Τι συμβαίνει στο μυαλό ενός κατά συρροή δολοφόνου;
Η δολοφονία ως πράξη ορίζεται ως ένας προμελετημένος φόνος με δόλιο τρόπο. Αναφερόμενοι, λοιπόν, στους κατά συρροή δολοφόνους εννοούμε άτομα που αφαιρούν πολλές ανθρώπινες ζωές χωρίς κάποιο εμφανές κίνητρο, πέραν ίσως της προσωπικής τους ευχαρίστησης.
Με αυτόν τον τρόπο εξαιρούνται άτομα που σκότωσαν μεν πολλούς συνανθρώπους τους, αλλά το έκαναν είτε λόγω ανάγκης για επιβίωση είτε για αυτοάμυνα είτε για πολεμικούς σκοπούς. Ένας κατά συρροή δολοφόνος όταν σκοτώνει τα θύματά του επιδιώκει να καλύψει ορισμένες βαθιές ψυχολογικές ανάγκες καθώς τα κίνητρά του συνήθως δεν είναι οικονομικά ή επιβίωσης.
Τi συμβαίνει όμως πραγματικά στο μυαλό ενός κατά συρροή δολοφόνου;
Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε ότι κυριαρχεί η άποψη ότι αυτά τα άτομα είναι είτε ψυχοπαθή είτε σχιζοφρενή πάντως σίγουρα εκτός πραγματικότητας, το οποίο εν μέρει ισχύει ωστόσο δεν είναι απόλυτο. Γι’ αυτό, άλλωστε, στις περισσότερες περιπτώσεις τα άτομα αυτά καταδικάζονται με τις σκληρότερες ποινές, καθώς το δικαστήριο δεν κάνει δεκτό το αίτημα της διαταραγμένης ψυχικής υγείας.
Για την ακρίβεια, οι περισσότεροι από αυτούς τους δολοφόνους έχουν αντίληψη της ηθικής και των κανόνων της. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να πράξουν τον φόνο, αφού τα ψυχολογικά οφέλη που αποκομίζουν από τη δολοφονία τους ικανοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Σίγουρα όμως οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι παρουσιάζουν έντονα σημάδια ενεργούς ψυχοπαθολογίας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Οι δράστες μάλιστα τείνουν να επιλέγουν όσο το δυνατόν πιο αδύναμα θύματα ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας και να μειώσουν τις πιθανότητες αντίστασης και επιβίωσης του θύματος. Έτσι, τα πιο πολλά θύματα είναι γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ οι πιο πολλοί θύτες είναι άνδρες, συνήθως νεαρής ηλικίας 20-30 ετών.
Ορισμένοι μελετητές και εγκληματολόγοι διαχωρίζουν τους κατά συρροή δολοφόνους σε δύο κατηγορίες: τους ψυχωσικούς και τους ψυχοπαθείς. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα άτομα που δεν έχουν ηθική συνείδηση λόγω ενεργούς ψυχοπαθολογίας, η οποία μπορεί να διαγνωσθεί έπειτα από ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.
Αυτά τα άτομα είναι αποκομμένα από την πραγματικότητα,έχουν παραισθήσεις και βασίζουν τις πράξεις τους σε φωνές ή σημάδια τα οποία τα “διατάζουν” να πράξουν αντιστοίχως. Αυτές οι φωνές μπορεί να έχουν τη μορφή δαιμόνων, πνευμάτων, του θεού ή ακόμα και ως μία άγνωστη φωνή μέσα στον εγκέφαλό τους η οποία ελέγχει και το σώμα τους τη στιγμή της δολοφονίας.
Οι ψυχωσικοί δολοφόνοι, εάν και όταν μπορέσουν να μειώσουν τα ψυχωσικά τους συμπτώματα και να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, συχνά νιώθουν τύψεις για ότι έχουν κάνει, θεωρώντας όμως πως ήταν αδύνατο να το σταματήσουν. Λόγω ακριβώς της ύπαρξης ενεργούς ψυχοπαθολογίας κατά τη διάρκεια διάπραξης των δολοφονιών, η οποία δεν επέτρεπε την σωστή ηθική κρίση, τα δικαστήρια σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούν να δεχτούν κάποια ελαφρυντικά.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να συγχέουμε απόλυτα τα ψυχωσικά συμπτώματα με τους κατά συρροή δολοφόνους, άλλωστε οι ψυχωσικοί είναι σε αριθμό λιγότεροι από τους μη ψυχωσικούς δολοφόνους.
Οι μη ψυχωσικοί βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι απολύτως υγιείς ψυχικά αλλά ανήκουν στους ψυχοπαθείς δολοφόνους. Αυτοί οι δολοφόνοι δεν παρουσιάζουν ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις, έχουν απόλυτη γνώση των ηθικών κανόνων χωρίς όμως να τους ενδιαφέρει εάν αυτό που κάνουν είναι σωστό ή λάθος. Τους αρκεί η προσωπική τους ευχαρίστηση από τη δολοφονία και την επίδειξη εξουσίας.
Αυτά τα άτομα δεν έχουν ισχυρή ηθική συνείδηση και γι’ αυτό το λόγο δεν έχουν ενοχές για τις πράξεις τους. Βλέπουν τα θύματά τους ως τρόπαια μιας πράξης για την οποία είναι περήφανοι. Γι’ αυτό άλλωστε πολλές φορές οι δολοφόνοι κρατούν “αναμνηστικά” αντικείμενα από τα θύματά τους (π.χ. προσωπικά αντικείμενα, ακρωτηριασμένα σωματικά μέλη, ζωτικά όργανα κτλ). Σαν άνθρωποι οι ψυχοπαθείς δολοφόνοι παρουσιάζουν ψυχρά και επίπεδα συναισθήματα, είναι αρκετά απομονωμένοι από τους γύρω τους.
Ένας κατά συρροή δολοφόνος έχει σκοτώσει τρία ή και περισσότερα άτομα, όχι όμως την ίδια στιγμή αλλά μεταξύ των φόνων μεσολαβούσαν διαστήματα “ύφεσης“.
Τα συνήθη κίνητρα που επικαλούνται οι ίδιοι για το φόνο είναι α)τα χρήματα β)το αίσθημα υπεροχής/εξουσίας γ)το κοινό καλό. Ο δολοφόνος επιδιώκει η σκηνή της ανθρωποκτονίας να έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο ενέχει έντονα το στοιχείο της φαντασίας ή της φαντασίωσης του. Το θύμα του πρέπει να είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας.
Έτσι λοιπόν, μελετώντας και κατανοώντας το έγκλημα και τον τρόπο που εκτελέστηκε αυτό, είναι σαν να εισβάλουμε στη σκέψη του εκτελεστή. Ο δολοφόνος αποχωρεί αμέσως από τον τόπο του εγκλήματος, αλλά στην πραγματικότητα μέρος της προσωπικότητας του βρίσκεται εκεί. Η πράξη μαρτυρά την προσωπικότητα του.
Ένα από τα μυστικά του εγκλήματος είναι το κίνητρο του δολοφόνου. Συχνά η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, «δείχνει» τον βασικό ύποπτο της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν το θύμα δολοφονείται από την πλάτη, συνήθως το κίνητρο είναι η εκδίκηση. Συνεπώς, θύτης και θύμα δεν ήταν άγνωστοι αλλά είχαν κάποια συναλλαγή. Όταν ο θύτης σκεπάζει το θύμα με μία κουβέρτα, αυτό δηλώνει κάποια στοιχεία ενοχής.
Κάτι τι οποίο δεν γνωρίζαμε είναι ότι η Dr. Helen Morrison μελέτησε 135 περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων και διαπίστωσε ότι παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους και εμφάνιζαν μία ανωμαλία ενός χρωμοσώματος κάτι το οποίο πυροδοτούσε την εξέλιξή τους. Αυτή η ανωμαλία του χρωμοσώματος ξεκινάει στην εφηβεία γι’αυτό και οι περισσότεροι (άνδρες) serial killers εκδηλώνουν δολοφονικές τάσεις κατά την εφηβική ηλικία.