Το μικρόφωνο “στρίγγλιζε” και τα παλιά, ταλαιπωρημένα ηχεία δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Οι ηλικιωμένοι και τα μικρά παιδιά έκλεισαν αυθόρμητα τ΄αυτιά τους. Οι λοιποί ενήλικες αρκέστηκαν στο να ξινίσουν την φάτσα τους. Η πόλη είχε εκβιομηχανιστεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε και τεχνολογία.
“ Και τώρα, ο πρόεδρος κυνηγών αυτής της νέας απειλής, θα σας ενημερώσει επί του θέματος και θα σας δώσει κάποιες γενικές συμβουλές αντιμετώπισης σε περίπτωση που σας προσεγγίσει η γαλάζια αρκούδα…”
Ο δήμαρχος απομακρύνθηκε με πίσω βήματα και με ένα νεύμα κάλεσε στο βάθρο έναν ζαρωμένο άντρα που φαινόταν να ΄ναι με το ένα πόδι στην τρίτη ηλικία. Φορούσε ένα λαδί κυνηγετικό γιλέκο κι ένα ιδίου χρώματος φαρδύ παντελόνι. Με δυσκολία σύρθηκε ανεβαίνοντας τα σκαλιά για να φθάσει στο “βήμα”. Λίγο πριν αρχίσει την ομιλία του έβηξε άτσαλα και ήταν λες και έβγαιναν σαράντα χρόνια τσιγάρου από μέσα του.
“ Αγαπητοί συμπολίτες…”, έιπε και ακούμπησε τα χέρια του για να στηριχτεί. “ Τα τελευταία χρόνια όλοι έχουμε ανησυχήσει για το φαινομένο αυτό. Η γαλάζια αρκούδα κατέβηκε απ΄τα βουνά, όπου και ανήκει, για να ταράξει την ηρεμία και την τάξη της πόλης μας. Αισθάνθηκα ως ευαισθητοποιημένος και ενεργός πολίτης, την ανάγκη να ξεκινήσει μια πρωτοβουλία για να αιχμαλωτιστεί και να εξοντωθεί αυτό το τέρας που τρομοκρατεί τα παιδιά μας. ‘Ομως δεν στάθηκα τυχερός…Τους τελευταίους μήνες υπάρχουν αξιόπιστες καταγγελίες πως η γαλάζια αρκούδα έχει σπείρει παιδιά σε διάφορες γειτονιές και γωνίες της πόλης….”
Το πλήθος αναστατώθηκε και όλοι ανήσυχοι συνομιλούσαν με τους διπλανούς τους. Η γαλάζια αρκούδα ήταν πραγματικότητα. Ο πρόεδρος σήκωσε τον τόνο της φωνής του για να επιστήσει την προσοχή.
“ Παρακαλώ! Παρακαλώ συμπολίτες…Μην ταράζεστε…Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είμαστε εμείς εδώ…Εγώ και η ομάδα μου έχουμε εξοπλιστεί με τα τελευταία τεχνολογικά μέσα ανίχνευσης και εξολόθρευσης. Ξέρουμε πολύ καλά πως είναι πιο πιθανό να τις δει κανείς στους δρόμους τις νύχτες με υγρασία. Αν υποπέσει το παραμικρό στην αντίληψη κάποιου από σας παρακαλούμε να μας καλέσετε αμέσως στα τηλέφωνα που αναγράφονται στα φυλλάδια που σας έχουμε μοιράσει. Μέχρι να καταφθάσουμε εμείς, καλό θα ήταν να χρησιμοποιήσετε το σπρέι πιπεριού και το σάλιο σας. Οι γαλάζιες αρκούδες τρέμουν όταν τις φτύνουμε…Μας τρέμουν όταν είμαστε ενωμένοι, όταν χλευάζουμε την ύπαρξη τους…Παρ΄όλα αυτά, αν ποτέ δείτε πως είναι πάνω από μία στο οπτικό σας πεδίο τρέξτε γρήγορα στο πλησιέστερο καταφύγιο…Αν συμμερίζεστε την ανησυχία, αλλά και τον αγώνα μας και είστε άντρας από 18 εώς 40, είστε ευπρόσδεκτοι να εκπαιδευτείτε μαζί με την ομάδα μας για να παλέψετε πλάι μας σε αυτή την μάχη…Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας….”
Τα χειροκροτήματα κάλυψαν την τελευταία του φράση και αλλεπάλληλα συνθήματα κατά της γαλάζιας αρκούδας έδειχναν την ευφυία των πολιτών. Ο δήμαρχος πλησίασε τον πρόεδρο έπιασε το χέρι του και το σήκωσε ψηλά- ή τουλάχιστον όσο ψηλότερα μπορούσε, γιατί το κοστούμι του τον εμπόδιζε να τεντώνεται πολύ. ‘Ηταν μια μέρα γιορτής για την πόλη και στα πρόσωπα όλων φαινόταν ζωγραφισμένη μια σπιθαμή ελπίδας για την ασφάλειά τους. Τα χαμόγελα έδιναν και έπαιρναν, και η μυρωδιά της τσίκνας απ΄τους μπαρμπάδες που έψηναν στην άκρη της πλατείας, έσπαγε την μύτη του Μπίλυ. Είδε ένα γκρουπάκι πιτσιρικάδων να πλησιάζει τον πρόεδρο των κυνηγών και σκέφτηκε πόσο έντονη ήταν τελικά η ανάγκη του ανθρώπου να νιώθει ότι ανήκει κάπου. Έψαξε στις τσέπες του για ‘κανα ψιλό,μήπως και πάρει ένα κοψίδι αλλά η άδεια τσέπη τον οδήγησε πάλι στα μακαρόνια που τον περίμεναν σπίτι για βράσιμο. O καιρός του έκανε την χάρη να περπατήσει μέχρι το σπίτι ανέγγιχτος. Θυμόταν ακόμη τις πρώτες αναφορές για την γαλάζια αρκούδα στα δελτία των οκτώ. Θυμόταν πως προειδοποιούσαν τον κόσμο ότι δεν έμενε ικανοποιημένη με το μέλι, ούτε με το να την κλείσουν σε κάποιο ίδρυμα. Αποζητούσε την προσοχή και φαινόταν να θέλει να ενταχθεί στην κοινωνία. Θυμόταν τους ειδικούς στα πάνελ να σκούζουν πως είναι κατώτερο είδος και πως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να της κάνουμε την χάρη. “ Έχουμε δικά μας προβλήματα…Δεν μπορούμε να περιθάλπτουμε την κάθε γαλάζια αρκούδα που αποφασίζει να έρθει εδώ…”,είχε πει ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης σε κάποια εκπομπή.
Λίγο καιρό μετά ήρθαν και τα πρώτα κρούσματα αντίδρασης στη δράση έναντια της γαλάζιας αρκούδας. Πολλοί είχαν αναφέρει ότι έμπαινε στα σπίτια και τους έκλεβε ότι είχαν και δεν είχαν, από χρήματα μέχρι φαγητό κι από αυτοκίνητα μέχρι παντός τύπου αντικείμενα μεγάλης αξίας. Τον Μπίλυ δεν τον τρόμαζαν αυτές οι αναφορές. Μέχρι που μια μέρα άκουσε πως αιχμαλώτισαν το εγκληματικό κτήνος. Δυο μέρες μετά ανακοινώθηκε πως επρόκειτο για παρεξήγηση, πως τελικά δεν την είχαν αιχμαλωτίσει ακόμη και πως κατά τ΄άλλα δεν ήταν μακριά απ΄το να πετύχουν τον στόχο τους. Τότε εμφανίσθηκαν και οι πρώτοι “συνωμοσιολόγοι”. Έγραφαν κυρίως στο διαδίκτυο και υποστήριζαν πως καιροσκόποι της πόλης και άλλα λοιπά κακοποιά στοιχεία μεταμφιέζοταν σε γαλάζιες αρκούδες και ελεύθεροι από κάθε προσωπική κατηγορία προέβεναν σε παντός είδους εγκληματικές πράξεις. Ευθύς αμέσως η κυβέρνηση και ο δήμαρχος της πολής τους είχε χαρακτηρίσει ψυχασθενείς και απαίδευτους, κατηγορώντας τους για διατάραξη του κλίματος ομόνοιας και ασφάλειας της πόλης. Ο Μπίλυ δεν ήξερε αν ήταν πράγματι ψυχασθενείς, αλλά είχε τις αμφιβολίες του. Δεν φοβόταν την γαλάζια αρκούδα γιατί δεν την είχε δει ποτέ. Όπως και κανένας άλλος στην πόλη. “ Πόσο περισσότερο κακό μπορεί να κάνει μια γαλάζια αρκούδα, από μια αγέλη επικίνδυνων ανθρώπων” ,σκεφτόταν.
Το επόμενο πρωί είχε αργήσει για τη δουλειά και έτρεχε σαν παλαβός να προλάβει το μετρό των οκτώ και τέταρτο. Μες στον πανικό του είχε ξεχάσει τα ακουστικά του, τα οποία του ‘ρθαν στο μυαλό όταν έβαλε το χερί του για να σταματήσει την συρώμενη πόρτα του βαγονιού. Μπήκε μέσα λαχανιασμένος και ξενερωμένος που δεν θα άκουγε μουσική στη διαδρομή για το γραφείο και έκατσε δίπλα σε δύο κυρίες, με το κάπα κεφαλαίο και βουτηγμένο στον σαρκασμό. ‘Ηθελε δεν ήθελε, τις κρυφάκουσε.
“ ‘Εμαθες τι αρρώστιες κουβαλάνε αυτά ; “, έκανε η κυρία με την καροτί απόχρωση στο κεφάλι της.
“ Αμ, δεν τα ‘μαθα…; Πες μου εσύ τώρα,φταίνε οι κυνηγοί; “, απάντησε με μια ερώτηση η δεύτερη με το φλοράλ καπελάκι.
“ Όχι καλή μου κι εγώ αυτό λέω…Εγώ όποτε πετυχαίνω κάποιον στον δρόμο τον εμψυχώνω…Αν δεν είχαμε κι αυτούς,σιγά μην έκανε τίποτα η κυβέρνηση…”
“ Ντάξει κι εσύ τώρα,τι νομίζεις δεν τους χρηματοδοτεί η κυβέρνηση; “
“ Ααα δεν ξέρω…Άσε με να ‘χω τις αμφιβολίες μου…Ο μόνος λόγος που τους στηρίζουν που και που είναι για να τους πάρουν την δόξα όταν οι κυνηγοί τις πιάσουν όλες…”
Ο Μπίλυ άκουγε τους επιστήμονες να μιλάνε δίπλα του και ήθελε να συμμετάσχει στην συζήτηση, αλλά εν τέλει το βρήκε ανούσιο. Η όλη ιστορία με την γαλάζια αρκούδα του θύμιζε τον θρύλο της μωβ φάλαινας που αποδείχτηκε αργότερα πως επρόκειτο όντως για θρύλο. Κανείς δεν είδε ποτέ κάποια μωβ φάλαινα, μα είχαν θανατωθεί εκατοντάδες φάλαινες ως ένοχες για το ότι μπορεί να άνηκαν στην ομάδα των μωβ. Όταν έφθασε στο γραφείο συνειδητοποίησε ότι το μισό τουλάχιστον προσωπικό μιλούσε για αυτό το θέμα. Ήταν όλοι κάτω παραπάνω απο τρομοκρατημένοι και δεν είχαν το κεφάλι στην δουλειά, παρά μόνο τσακώνονταν για το πως έπρεπε να αντιμετωπιστεί η γαλάζια αρκούδα. Ξεχνούσαν τις περικοπές στο γραφείο, τις μειώσεις που σιωπηλά είχαν δεχτεί όλους αυτούς τους μήνες, την τοποθέτηση προισταμένων που είχαν συγγενική σχέση με το αφεντικό τους. Η γαλάζια αρκούδα ήθελε το κακό τους γιατί ήταν γαλάζια και άνηκε στα βουνά και όχι στην πόλη. “Δεν θέλει και πολύ μυαλό…”, του είχε πει ο Φρανκ απ΄το διπλανό γραφείο.
Η ημέρα πέρασε σαν να μην πέρασε ποτέ. Ο Μπίλυ ξεκίνησε την πορεία του για το σπίτι με χαμηλότερες βέβαια ταχύτητες απ΄αυτές που “κούμπωνε” όταν πήγαινε στο γραφείο. Στο μετρό επικρατούσε ένα κλίμα μνημόσυνου και το μόνο που τον χάλαγε ήταν πως κανείς δεν θα του προσέφερε κάποιο γλυκό ή λίγο κονιάκ. Το κινητό του δονήθηκε. Μια φίλη του ΄χε στείλει ένα μήνυμα για κάποιο πάρτυ το βράδυ. Δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει. Σκέφτηκε πως θα ‘ταν μια καλή ιδέα να πάει, έτσι να σπάσει λίγο η μοναξιά. Ίσως να γνώριζε και κάποια φίλη της φίλης του, ίσως να άξιζε τον κόπο. Της έστειλε μήνυμα για την διεύθυνση κι αυτή του απάντησε με μια οδό που δεν είχε ξανακούσει. “ Καλά, θα την βρω…”, σκέφτηκε. “ Κανείς δεν χάνεται στην πόλη…”
Έβαλε κάτι στο στόμα του κι έκανε ένα μπάνιο. Το πάρτυ ήταν σε τέσσερις ώρες. Θεώρησε πως θα ΄ταν έξυπνο εκ μέρους του να ξεκουραστεί ένα δύοωρο και να ξεκινήσει νωρίτερα για να έχει χρόνο σε περίπτωση που χαθεί. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του, αλλά μόλις τα ξανάνοιξε είχαν περάσει πέντε εξηντάλεπτα. Σιχτιρίζοντας ετοιμάστηκε βιαστικά και βγήκε φουριόζος κατευθυνόμενος προς το κέντρο. Μόλις κατέβηκε απ΄το λεωφορείο έβγαλε το κινητό του για να δει την διεύθυνση. Η μπαταρία όμως τον είχε προδώσει. Κι εκεί που νομίζεις ότι μια μέρα δεν μπορεί να πάει χειρότερα, η ζωή συνεχίζει να σου κάνει πλάκα. Όμως ο Μπίλυ δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να τον πτοήσει μια άδεια μπαταρία. “ Κάπως πρέπει να εκμεταλλευτώ τις συγκυρίες…” , είπε στον εαυτό του. “ Καιρό έχω να κάνω μια βόλτα στο κέντρο της πόλης…”
Το κέντρο ήταν πιο βρώμικο αλλά και πιο άδειο από ποτέ. Όλη η φρενίτιδα του πρωινού, το βράδυ αντικαθίσταντο από μια νυχτερινή νιρβάνα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της τσιμεντούπολης που τον έθρεψε. Αν είχε ένα χρώμα αυτή η πόλη, αυτό ήταν το άσπρο. “ Μακάρι να έστεκε πως της ταιριάζει το γκρίζο…Έστω κι αυτό θα ΄χε κάποιο χαρακτήρα…”, έλεγε παλιά στην μάνα του. Τα συνοικιακά καταστήματα ήταν πια ένα ανέκδοτο, γι’ αυτό και οι περισσότερες γειτονιές δεν είχαν πια ζωή. “Φταίνε κι αυτοί που τα ‘χαν και δεν τα πρόσεξαν…” , μονολόγησε. Έστριψε σ’ ένα αρκετά σκοτεινό στενό και περίμενε καθώς προχωρούσε να τον οδηγήσει κάπου. Παρ’ όλα αυτά τα φώτα κατά μήκος του στενού μειώνονταν και στο βάθος δεν φαινόταν καμία ένδειξη λάμψης. Το σιγούρεψε, μάλιστα, όταν στο τέλος του συνάντησε έναν ψηλό τούβλινο τοίχο. Πανικοβλήθηκε στιγμιαία και έκανε να γυρίσει πίσω. Ένας θόρυβος όμως, σαν μια κουρασμένη ανάσα τον έκανε να προτιμήσει να μείνει για λίγο ακόμη στο σκοτάδι. Ήθελε να δει αν αυτό που άκουσε ήταν απλά ένας συνειρμός που του προκάλεσε η έλλειψη των φώτων και η σιωπή. Όταν το ξανάκουσε δεύτερη φορά όμως, κατάλαβε πως δεν ήταν ιδέα του. Τώρα μαζί με την ανάσα άκουγε και βήματα, βαριά πόδια να σέρνονται μες στα λασπόνερα που είχε μαζέψει το πεζοδρόμιο στις λακούβες του μετά την βροχή.
Έστρεψε το βλέμμα του προς την γωνία που άκουγε την παρουσία. Μες στις σκιές, είδε μια σιλουέτα να τον πλησιάζει εξουθενωμένα, το αίμα του πάγωσε το ίδιο και οι σκέψεις του. Έμεινε ακίνητος και περίμενε πια την εξέλιξη των πραγμάτων, αμέτοχα και αθόρυβα. Όσο πιο πολύ φωτιζόταν η σιλουέτα,τόσο μεγάλωναν οι πλάτες και το ύψος της. Ο Μπίλυ τότε συνειδητοποίησε πως οι χειρότεροι του φόβοι είχαν πραγματοποιηθεί…’Ηταν ένα τεράστιο ζώο, με τσαλακωμένο αλλά πυκνό γαλάζιο τρίχωμα που μουγκρίζοντας έδειχνε τα δόντια του, αιχμηρά και απειλητικά στην όψη. Πίσω του σέρνονταν τουλάχιστον άλλες δύο φιγούρες, αρκετά μικρότερες και σίγουρα λιγότερο απειλητικές. Το πελώριο ζώο στάθηκε μπροστά του και προσπάθησε να βγάλει κάποιους ήχους χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα χνώτα του μύριζαν και ο Μπίλυ μπορούσε πια να δει ποια ήταν η οσμή του φόβου για εκείνον. Έβγαλε το πορτοφόλι του και έπιασε ότι χαρτονομίσματα είχε μέσα. Το ζώο δεν τον πλησίαζε άλλο. Με τα χέρια του να τρέμουν τα πέταξε στα πόδια του. “ Πάρτα κι άσε με να φύγω!!! “ , του φώναξε. Εκείνο χαμήλωσε το κεφάλι του και σαν να χάζευε για λίγο τα λεφτά. Με μια απότομη κίνηση έσκυψε και τα μύρισε με μανία. Ρουθούνισε απογοητευμένο και γύρισε το κεφάλι του προς την αντίθετη πλευρά. ‘Οταν το ξανασήκωσε ο Μπίλυ είχε τραπεί σε φυγή. Κι εκείνο χώθηκε πάλι στην αυτοσχέδια φωλιά μαζί με τα μικρά του, πίσω απ΄τον ξεχασμένο σκουπιδεντονεκέ που ο δήμος είχε να αδειάσει ένα χρόνο τώρα.
“ ‘Ηταν λες κι όλη η ασχήμια του κόσμου είχε μαζευτεί πάνω τους! Τρεις μαζί προσπάθησαν να μου επιτεθούν, με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό σοκάκι, με κόλλησαν στον τοίχο και απαίτησαν τα λεφτά ή την ζωή μου! Δεν είχα μαζί μου πολλά λεφτά και έτσι όταν τους πέταξα ότι είχα, οι δύο με γράπωσαν και ο τρίτος άρχισε να με γρονθοκοπεί στο στομάχι! Βλέπετε ένας προς έναν δεν θα ‘χαν επιτεθεί ποτέ οι θρασύδειλοι! ‘Οταν ικανοποίησαν την βίαιη φύση τους με πέταξαν κάτω εξουθενωμένο και αφού με κλώτσησαν λίγο ακόμη μου είπαν να μην εμφανιστώ ποτέ ξανά στα μέρη τους,πήραν τα λεφτά και εξαφανίστηκαν….Άκους εκεί! Στα μέρη τους! “
“ Κύριε Λόγκαν σας ευχαριστούμε πολύ για την μαρτυρία σας, δυστυχώς δεν έχουμε άλλο χρόνο…Θα χαρούμε να σας έχουμε κοντά μας και την επόμενη βδομάδα…”
“ Κι αυτά γίνονταν τρία χρόνια πριν….Σκεφτείται πως μπορεί να συνεχιστεί αν δεν κάνουμε τίποτα από ‘δω και στο….”
“ Κύριε Λόγκαν σας παρακαλώ πολύ δεν έχουμε άλλο χρόνο…Λυπάμαι, θα συνεχισούμε άλλη φορά…Κύριες και κύριοι σας ευχαριστούμε πολύ που ήσασταν και σήμερα μαζί μας…Ακούσατε τον αντιπρόεδρο της ομάδας των κυνηγών και υποψήφιο δήμαρχο, κύριο Μπίλυ Λόγκαν….
Είμαι ο Χένρυ Τζέημς και παρακολουθήσατε το δελτιό των οκτώ…Καλό σαββατοκύριακο και να θυμάστε…
Η ζωή είναι ωραία χωρίς πολλά πολλά χρώματα πάνω απ ΄το κεφάλι μας…”