Οι Αδελφοί Καραμάζοφ αποτελούν το κύκνειο άσμα του Ντοστογιέφσκι. Το έργο συγγράφηκε κατά την διάρκεια των ετών 1879-1880. Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποτελέσει το πρώτο μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, με πρωταγωνιστή τον Αλιόσα Καραμάζοφ, υπό την ονομασία “Η Ζωή Ενός Μεγάλου Αμαρτωλού”, εντούτοις το έργο έμεινε ανολοκλήρωτο, καθώς ο συγγραφέας απεβίωσε το 1881.
Μάθε – Διασκέδασε – Μοιράσου
Κάνε LIKE στο Frapress.gr και στήριξε την προσπάθεια μας!
Η πλοκή του συγγράμματος συγκεντρώνεται γύρω από την διαλυμένη οικογένεια των Καραμάζοφ, που προσπαθεί μετά από χρόνια να γεφυρώσει το χάσμα που την χωρίζει. Ο δύστροπος χαρακτήρας του πατέρα, Φιοντόρ Πάβλοβιτς Καραμάζοφ, και οι συνεχείς συγκρούσεις του με τον μεγαλύτερο γιό του Ντιμίτρι, δυσχεραίνουν την προσπάθεια επανένωσης. Η συνεχής αυτή σύγκρουσή θα αποτελέσει την αιτία της διάλυσης της οικογένειας ˙ καθώς ο πατέρας μετά από μια λογομαχία τους, καταλήγει άγρια δολοφονημένος και όλα τα στοιχεία υποδεικνύουν τον Ντιμίτρι ως δράστη. Ο ένοχος μπορεί να είναι μόνο ένας, εντούτοις είναι περισσότεροι αυτοί που όπλισαν το χέρι του δράστη!
Οι κεντρικοί ήρωες, οι αδερφοί Καραμάζοφ, αλλά και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, απεικονίζουν τις δυνάμεις που ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Έτσι ο Ντιμίτρι συμβολίζει το άλογο πάθος, ο άθεος Ιβάν την λογική δίχως ίχνος συναισθήματος, ο Αλιόσα εκφράζει την προσκόλληση προς την παράδοση (οικογένεια, θρησκεία) ˙ ο πατέρας, Φιοντόρ Πάβλοβιτς, αποτελεί την προσωποποίηση της παρακμής και της χυδαιότητας, ενώ ο νόθος υιός Σμιερντιακόφ απεικονίζει το σκοτάδι και την οργή.
Το έργο τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1860– την εποχή μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας στην τσαρική Ρωσία. Η νέα αυτή εποχή για την αυτοκρατορία αποπνέει στον συγγραφέα αισθήματα αισιοδοξίας και μια αίσθηση ανανέωσης για τον κόσμο, γεγονός που αποδεικνύεται παρά την όλη τραγικότητα της υπόθεσης του έργου και από το περιεχόμενο του και κυρίως από το τέλος του ˙ γι’ αυτόν τον λόγο εξάλλου το βιβλίο θεωρείται ένα από τα πιο αισιόδοξα του Ντοστογιέφσκι.
Οι Αδερφοί Καραμάζοφ έγιναν παγκοσμίως γνωστοί χάρις και στο κεφάλαιο του Μέγα Ιεροεξεταστή. Σ’ αυτό το σημείο του έργου, ο άθεος Ιβάν επιδιώκει να αποδείξει στον θρησκόληπτο αδερφό του Αλιόσα, πως η εκκλησία και οι εκπρόσωποι της, δεν ακολουθούν το θείο έργο, παρά μονάχα φροντίζουν για την ικανοποίηση των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Επιδιώκουν με ένα διαστρεβλωμένο δόγμα να θολώσουν την ανθρώπινη λογική, έχοντας ως σκοπό να σκλαβώσουν τον άνθρωπο, επειδή δεν δύναται κατά αυτούς να είναι ελεύθερο όν με ατομική βούληση. Η ανθρωπότητα δεν χρειάζεται ελευθερία άλλα έναν αρχηγό για να ακολουθεί με τυφλή υποταγή και τον ρόλο του αλάνθαστου καθοδηγητή θα τον επιτελέσει η εκκλησία με τα όργανά της.
Για να αποδείξει τα παραπάνω, ο Ιβάν παρουσιάζει τον Χριστό να επανέρχεται στην γή, αυτή την φορά στην Σεβίλλη των χρόνων της Ιεράς Εξέτασης. Την ώρα που πραγματοποιεί ένα ακόμα θαύμα, ένας Καρδινάλιος αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον Σωτήρα ή κάποιον που του μοιάζει, και διατάζει την σύλληψή του. Στην φυλακή ο Καρδινάλιος-Μέγας Ιεροεξεταστής βγάζει έναν πύρινο λόγο εναντίον του κρατούμενου που ήρθε να ισοπεδώσει το οικοδόμημα τους και αποφασίζει να “σταυρώσει” για ακόμα μια φόρα αυτόν που δηλώνει πως υπηρετεί.
«Είσαι Εσύ; Εσύ;… Σώπα, μην αποκρίνεσαι. Τι θα μπορούσες, άλλωστε, να πεις; Το τι θα πεις περίφημα το ξέρω. Δε δικαιούσαι όμως να προσθέσεις το παραμικρό στα όσα είπες κάποτε. Γιατί λοιπόν ήρθες να χαλάσεις την ησυχία μας; Γιατί για να χαλάσεις την ησυχία μας ήρθες, και τούτο το γνωρίζεις. Ξέρεις όμως τι έχει να γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε και θέλω να μάθω. Είτε είσαι Εκείνος είτε κάποιος που του μοιάζει απλώς, εγώ αύριο θα σε καταδικάσω και θα σε κάψω στην πυρά ως το δολιότερο των αιρετικών κι ο ίδιος ο λαός που σήμερα σου φιλούσε τα πόδια, αύριο κιόλας, μ’ ένα μου νεύμα, θα τρέχει να ρίξει στην πυρά Σου προσανάμματα, αυτό το ξέρεις; Ναι, ίσως να το ξέρεις.»
«Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις με άδεια χέρια, φέρνοντας μονάχα κάποιαν επαγγελία ελευθερίας που αυτοί, μέσα στην κουταμάρα τους και την έμφυτη ατιμία τους, είναι ανίκανοι ακόμα και να τη σκεφτούν, που τη φοβούνται και τη τρέμουν, γιατί για τον άνθρωπο και την κοινωνία των ανθρώπων ποτέ τίποτα δε στάθηκε πιο αβάσταχτο από την ελευθερία! Βλέπεις όμως τούτες τις πέτρες μέσα στη γυμνή, φλογισμένη έρημο; Εάν τις μετατρέψεις σε ψωμί, θα τρέξει πίσω σου η ανθρωπότητα ωσάν κοπάδι ευγνώμον και πειθήνιο, το οποίο όμως θα τρέμει αιώνια μην τύχει και τραβήξεις το χέρι σου και του λείψει το ψωμί σου. Εσύ όμως δεν ήθελες να στερήσεις από τον άνθρωπο την ελευθερία του και απέκρουσες την πρόταση, γιατί τι είδους ελευθερία είναι αυτή συλλογίστηκες, αν η υπακοή ξεπληρώνεται με ψωμί;»
«Καμιά επιστήμη δεν θα τους προσφέρει τον άρτο ενόσω παραμένουν ελεύθεροι, αλλά η κατάληξη θα είναι να φέρουν την ελευθερία τους και να την αποθέσουν στα πόδια μας και να μας πουν: “Κάλλιο να μας σκλαβώσετε, αλλά ταΐστε μας”. Και τελικά θα καταλάβουν και οι ίδιοι πως είναι αδιανόητο να υπάρξει για τον καθένα και η ελευθερία και ο επίγειος άρτος, γιατί ουδέποτε θα μάθουν να τα μοιράζονται αυτά μεταξύ τους! Θα πεισθούν επίσης ότι ουδέποτε θα απελευθερωθούν, γιατί είναι αδύναμοι, ακόλαστοι, τιποτένιοι και αντάρτες!»
«Διορθώσαμε το έργο Σου και το βασίσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στην αυθεντία. Και χάρηκαν οι άνθρωποι, διότι πάλι σαν κοπάδι τους οδηγούν, και απαλλάχθηκαν επιτέλους οι καρδίες τους από το δώρο τούτο το φοβερό που τόσα βάσανα τους είχε φέρει. Λέγε πράξαμε σωστά, ήταν σωστά αυτά που πράξαμε και τους διδάξαμε; Μην εμείς δεν αγαπήσαμε την ανθρωπότητα, αφού με τόση ταπεινοφροσύνη παραδεχθήκαμε την αδυναμία της, από αγάπη γι’ αυτήν αλαφρύναμε το φορτίο της, επιτρέψαμε στην αδύναμη φύση της ως και την αμαρτία, αρκεί αυτή να γίνεται με την αδεία μας; Γιατί λοιπόν έρχεσαι τώρα να μας χαλάσεις την ησυχία μας;»
«Σ’ το ξαναλέω, αύριο κιόλας θα δεις το πειθήνιο τούτο κοπάδι να σπεύδει στο πρώτο μου νεύμα να ρίξει αναμμένα κάρβουνα στην πυρά όπου θα Σε κάψω, και τούτο γιατί ήρθες να μας χαλάσεις την ησυχία μας. Γιατί, αν υπάρχει κάποιος που να αξίζει πιότερο απ’ όλους την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi(είπα).»