Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
Με λένε Μάνο και μένω στην Ελλάδα. Δεν είμαι παιδί πια- ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι γύρω μου. Σου γράφω πρώτη φορά λίγο μεγάλος το ξέρω, μα είναι η μοναδική χρονιά που πραγματικά δεν θα σκεφτόσουν να φέρεις το δώρο που θα σου ζητήσω. Όλες τις άλλες χρονιές πάντως έπεσες μέσα, δεν μπορώ να πω.
Βλέπεις Άγιε μου Βασίλη οι κώλοι σφίγγουν – συγγνώμη για την οικειότητα, αλλά εφόσον έχεις μπει 22 φορές στο σπίτι μου νιώθω ότι μπορούμε να μιλάμε πιο ελεύθερα. Ζω αργά σε εποχές με ρυθμούς γρήγορους και δεν ξέρω κατά πόσο με βοηθάει αυτή η στάση. Θα μου πεις βέβαια, πως αν δεν το ‘βλεπα έτσι δεν θα έφτανα ποτέ στο σημείο να σου στείλω το συγκεκριμένο γράμμα, οπότε υποθέτω κάτι είναι κι αυτό.
‘Οταν ήμουν μικρός τα πάντα ήταν ξεκάθαρα μες στον παραλογισμό τους. Οι γιορτές ήταν γιορτές και όχι περίοδοι ανασκόπησης των πεπραγμένων μου. Η συντροφικότητα ήταν συντροφικότητα και όχι συναναστροφές πλαισιωμένες από καχυποψία για το αν αξίζει να μην είσαι μόνος. Ο έρωτας ήταν έρωτας, γεμάτος ανασφάλεια κι άδειος από ενοχές για την “πληγωμένη” σου αξιοπρέπεια. Δεν είχαμε “εσωτερικές μελέτες” για το αν αυτά που αισθανόμασταν ήταν αληθινά. Η αλήθεια ήταν κάτι σχετικό, κάτι που αιωρείτο στο κεφάλι μας, χωρίς καμία ιδιαίτερη ανάγκη να δοθεί μια ερμηνεία.
Κι υπήρχε μια σοφία σ’ όλο αυτό.
Δεν γνωρίζαμε ότι επρόκειτο περί σοφίας, αλλά είχαμε μια μορφή της μέσα μας και την μηδενίσαμε για να το παίξουμε εναλλακτικοί. Βάλαμε μια μάσκα μπροστά απ΄το “εγώ” μας και βγήκαμε παγανιά για να κοροιδέψουμε τους εαυτούς μας. Πειστήκαμε πως δεν υπάρχεις όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια λογικής σκέψης και το διατυμπανίζαμε στον περίγυρο για να διαφημίσουμε ότι ξέρουμε τι μας γίνεται.
Ακόμα και στα πιτσιρίκια που πίστευαν στην ύπαρξη σου, δίχως δεύτερη κουβέντα.
Σου λέω Άγιε Βασίλη, οι άνθρωποι είναι σκληροί γιατί είναι ζόρικη κι η πραγματικότητα. Μην τους παρεξηγείς όμως. Δεν βγαίνουν έτσι απ΄την κοιλιά της μάνας τους. Θέλουν απλά να δείξουν ότι αντέχουν, ότι είναι ανθεκτικοί στα σκαμπανεβάσματα. Ορισμένοι ξεφεύγουν, σύμφωνοι.
Σ’ αυτούς μπορείς, αν θες, να μην φέρεις δώρα…
Δεν είχα απαιτήσεις απ΄τον εαυτό μου κανονικά. Πλέον το θεωρώ ανεπίτρεπτο να μην έχω. Και θυμάμαι ότι η μόνη απαίτηση που είχες από μένα ήταν να ‘μαι καλό παιδί, κοινώς καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα όμως. Ζήτα από κάποιον να σου κάνει εφτά μεταπτυχιακά για μια καλή αμοιβή και θα στο κάνει. Ζήτα του να είναι μονίμως καλός άνθρωπος και πες του να ΄ρθει σε μένα να του προτείνω πανεπιστήμια όταν παρατήσει την προσπάθεια.
Πόσοι χιλιάδες τρόποι υπάρχουν να αποτύχεις και πως ένας απλός τρόπος αποτυχίας μας συνδέει είναι πραγματικά αστείο.
‘Αγιος είσαι, θα το ΄χεις σκεφτεί. Ή μπορεί μες στην Αγιοσύνη σου να μην έχεις την δυνατότητα να προβληματιστείς με ζητήματα των κοινών θνητών. Δεν πειράζει, γι’ αυτό είμαστε εδώ. Για να συνδέουμε τα Θεία με τα εγκόσμια – έχοντας πάντα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας.
Που λες, παλιά δεν αγχωνόμουν επίσης. Είχα μεν το παιδικό άγχος του τύπου “να μην κάνω καμιά βλακεία και μου την πούνε”, αλλά δεν είχα ιδέα τι σημαίνει πραγματικό άγχος. Και να σκεφτείς ακόμα δεν χρωστάω σε τράπεζες.
Το άγχος Άγιε Βασίλη, πιστεύω ότι είναι επακόλουθο των απαιτήσεων και το μέγεθός του ανάλογο με το πόσο διογκωμένες είναι αυτές. Και για να σου δώσω να καταλάβεις…
Είχα διαβάσει σ’ ένα βιβλίο κάπου στην περίοδο της προεφηβείας που λένε, ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν. Και ναι ξέρω θα ‘πρεπε να το είχα φανταστεί, μα το βιβλίο το περιέγραφε τόσο κυνικά που δεν είχα κάτι να του προσάψω.
Αφού συνειδητοποίησα – όσο μπορώ με το φτωχό μου μυαλό – τι μπορεί να σημαίνει ένα αιώνιο τέλος, ενδιαφέρθηκα στο να ζήσω για πάντα. Κι εφόσον το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνάει τα εκατό χρόνια και δεν έχω λεφτά για κρυογονικές, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να γίνω πολύ καλός σε κάτι και ν’ αφήσω έτσι το στίγμα μου στην ανθρωπότητα.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβα ότι όσο τρανός και να ‘σαι η ανθρωπότητα εν τέλει ψιλοχέστηκε κι έτσι κατέληξα στο ότι πρέπει να είμαι καλός σε αυτά που κάνω, ώστε να ικανοποιώ εμένα. Εκεί λοιπόν άρχισε και το πανηγύρι των απαιτήσεων το οποίο δεν σταματά μέχρι και σήμερα, γιατί ο εαυτός σου είναι ο πιο σκληρός κριτής και δεν χαμπαριάζει ούτε ευγένειες, ούτε φοβάται μήπως σε πληγώσει.
Έτσι, έφτασα στο σημείο να απομυθοποιώ τα πάντα: τις προθέσεις μου, τα συναισθήματά μου, την ύπαρξή μου την ίδια. Κάθε συζήτηση για όλα τα παραπάνω μου φαινόταν αφελής. Όταν δε φτάναμε στο ζήτημα της ερωτικής αγάπης έψαχνα έναν κουβά ή κάποιου είδους σακουλάκι.
Πίστευα στην αγάπη της οικογένειάς μου και των φίλων μου, γιατί την βίωνα καθημερινά, την έβλεπα να προσωποποιείται.
Μέχρι που παραδέχτηκα ότι η αγάπη είναι ολότητα και δεν έχει παρακλάδια. Κι όταν αποφασίσεις πως μπορείς να την βρεις παντού, δίχως να της δίνεις ονόματα για να ΄χεις υποκατάστατα, ίσως ελαφρύνεις ελάχιστα την συνείδησή σου.
Παρ’ όλα αυτά Άγιε Βασίλη, για να μην τα ξεφτιλίζουμε και όλα, θεωρώ πως την αγάπη δεν πρέπει να την πολυσυζητάμε γιατί χάνει την αξία της. Καλύτερα να την δείχνουμε. Ο καθείς με τον τρόπο του.
Κάπου εδώ, πιστεύω ότι έχεις καταλάβει το δώρο που ζητάω έμμεσα για τα φετινά Χριστούγεννα.
Δεν ζητάω ούτε να με ξανακάνεις παιδί, ούτε λιγότερο άγχος και απαιτήσεις, ούτε ακόρεστη αγάπη.
Εσύ, αν μπορείς, θέλω να μου φέρεις την καθαρότητα στη σκέψη ώστε να ξαναδεχτώ το παράλογο.
Όλα τ’ άλλα θα τα κανονίσω μόνος μου.
Με αγάπη,
Μάνος
Υ.Γ. Δεν θα ‘λεγα όχι και σε ‘κανα κατοστάρικο.