[…] –Είσαι άρρωστος; Ρώτησα.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του Ξαφνιασμένα.
-Σχολάσατε; Είπε μόνο.
-Τι έχεις, Αλέξη;
-Πιάσανε τον μπαμπά μου, Μέλια, οι χωροφύλακες. Τον σήκωσαν τη νύχτα από το κρεβάτι. Τον πήρανε με τις πιτζάμες. Η μαμά έφυγε να μάθει που τον πήγανε. Δεν ήθελε να με πάρει μαζί.

Στεκόμουνα ακίνητη στην πόρτα κι ένιωθα σαν να βουλιάζει, να βουλιάζει η καρδιά μου σε μια μεγάλη λύπη… Η κουζίνα του Αλέξη ήτανε υγρή και σκοτεινή, ο νεροχύτης σπασμένος κι ο Αλέξης έπινε γάλα με ψωμί σ’ ένα φλιτζάνι χωρίς χέρι. Ο παππούς έλεγε πως ο μπαμπάς του Αλέξη έγραφε πολύ πολύ όμορφα και σοφά βιβλία. Γιατί λοιπόν να τον πάρουνε, σαν κλέφτη, οι χωροφύλακες από το σπίτι του; Θυμάμαι, πέρυσι, όταν παίρνανε τον μπαμπά του Οδυσσέα, που έτρεχαν ξοπίσω του η γυναίκα του, η γριά γιαγιά και τα παιδιά του και σκλήριζαν όλοι μαζί. Μα εκείνος ψάρευε με δυναμίτη, που απαγορευότανε. Ο μπαμπάς του Αλέξη δεν έκανε τίποτα κακό, ούτε δούλευε καν, μόνο έγραφε βιβλία.
Όχι, ποτέ, μα ποτέ δεν θα γίνω συγγραφέας κι ας μη γράψω ποτέ τις χαρούμενες και λυπητερές ιστορίες που σκέφτομαι! Θα’ ναι φριχτό να σε σηκώνουν νύχτα από το κρεβάτι σου, με τις πιτζάμες, να σε σέρνουν στο δρόμο κι οι πιτζάμες να είναι ριγωτές γκρι και κόκκινες, με μεγάλα γκρίζα μπαλώματα στο παντελόνι και στους αγκώνες, όπως του μπαμπά του Αλέξη.
-Τι θα του κάνουνε, Μέλια; Έκανε ξαφνικά ο Αλέξης και ένιωσα πως ήτανε έτοιμος να κλάψει.

 

Αν ήμουν παιδί ίσως ο κόσμος να ήταν πιο απλός. Πιο ξέγνοιαστος. Πιο αγνός και πιο αληθινός. Καθετί δυσάρεστο θα το κοιτούσα κατάματα, χωρίς υπεκφυγές. Ο ενήλικος κόσμος θα ήταν κάτι παράξενο για μένα. Γιατί δεν θα μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται να στερείται η ελευθερία σου, οι μεγάλοι να είναι χωρισμένοι ουσιαστικά σε δύο στρατόπεδα, η λογοκρισία να είναι καθημερινό φαινόμενο και πως εγώ θα εγκατέλειπα σιγά-σιγά την ανεμελιά της ηλικίας μου για να μπλεχτώ σε περίεργες και πολύπλοκες καταστάσεις.

Αν ήμουν η Μέλια από το Καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη, θα απορούσα με το συμφεροντολογικό κόσμο που με περιμένει να μεγαλώσω και να γίνω κι εγώ κομμάτι του. Θα φοβόμουν το απολυταρχικό καθεστώς που σε αναγκάζει να κάνεις πράγματα που δε θες. Θα λυπόμουν για τους φίλους που υποφέρουν και κρύβονται λόγω των ‘παράνομων’ ιδεών που φέρουν. Θα έκλαιγα για τα όνειρα που είχα, και που μπροστά στα μάτια μου θα χάνονταν.
Ίσως όμως και να μην έχυνα ούτε ένα δάκρυ. Ίσως ήμουν ευγνώμων για τους ανθρώπους που ήρθαν στα συγκαλά τους κι έπαψαν να είναι υποχείριο φασιστών. Ίσως να μην είχα χάσει την ελπίδα μου για καλύτερες μέρες. Ίσως πάλι, να ήμουν περήφανη για τους φίλους που πολεμάνε παρά τις αντίξοες συνθήκες. Θα ήμουν χαρούμενη, γιατί θα ήξερα πως δεν θα ήμουν μόνη και μια μέρα θα πολεμήσω κι εγώ μαζί τους.

Διαβάζοντας το Καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη, η αθωότητα που νόμιζες πως είχες χάσει, γίνεται ξανά φίλη σου καλή. Γιατί δεν γίνεται να τα έχουμε αφήσει όλα πίσω μας, να τα έχουμε ξεχάσει και να βαδίζουμε στη ζωή γεμάτοι υπεροψία. Διαβάζοντας το Καπλάνι της βιτρίνας γίνεσαι για λίγο παιδί, και επάξια μπορείς να λες πως μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια.

Σχόλια