Είσαι μπροστά στον καθρέφτη. Τον κοιτάς κι είναι σαν να βλέπεις μέσα του. Βλέπεις την ψυχή του. Είναι ένας άλλος,όχι εσύ.
Γυρνάς το κεφάλι δεξιά – δε σε βολεύει. Γυρνάς το κεφάλι αριστερά. Εδώ είμαστε. Αγχώνεσαι. Ψάχνεις το μυαλό σου.Βουτάς το χέρι σου μέσα στα μαλλιά – στα πυκνά ,μαύρα, μακριά κι άπλυτα μαλλιά σου. Μπερδεύεις το χέρι σου ανάμεσα τους. Ακουμπάς με αγωνία το κρανίο σου, την αριστερή μεριά.. Εκεί που γεννιέται η τέχνη.Μυαλό πουθενά. Το ‘χασες – το ψάχνεις.
Στο φάγανε. Σου φάγανε το μυαλό σου το χρωματιστό, το υπέροχο. Ή μήπως το ‘φαγες μόνος σου; Κι έμαθες να κατηγορείς τους άλλους. Πιάνεις το κεφάλι σου, και βρίσκεις κενό – κενό, για να χωρέσει το μυαλό σου.
Ψάχνεις στο συρτάρι, στον πάγκο, στα ρούχα σου, στους φίλους σου.Δεν ξέρεις πού άφησες το χαμένο σου κομμάτι.Κι όλοι σε κοιτούν σαν παράξενο ζώο που μουγκρίζει για τροφή. Μα, αυτό κάνεις – μουγκρίζεις για τροφή.Την τροφή της ψυχής σου, που με τόσο κόπο και ανάγκη δημιούργησες και σήμερα κατάλαβες την απουσία της. Κι έπρεπε τα κόκκαλα της ψυχής σου να αρχίσουν να φαίνονται απ’ το κορμί για να το νιώσεις. Και τώρα δε χωράς πολλή τροφή. Θέλει πόθο και επιμονή για να γεμίσει το στομάχι του μυαλού ξανά.
Κι είσαι σ’ ένα πάτωμα γεμάτο ξεραμένα λουλούδια και τσιγάρα και ψάχνεις το χαμένο σου εγώ.Και ξαφνικά πιάνεις την κοιλιά σου, κι ακούς φωνές. Ακούς φωνές να σού γεμίζουνε το δέρμα ξανά. -Πόσο καιρό είχες να τις ακούσεις, θέε μου;- Τα χέρια σου βουτάνε σε μπογιές κι αγγίζουν τον τοίχο και μετά τα μάτια σου. Σχεδιάζεις κύκλους και γραμμές μ’ όλη σου τη δύναμη. Τόση δύναμη που νιώθεις τον τοίχο να σπάει. Να σπάει σε χίλια κομμάτια. Κι όταν πέφτει ,βλέπεις την αλήθεια μπροστά σου. Δε σε τρομάζει. Δε σε φοβίζει τίποτα πια.
Τα χέρια σου, γεμάτα χρώμα χαϊδεύουν, το κεφάλι του ξένου που ‘χες για σώμα. Τον χαιρετάς, του γελάς. “Τα μάτια σου ζωγράφισα” του λες. Σ ‘αγγίζει κι αυτός, να δει την αλήθεια σου. Και όπως σ’ αγγίζει, γίνεται η αλήθεια σου δική του και βγαίνεις εσύ στο σώμα του κι αρχίζεις και απλώνεις πάλι τα χέρια στον αέρα. Παίρνεις τη θέση του και γίνεσαι ξανά δικός σου. “Πρέπει να φύγεις τώρα. Γύρισα πίσω.“, του λες.Και τον νιώθεις. Νιώθεις να φεύγει στον αέρα,τον παγωμένο, που τρυπά το σώμα σας και να φέρνει μέσα σας πνοή.
“Τελικά δεν ήμουν αυτό που ήθελα.Δεν ήμουν όπως ήθελα να φαίνομαι.
Τώρα όμως έγινα. Έγινα αυτό που ήθελα και φαίνομαι αυτό που είμαι, επιτέλους.
Είμαι εγώ. Είμαστε ένα. Είμαστε ένα, εγώ και ο καθρέφτης μου.
Δε σε ξέχασα εαυτέ μου. Σήμερα θα ζήσουμε. Σήμερα θα ζήσουμε το σήμερα.Μη με ξεχάσεις ποτέ ξανά.”, λες ψιθυριστά και χαμογελάς, κοιτάζοντας τον ήλιο που προβάλει απ’το παράθυρο. Θυμήθηκες ποιος είσαι τελικά. Και σ’αγαπάς και πάλι..