Δεν είναι λίγες οι φορές που λογοτεχνικοί ήρωες, κρυμμένοι στις σελίδες των αγαπημένων μας βιβλίων, μας επηρεάσαν και μας διαμόρφωσαν…
Άλλοι λογοτεχνικοί ήρωες πέρασαν αδιάφοροι, άλλους τους θυμόμαστε έντονα και τακτικά και άλλους όχι, κάποιοι μας βοήθησαν να συνειδητοποιήσουμε προτιμήσεις και ελαττώματα, να διδαχθούμε όσα δεν γνωρίσαμε στην πραγματική μας ζωή, να μισήσουμε και να λατρέψουμε χαρακτήρες, πολλές φορές με πάθος.
Ουκ ολίγες φορές οι αγαπημένοι αυτοί λογοτεχνικοί ήρωες μας κρατήσανε συντροφιά από την απόσταση των σελίδων των αγαπημένων μας μυθιστορημάτων. Όλοι, λίγο-πολύ, ασχέτως του αριθμού των βιβλίων που διαβάσαμε και αγαπήσαμε, έχουμε συναντήσει χαρακτήρες που χαράχθηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μας και συντέλεσαν στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας…
Διαβάστε ποιοί είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που επηρέασαν μερικούς από τους αρθρογράφους μας. Εσάς ποιός φανταστικός χαρακτήρας σημάδεψε την πραγματικότητά σας;
1. Σίγουρα δεν είναι μόνο αυτή στην οποία θα αναφερθώ τώρα, αλλά ήταν η πρώτη που μου ήρθε στο μυαλό: η Σοφία Σεμιόνοβνα Μαρμελάντοβα ή αλλιώς Σόνια, κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος του Φίοντορ Ντοστγιέβσκι, Έγκλημα και Τιμωρία.
Η Σοφία Σεμιόνοβνα, μια κοπέλα κοντά «δεκαοχτώ χρονώ, αδυνατούλα μα νόστιμη, με καθάρια γαλανά μάτια, υπομονετική, ευγενική, αλτρουίστρια και πάμφτωχη». Ο πατέρας της αλκοολικός, αδύναμος να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του. Η μητριά της, μισότρελη, φυματική και απελπισμένη είναι εκείνη που τη σπρώχνει χωρίς δισταγμό στην πορνεία, για να φέρνει χρήματα στο σπίτι.
Ο Ρασκόλνικοβ, της λέει «σε διάλεξα», για τους δικούς του λόγους. Σε μια ερώτηση που της κάνει, συνοψίζει τέλεια το παράδοξο μεγαλείο της Σόνιας: «πώς μπορεί να συνταιριάζεται μέσα σου αυτό το αίσχος και η ποταπότητα μαζί με τ’άλλα ανώτερα και ιερά συναισθήματα;» Είναι διεφθαρμένη; Όχι. Μάλλον είναι τρελή ή ανόητη. Σίγουρα αμαρτωλή για τον Ρασκόλνικοβ «επειδή νέκρωσε και πρόδωσε άσκοπα τον εαυτό της».
Στο πρόσωπο της Σόνιας, ο Ρασκόλνικοβ βλέπει όλον τον ανθρώπινο πόνο και τον προσκυνά. Σε αυτήν τη φιγούρα, ο μεγάλος συγγραφέας κατορθώνει να συγκεντρώσει αριστοτεχνικά την πιο μεγάλη αντίφαση της ανθρώπινης φύσης: αυτό το είδος θαυμασμού, γεννάται μέσα από τον οίκτο.
Και ακόμη, υποδεικνύει τον εν γένει αντιφατικό χαρακτήρα της ανθρώπινης υπόστασης, το πώς ο άνθρωπος δύναται να ζει με σώμα που υπαγορεύει άλλα από αυτά που κρύβει η ψυχή του, να πράττει ο ίδιος, βλέποντας όμως τον εαυτό του σαν κάποιον άλλον. Μια ανεξήγητη μίξη ενστίκτου επιβίωσης, αυτοκαταστροφής και αυτοθυσίας. Γιατί η Σόνια έχει επιλέξει αυτό που κάνει, έχει συνείδηση. Μόνο της στήριγμα, ο Θεός.
Θα μπορούσα να πω πολλά για τη Σόνια. Η φιγούρα της έχει αφήσει το αγκαθάκι της στην καρδιά μου, κυρίως γιατί με φέρνει αντιμέτωπη με το συναίσθημα του οίκτου, που δεν μπορώ ποτέ να διαχειριστώ, ιδίως όταν βαθιά μέσα μου ξέρω πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον νιώθω.
Νάνσυ Τζαλαβρά
2. Και το όνομα αυτού… Sherlock Holmes. Πρόκειται για τον ιδιότροπο, μυστηριώδη ντεντέκτιβ που δημιούργησε ο Sir Arthur Conan Doyle το 1887. Ο Sherlock μας συστήνεται μέσα από τις περιγραφές του συνεργάτη και φίλου του John Watson. Ιδιοφυής, μοναχικός, κυνικός και εθισμένος στην επίλυση μυστηρίων και στις ναρκωτικές ουσίες, με μία πρώτη ματιά, κάθε άλλο παρά ένας ήρωας υπόδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Ωστόσο, με μία καλύτερη ανάγνωση, ο Sherlock μας διδάσκει πολλά. Προσωπικά, μου έμαθε ότι οφείλω να σκέφτομαι και να εστιάζω μόνο στα σημαντικά. Μπορεί σε εκείνον να διαφεύγει ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, αλλά είναι ικανός να αναγνωρίσει τα διαφορετικά είδη χώματος, μόνο με τα μάτια, ώστε να επιλύσει μία υπόθεση.
Μου έμαθε ότι όταν αγαπάς κάτι πρέπει να το ακολουθείς πιστά και με σεβασμό. Η επίλυση μυστηρίων για εκείνον είναι επιστήμη -Detection- και όταν ο Watson δεν την αντιμετωπίζει αναλόγως, τότε τον επιπλήττει. Τέλος, ο Sherlock μου έμαθε να επιλέγω προσεχτικά τους ανθρώπους που με περιτριγυρίζουν. Δεν χρειάζομαι πολλούς αλλά ποιοτικούς. Αρκεί να είμαι ο εαυτός μου και εκείνοι θα με αποδεχτούν.
Αυτός είναι ο δικός μου, εξαιρετικός, Sherlock Holmes. Αν δεν έχετε συστηθεί ακόμα μαζί του, το «The adventures of Sherlock Holmes and others stories» είναι μία καλή ευκαιρία. Περιέχει όλες τις ιστορίες του Sir Arthur Conan Doyle σε μία προσεγμένη συλλεκτική έκδοση, γραμμένη στα αγγλικά. Μην το χάσετε.
Εύα Μπεσλέμε
3. Ο ήρωας που με σημάδεψε είναι ο Φερδινάνδος Μπαρνταμού, από το “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας” του Σελίν. Διάβασα το βιβλίο πριν λίγα χρόνια και πραγματικά έπρεπε να το ανοίξω ξανά για να θυμηθώ το όνομά του. Δεν είναι εκεί το θέμα όμως, μιας και στην κείμενη περίπτωση το όνομα εξυπηρετεί την σύμβαση, ο Φερδινάνδος θα μπορούσε να λέγονταν και κύριος Κ χωρίς να αλλάξει σε τίποτα.
Ο λόγος που με σημάδεψε σαν χαρακτήρας είναι γιατί στα μάτια μου ενσαρκώνει τον άνθρωπο. Όχι τον ιδανικό, ούτε τον τέλειο, απλά αυτό, τον “άνθρωπο”. Αυτές τις μέρες βγαίνεις έξω και δέχεσαι μία επίθεση από στολίδια και εορταστική μουσική. Και είναι καλό, αλλά είναι ψεύτικο και αυτό το ξεχνάμε. Ο άνθρωπος δεν είναι κάτι ευγενικό, όσο και αν πιέζουμε τον εαυτό μας να το καταπιεί, στριμώχνοντας την ψευδαίσθηση ανάμεσα στους κουραμπιέδες. Μία εγγενής κακία και εγωισμός κυριαρχούν μέσα του.
Και μας αρέσει να το ξεχνάμε, αλλά αυτό δεν αλλάζει πως είναι γεγονός, το βλέπουμε στις ειδήσεις των 8, εν μέσω λασπολογιών, ξεκατινιάσματος και ψεμμάτων. Ο άνθρωπος δεν είναι καλός. Πρέπει να προσπαθεί να είναι καλός και για αυτό ο Φερδινάνδος είναι σπουδαίος. Είναι σπουδαίος γιατί πολεμά σε έναν πόλεμο που του φορτώσανε, σκοτώνει εχθρούς που του κατονομάσανε και έχει γεμίσει σιχασιά για το είδος του.
Το μόνο που σκέφτεσαι είναι πως θέλει να γυρίσει πίσω και να τους φτύσει κατάμουτρα, ανοίγοντας ένα ιατρείο και ληστεύοντας την μεσαία και ανώτερη τάξη. Και όμως καταλήγει σε μία φτωχογειτονιά να βλέπει ασθενείς χωρίς να δέχεται λεφτά. Και όλο σκέφτεσαι “πού έκανα λάθος, γιατί δεν δίνω μία σε αυτόν τον τρελό κόσμο να κοιτάξω τον εαυτό μου;” και όμως συνεχίζει, και αργότερα όταν βρίσκει μία θέση καθηγητή και σκέφτεσαι “πώς βολεύτηκε; Πάλι δεν καταφέρνει να βγάλει από μέσα του το σκουλήκι της εμπάθειας”.
Μισεί τον κόσμο, αλλά τον αγαπά, και μέσα σε αυτήν την ψυχρολουσία ρεαλισμού, μπωλιάζει το όνειρο και η ευαισθησία. Γιατί τελικά το να είσαι καλός άνθρωπος δεν είναι εύκολο. Θέλει πολύ κόπο και ακόμα περισσότερη προσπάθεια. Και ακόμα και όταν το κάνεις, μεταμφιέζεται σαν κάτι τρελό και περίεργο, έτσι που δεν είσαι σίγουρος γιατί το κάνεις, μόνο πως δεν μπορείς αλλιώς.
4. Σε ένα έργο-ποταμό όπως οι Άθλιοι του Ουγκώ, ανάμεσα σε ήρωες σαν τον Γιάννη Αγιάννη και τον άσπονδο εχθρό του τον Ιαβέρη, την Φαντίνα και τον Μάριο Πομερσί, η Επωνίνη θα μπορούσε να περάσει αδιάφορη. Αν την παρατηρήσει κανείς όμως καλύτερα, η Επωνίνη, κόρη των Θεναρδιέρων, κρυφά ερωτευμένη με τον επαναστάτη Μάριο που αγαπάει άλλη, είναι πολλά περισσότερα, ένα τραγικό πρόσωπο που θυσιάζει τη ζωή του στο όνομα μιας ανανταπόδοτης αγάπης , ενσαρκώνοντας παράλληλα μια ολόκληρη χαμένη γενιά, το Παρίσι της ανέχειας και της διαφθοράς που εξεγείρεται το 1830 αναβιώνοντας τα χαμένα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης.
Την Επωνίνη την γνωρίζουμε αρχικά στο πρώτο μέρος του έργου σε παιδική ηλικία ως την κόρη των αδίστακτων πανδοχέων που κακομεταχειρίζονται την Τιτίκα, κακομαθαίνοντας τη βιολογική τους κόρη. Όταν τη βλέπουμε κάποια χρόνια αργότερα στο Παρίσι ενήλικη, η αλλαγή που έχει συντελεστεί είναι ραγδαία. Η Επωνίνη διαφοροποιείται από τους τυχοδιώκτες και εκμεταλλευτές γονείς της, δυο φιγούρες γκροτέσκες των οποίων τις σύγχρονες τακτικές επιβίωσης αποκηρύσσει, ερχόμενη σε ανοιχτή ρήξη μαζί τους.
Ταυτόχρονα είναι γέννημα της εποχής της, ζει στο περιθώριο της κοινωνίας σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, είναι κλέφτρα, χαμίνι του δρόμου, πόρνη. Ερωτεύεται τον Μάριο Πομερσί, τον νέο που τυφλός από έρωτα για την Τιτίκα αγνοεί την ύπαρξη της. Η Επωνίνη δεν αξιώνει τίποτα από το Μάριο, πεθαίνει πρόθυμα για εκείνον στα οδοφράγματα ψιθυρίζοντας “Θαρρώ πως σας αγάπησα λίγο”, ενώ τον έχει εντέλει βοηθήσει στην απόκτηση της Τιτίκας.
Το αντίπαλο δέος της, η Τιτίκα, με τις γλυκανάλατες διακηρύξεις αγάπης και τις θρησκευτικές καταβολές είναι απλά μια αστή δίχως αίσθηση της πραγματικότητας που συμμετέχει εκ του ασφαλούς σε συσσίτια φιλοστοργίας, ένα αντικείμενο προστασίας που ετεροκαθορίζεται από τον Αγιάννη και τον Πομερσί αντίστοιχα.
Η Επωνίνη όμως είναι δρών υποκείμενο, ορίζει μόνη της τη ζωή και το τέλος της και αποτελεί μέρος του επαναστατημένου κόσμου, προσωποποιώντας μαζί με τον Γαβριά, τον Ενζολωρά και τους άλλους την ματωμένη κραυγή μιας εποχής. Φτάνει λοιπόν με τη Τιτίκα. Βιβ Επονίν.
Για τους πολυδιαβασμένους Άθλιους του Ουγκώ, θα παραθέσω μόνο τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα προς επίρρωση της διαχρονικότητας του έργου: Στο σκοτεινό σημείο που βρίσκεται ο σημερινός πολιτισμός, ο άθλιος ονομάζεται άνθρωπος, που αγωνιά κάτω από όλα τα κλίματα και τα καθεστώτα, που στενάζει σ’ όλες τις γλώσσες.
Αριάδνη Πολυχρονίου
5. “Οι Δαιμονισμένοι” είναι έργο που μιλά για την επανάσταση, το κοινωνικό χάος, τον αθεϊσμό, την οικογένεια και την αναρχία. Ένα από τα αξιοθαύμαστα του βιβλίου είναι το γεγονός πως αφηγητής της ιστορίας είναι ένας πρώην σοσιαλιστής (Ντοστογιέφσκι) που πλέον έχει αποκηρύξει την επανάσταση και τώρα δηλώνει θαυμαστής του τσάρου!
Ένας από τους δαιμονισμένους πρωταγωνιστές του έργου είναι και ο μηδενιστής Πιοτρ Βερχοβένσκι, που αντιπροσωπεύει τον “κλασικό κακό”, που άπαντες θα μισήσουν θανάσιμα, όχι όμως και εγώ. Ο Βερχοβένσκι είναι ένας δαιμονισμένος άγγελος με ανώτερα κίνητρα, ένας επαναστάτης δίχως όρια, ένας αγωνιστής του χάους που επιδιώκει να δημιουργήσει έναν καινούριο κόσμο με το να ισοπεδώσει ολοσχερώς τον παλιό.
Στο πρόσωπό του συναντά κανείς την μαχητικότητα και το πάθος που διακρίνει τους περισσότερους νέους, οι οποίοι παλεύουν κόντρα στις παραδόσεις και στις προκαταλήψεις για να επιβάλουν την πολυπόθητη αλλαγή. Εντούτοις, υπάρχουν στιγμές που η πένα του Ντοστογιέφσκι μετατρέπει αυτόν τον τολμηρό νέο σ’ ένα κοινωνικό παράσιτο. Όσο περισσότερο γίνεται δέκτης των ταπεινωτικών σχολίων του Νικολάι Βσεβολόντοβιτς Σταυρόγκιν, τόσο περισσότερο θαυμάζει αυτόν που τον απαξιώνει και προσκολλάται σ’ αυτόν ωσάν ένας πιστός υπηρέτης στον κύριό του.
Ο Βερχοβένσκι απαντά στο ερώτημά του πώς ένας άνθρωπος που εμπνέει την νεολαία και είναι τόσο αδίστακτος προκειμένου να επιτύχει στους σκοπούς του, μπορεί παράλληλα να είναι δουλικός και να επιλέγει συνειδητά να ταπεινώνεται. Η αμφισημία του χαρακτήρα του τον κατατάσσει αυτομάτως στους πιο αξιοπρόσεκτους και ολοκληρωμένους ήρωες του συγγραφέα και μεταξύ των αγαπημένων μου λογοτεχνικών χαρακτήρων.
Κατερίνα Αδαμοπούλου
6. Για μένα η Άννα ,η ηρωίδα του βιβλίου «Όλα σού τα’ μαθα μα ξέχασα μια λέξη» του Δημήτρη Μπουραντά, είναι ένας τόσο ρεαλιστικός χαρακτήρας που δύσκολα κάποιος δεν θα ταυτιζόταν μαζί του. Η συμπεριφορά της, τα συναισθήματά της, οι φόβοι και οι ανησυχίες της συνιστούν σκέψεις που όλοι λίγο πολύ σε κάποια στιγμή της ζωής μας έχουμε κάνει.
Συγκεκριμένα, το βιβλίο περιγράφει τη ζωή και τη σχέση που αναπτύσσεται με τα χρόνια ανάμεσα στο Νίκο Αλεξίου, καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου και την Άννα, φοιτήτρια στο τμήμα του. Δεν πρόκειται απλώς για μια ρομαντική ιστορία αλλά για ένα κράμα ψυχολογικού και φιλοσοφικού μυθιστορήματος, μιας ιστορίας με πολλά στοιχεία απ’ τον χώρο του management και διδακτικό τόνο.
Ο Μπουραντάς έχει καταφέρει να γράψει ένα πολύ ευκολοδιάβαστο,κατανοητό μυθιστόρημα χωρίς περιττές και κουραστικές περιγραφές αλλά με αξιόλογα συμπεράσματα για τη ζωή και τα λάθη των ανθρώπων.
Ακόμα κι αν σας φανεί αρκετά τετριμμένο αξίζει να διαβάσετε ένα κομμάτι από τον πρόλογο του:
«Αν είχαμε δυο ζωές, δε θα σκεφτόμουν ποτέ να γράψω τούτο το μυθιστόρημα. Δε θα ωφελούσε ούτε εσάς ούτε εμένα. Θα ζούσαμε την πρώτη μας ζωή σαν πρόβα, σαν δοκιμή, για να μάθουμε να ζήσουμε όπως θα θέλαμε στη δεύτερη. Αν πεθαίναμε δύο φορές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τη δεύτερη θα πεθαίναμε καλύτερα από την πρώτη. Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Η ζωή μας είναι μόνο μία, και μάλιστα μικρής διάρκειας. Αυτό το θέατρο μπορούμε να το παίξουμε μόνο μία φορά. Χωρίς πρόβα, χωρίς δοκιμή. Γι’ αυτό, πρέπει να το παίξουμε όσο γίνεται καλύτερα και για μας τους ίδιους και για όσους αγαπάμε. Εμείς γράφουμε το σενάριο που μας αξίζει. Εμείς φτιάχνουμε τα σκηνικά που μας αρέσουν. Εμείς επιλέγουμε τους ηθοποιούς. Εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές και ταυτόχρονα οι θεατές. Στο τέλος, εμείς θα το απολαύσουμε ή δε θα το απολαύσουμε. Εμείς θα το χειροκροτήσουμε ή δε θα το χειροκροτήσουμε».
Δήμητρα Τσώλη