Επιμέλεια: Θανάσης Ξάνθος
Ο Ανδρέας Κάλβος, αποτελεί μια κορυφαία προσωπικότητα μέσα στα Νεοελληνικά Γράμματα, του οποίου παραδόξως δεν υπάρχει γνωστό σωζόμενο πορτραίτο. Ο τραγουδιστής της Λευτεριάς, ο υμνητής του αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, έδωσε σταθερό παρόν με το έργο και τη δράση του, έχοντας βεβαιωμένη την ωραία αντίληψή του για τους μεγάλους οραματισμούς του Έθνους.
Γεννήθηκε το 1872 στη Ζάκυνθο κι αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου υπήρχε μεγάλη ελληνική παροικία. Στην Ιταλία ο Κάλβος μυήθηκε στην ελληνική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Σταθμός για την πνευματική του εξέλιξη στάθηκε η γνωριμία του με τον Ελληνοϊταλό ποιητή Ούγο Φώσκολο, του οποίου υπήρξε γραμματέας. Το 1824 στη Γενεύη και το 1826 στο Παρίσι αντίστοιχα, τύπωσε τις δύο ποιητικές του συλλογές, τη Λύρα και τα Λυρικά. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο όμορφο νησί της Κέρκυρας, όπου δίδαξε για λίγο στην Ιόνιο Ακαδημία. Απομονωμένος από όλους, το 1852 έφυγε για την Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1853 παντρεύεται με τη Charlotte Wadams, στο παρθεναγωγείο της οποίας στο Λάουθ δίδαξε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Κάλβος πεθαίνει στις 3 Νοεμβρίου του 1869. Ο τάφος του (και ο τάφος της χήρας του, που πέθανε το 1888) βρίσκεται στο νεκροταφείο της εκκλησίας της Αγ. Μαργαρίτας στο Κέντιγκτον, κοντά στο Λάουθ.
Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος, αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, τα οποία κατάφεραν να πείσουν τους ξένους πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι τους συμπατριώτες του.
Όσο αφορά στη γλώσσα, ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή την δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις ωδές του. Στη συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και του κόσμου των βιβλίων.
Ως προς την τεχνοτροπία ο Κάλβος ακολουθεί το ρεύμα του κλασικισμού, κάνει αναφορές στην ελληνική μυθολογία και χρησιμοποιεί αρχαιοελληνικές λέξεις. Η αυστηρότητα της μορφής όμως δεν εμποδίζει την ανάδειξη ρομαντικού πάθους. Η γλώσσα του είναι ιδιότυπη και θεωρήθηκε ως και αντιποιητική. Ο Κάλβος, τροποποιεί τις νεοελληνικές λέξεις σύμφωνα με το τυπικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κατασκευάζει δικούς του τύπους κι αφήνει ασυναίρετες λέξεις. Το ύφος του, θα έλεγε κανείς ότι είναι μεγαλοπρεπές και επικολυρικό.
Ως Έλληνας της διασποράς ο Κάλβος διαμορφώθηκε στο εξωτερικό και αφομοίωσε τα πιο ανόμοια στοιχεία. Επηρεασμένος από τον κλασικισμό του Φώσκολο, συνδυάζει στο έργο του την αρχαιοπρέπεια με το ρομαντισμό. Υπήρξε έντονα φιλόπατρις, γοητεύοντας με τον ποιητικό του τόνο και με τις ιδέες και τα θέματα του. Αποφάσισε ως ποιητής να γίνει ο βάρδος της ελληνικής επανάστασης. Ο Ανδρέας Κάλβος ψάλλει την επανάσταση και οραματίζεται την επάνοδο της ελευθερίας στον τόπο όπου γεννήθηκε. Γι’αυτό και ονομάζει την Ελλάδα << μήτηρ ελπίδων γλυκυτάτων >>.