογένεια για να πάρει εκδίκηση. Ώσπου μια νύχτα επιτίθεται στον Jem και τη Scout ενώ γυρίζουν σπίτι αλλά ένας μυστηριώδης άντρα τους σώζει, κουβαλάει τον χτυπημένο Jem σπίτι και η Scout καταλαβαίνει ότι είναι ο Boo Radley. Στο τέλος της ιστορίας, η Scout σκέφτεται για τη ζωή από την οπτική γωνία του Boo και μετανιώνει που δεν του ξεπλήρωσε ποτέ τα δωράκια που τους είχε αφήσει.
“..Και την άκουσα να λέει πως είναι καιρός να τους δώσει (στους νέγρους) κάποιος ένα καλό μάθημα, ότι έχουν παραπάρει τα μυαλά τους αέρα, και σε λιγάκι θ’αρχίσουν να νομίζουν ότι μπορούν να μας παντρεύονται κιόλας. Τζεμ, πως γίνεται να μισούν τον Χίτλερ και από την άλλη να ΄ναι τόσο κακοί με τους δικούς μας ανθρώπους, εδώ, στον ίδιο μας τον τόπο;…”
Ο αφοπλιστικός λόγος της Scout, συνοδευόμενος με την γυμνή αλήθεια που πάντα λένε τα παιδιά είναι αυτό που κάνει την απλή αυτή ιστορία τόσο συναρπαστική και αξέχαστη. Μέσα από τα μάτια της βλέπουμε τη θέση των γυναικών, τη σχέση της οικογένειας με τους διάφορους χαρακτήρες της πόλης, τις φυλετικές διακρίσεις και τον τρόπο σκέψης της εποχής. Η αθωότητα της ηλικίας της επιτρέπει να βλέπει καταστάσεις με διαφορετικά μάτια, είτε αυτό αφορά τη τυραννία της στενόμυαλης δασκάλας της, είτε τη συμπόνια που νιώθει για τη Myella Ewell αφού καταλαβαίνει ότι η κοπέλα είναι θύμα της βίαιης οικογένειάς της, όπως ακριβώς και ο Tom είναι θύμα του ρατσισμού. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές είναι παιδιά δίνει την ευκαιρία για ατάκες που προκαλούν γέλιο αλλά και μια εναλλακτική ματιά στα γεγονότα της εποχής. “Θαρρώ πως θα γίνω κλόουν άμα μεγαλώσω”, είπε ο Ντιλ. Ο Τζεμ κι εγώ μείναμε κόκαλο. “Μάλιστα, κύριοι, κλόουν θα γίνω”, είπε .”Το μόνο που μπορώ να κάνω με τον κόσμο, τέτοιος που ‘ναι, είναι να γελάω, οπότε θα πάω στο τσίρκο και θα γελάω ολημερίς μέχρι σκασμού”. Ίσως η απλή γλώσσα και η ευθύτητα των χαρακτήρων είναι από τους λόγους που το βιβλίο διδάσκεται μέχρι σήμερα στα περισσότερα σχολεία των ΗΠΑ και όχι μόνο.
‘’Σκοτώστε όσες κίσσες θέλετε, αν μπορείτε να τις πετύχετε, αλλά να θυμάστε, είναι αμαρτία να σκοτώνεις τα κοτσύφια’’
Και γιατί είναι αμαρτία να σκοτώνουμε τα κοτσύφια; “Γιατί το μόνο που κάνουν είναι να τραγουδάνε για εμάς. Δε πειράζουν τους αγρούς, δεν φωλιάζουν στα καλαμπόκια, το μόνο που κάνουν είναι να τραγουδάνε για τη δική μας ευχαρίστηση”. Παρόλο που στην ελληνική μετάφραση το mockingbird που πράγματι τιτιβίζει υπέροχα έγινε κοτσύφι, το νόημα πίσω από το σύμβολο αυτό παραμένει το ίδιο. Τα «κοτσύφια» είναι οι αυτοί οι αθώοι, ήσυχοι άνθρωποι που ενώ δεν πειράζουν κανέναν, συχνά δέχονται βολές, κυριολεκτικά και μη, από άλλους. Άρα το κοτσύφι της ιστορίας είναι ο Tom που χάνει τη ζωή του άδικα, αλλά και ο Bu που ενώ δέχεται το φόβο της κοινότητας στο τέλος προστατεύει τα παιδιά.
«Δε θα καταλάβεις πραγματικά έναν άνθρωπο μέχρι να σκεφτείς τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία – μέχρι να βάλεις τα παπούτσια του και να περπατήσεις με αυτά»
Η συμβουλή του Atticus προς τα παιδιά του γίνεται ακόμα πιο σημαντική εάν σκεφτούμε το πότε εκδόθηκε το βιβλίο – η κοινωνική κρίση και τα κινήματα για τα δικαιώματα υπέρ της ισότητας και κατά του πολέμου της δεκαετίας του 60 άλλαξε για πάντα τη ζωή στις ΗΠΑ αλλά και στον κόσμο. Ο Atticus είναι μάλλον ο καλύτερος πατέρας στα χρονικά της λογοτεχνίας. Δεν απαιτεί από την κόρη του να συμφωνεί με τα πρότυπα της εποχής για τις γυναίκες, της μαθαίνει όχι μόνο να διαβάζει αλλά και να κρίνει, και είναι ταυτόχρονα αυστηρός και γλυκός. Η δικαιοσύνη και η συμπόνoια είναι από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του και τα δικά του λόγια είναι που κάνουν τον αναγνώστη να αισθάνεται λες και είναι πάλι παιδί και ακούει το δάσκαλό του να του μιλάει για το σωστό, τη συνύπαρξη με τους άλλους και τη ζωή.
Στο κάτω κάτω αυτή η άλλη οπτική γωνία δεν είναι από τα πιο πολύτιμα δώρα της λογοτεχνίας, που μας ταξιδεύει σε άλλες χώρες και εποχές και μας γνωρίζει κάθε λογής ανθρώπους; Η Harper Lee συνδυάζει αρμονικά τη νοσταλγία για το παρελθόν, με αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη δική της παιδική ηλικία κατά τη δύσκολη δεκαετία του ‘30, αλλά και κριτική για το παρόν, επηρεασμένη φυσικά από τα κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που πρωτοστατούσαν την εποχή εκείνη. Το βραβευμένο με Pulitzer «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» μας χαρίζει μια ματιά στη σκληρή, άδικη με παράξενα αισιόδοξη ζωή της αμερικανικής επαρχίας και μας θυμίζει ότι η αλλαγή ξεκινάει από τα φρέσκα μυαλά των παιδιών.