Ο Riggan (Michael Keaton) συνήθιζε να είναι ο κινηματογραφικός υπερ-ήρωας Birdman. Ήξερε να πετάει, να κινεί τηλεπαθητικά αντικείμενα, να είναι ανώτερος όλων. Όταν ο ρόλος του παύει να υπάρχει ο Riggan συνειδητοποιεί πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ξεπεσμένος Χολυγουντιανός ηθοποιός, ένας άνθρωπος εξισωμένος με την πραγματικότητα. Σε μια ύστατη προσπάθεια να αναγεννήσει την καριέρα του απ΄τις στάχτες της, επιχειρεί να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει σε έναν χώρο που θεωρείται το φυσικό περιβάλλον του ηθοποιού – το θέατρο. Με την βοήθεια του παραγωγού του (Zach Galifianakis) προετοιμάζει το νέο του εγχείρημα, για να ανακαλύψει στην πορεία πως ο ρόλος του υπερ-ήρωα που τον στιγμάτισε στην κοινή γνώμη στοιχειώνει ακόμη την συνείδησή του. Τον ακούει να τον κριτικάρει, να χλευάζει τις επιλογές του και εν τέλει τον ίδιο. Ο αγώνας του να επανέλθει μέσα απ΄το “σανίδι” συναντά πολλούς εχθρούς, με κυριότερο όλων όμως τον εαυτό του.
Γυρισμένο σε μονόπλανα που φαντάζουν γολγοθάς, το Birdman είναι ένα βαθύ εσωτερικό ταξίδι αναζήτησης. Ο Riggan θα “συγκρουστεί” με την κόρη που πάντα αγνοούσε (Emma Stone), τον ισχυρογνώμων,μα κατά βάθος ευαίσθητο, θεατρικό συμπρωταγωνιστή του (Edward Norton), την απογοητευμένη απ΄την αντιμετώπισή του ερωμένη του (Andrea Riseborough), μια κριτικό του Broadway που μισεί το star-system (Lindsay Duncan) και γενικότερα με όλα τα κακά της μοίρας του για να το θέσω και πιο έντεχνα. Όλοι οι τοίχοι που συναντά παρ΄όλα αυτά, δεν συγκρίνονται με τίποτα μπροστά στον υψηλότερο που είναι ο εγωισμός του καλλιτέχνη. Η απογοήτευση, εξ αιτίας της έλλειψης αποδοχής σ’ έναν κόσμο που αλλάζει, τη στιγμή που ο ίδιος δεν γνωρίζει τα μέσα για να την επανακτήσει.
Ο Alejandro Gonzalez Inarritu (Babel, Biutiful) μας προσφέρει αυτή την ενδογενή ιστορία κατά την αφήγηση της οποίας, στο μεγαλύτερο μέρος, μας κρατά “έγκλειστους” εντός του θεάτρου St. James του Brodway, προφανώς όχι τυχαία. Με εξαιρετικό τρόπο αμφιταλαντεύεται μεταξύ της ανάγκης του ηθοποιού να ικανοποιήσει το “εγώ” του, ενώ παράλληλα κρατά τη σημαία της τέχνης.
Φαίνεται να αναρωτιέται: Τελικά παραδίδουμε την ψυχή μας σε αυτό, ή απλά είναι το μέσο για να νιώσουμε ξεχωριστοί; Κι αν πράγματι αποδειχτεί πως είμαστε, πώς θα το φωνάξουμε δυνατά για να μας σηκώσει στα χέρια του το πλήθος ζητωκραυγάζοντας;
Η αλήθεια είναι πως δεν δίνει σαφή απάντηση. Κι αυτό για μένα είναι η νικητήρια κίνηση του φιλμ. Τη χρονιά που τα Όσκαρ απαρτίζονται κατά πλειοψηφία από μη πρωτότυπα σενάρια, ο Inarritu μας προσφέρει ένα πολυδιάστατο κείμενο με πολλές στρώσεις, χωρίς να θέλει να κάνει κήρυγμα βγάζοντας πόρισμα για ένα ζήτημα τόσο προσωπικό. Θέτει προβληματισμό, περίτεχνα και ποιητικά – σε αυτό συμβάλλουν οι εσκεμμένα άχρονες τυμπανοκρουσίες του Antonio Sanchez, καθώς και η άψογη φωτογραφία του “μαέστρου” Emmanuel Lubezki.
Σχολιάζει καυστικά τις τάσεις του Χόλυγουντ και την αντίθεσή τους με το θεατρικό σύμπαν. Την εποχή των blockbuster, ο Birdman σου απευθύνεται ευθέως: “ ‘Ο,τι κι αν ακούς τώρα, σίγουρα θα προτιμούσες κάτι λίγο πιο εντυπωσιακό ”. Κι έτσι εναποθέτωντας μια κατάσταση επιτρέπει στον καθένα να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Παίζει δηλαδή με την νοημοσύνη του θεατή, δίχως όμως να την υποτιμάει.
Ορισμένοι απ΄τους χαρακτήρες και οι συζητήσεις τους με τον βασικό ήρωα μπορεί να αγγίζουν τα όρια του κλισέ – όπως για παράδειγμα η άποψη για την ύπαρξη των κριτικών θεάτρου ή η παρουσία στην ιστορία ενός ηθοποιού-υπέρμαχου της “κουλτούρας” (τον οποίο και υποδέεται άριστα ο Edwart Norton) . Θεωρώ όμως πως η επιδερμική προσέγγιση των σημείων αυτών συγχωρείται, διότι όσο κι αν έχουμε ξανασυναντήσει παρόμοια περιστατικά είναι η υποκειμενικότητα του Riggan που μας ενδιαφέρει και όχι η αντικειμενικότητα στην τέχνη.
Ο Michael Keaton σε μια ερμηνεία που αναμφισβήτητα είναι πολύ πιθανό να του χαρίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, θα μπορούσε κάλλιστα να υποδέεται τον εαυτό του. Η ζωή του Riggan Thomson έχει περιέργως πολλά κοινά με τη δική του και η επιτυχία του πιστώνεται βέβαια στο πανέξυπνο casting του Inarittu. O Keaton μοιάζει μετριότατος τις στιγμές που τον παρακολουθούμε στο σανίδι, ενώ αντίθετα μεγαλουργεί ως ο χαρακτήρας του στην καθημερινότητα του Broadway. Όσο κι αν ήταν διδαχή του σκηνοθέτη η αντίθεση αυτή, είναι επίτευγμα του ξεχασμένου αυτού μεγάλου ηθοποιού η πραγματοποίηση της, επομένως δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως πρόκειται για μια πάρα πολύ δυνατή ερμηνεία.
Και επειδή πολύς κόσμος έχει μπερδευτεί…
Η απρόσμενη αρετή της αφέλειας δεν είναι τίτλος επεξήγησης του Birdman.
Είναι οι δύο κόσμοι (τέχνη-θέαμα) ανάμεσα στον Riggan, με εκείνον να βρίσκεται κάπου ανάμεσα, στο διαζευκτικό ήτα.