Στο βραβευμένο με βραβείο Πούλιτζερ (1940) μυθιστόρημα του, ο John Steinbeck παρουσιάζει την οδύσσεια των μικροκαλλιεργητών των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που εξαιτίας του dust bowl (της σκόνης που κατέστρεφε τις σοδειές), της οικονομικής κρίσης του 1929 και λόγω της εισόδου νέων μεθόδων παραγωγής, εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τη γη τους και να αναζητήσουν στην ηλιόλουστη και πολλά υποσχόμενη Καλιφόρνια, την τύχη τους.
Το βιβλίο ακολουθεί την οικογένεια των Τζόουντ, οι οποίοι βρέθηκαν άστεγοι και δίχως γη κατ’ εντολή της Τράπεζας. Δίχως πλέον να υπάρχει καμία ελπίδα για αυτούς στην Οκλαχόμα, οι ήρωες μας αποφασίζουν να κυνηγήσουν το όνειρο μιας καλύτερης ζωής σε άλλον τόπο ως εργάτες γης ˙ όπως εξάλλου έκαναν και αρκετοί άλλοι πριν από αυτούς. Η πορεία τους προς τον “παράδεισο” μόνο εύκολη δεν ήταν, καθώς αντιμετώπισαν οικονομικές δυσκολίες και αποχωρίστηκαν μέλη της οικογένειας. Παρ’ όλες όμως τις κακουχίες δεν εγκατέλειψαν το όνειρο που απείχε μόλις λίγα μίλια μακριά.
Ωστόσο οι προσδοκίες που είχαν για κάτι καλύτερο εξανεμίστηκαν, όταν τελικώς έφτασαν στη “γη της επαγγελίας”. Η βία και ο εκφοβισμός από την μεριά της αστυνομίας, ο ρατσισμός των γηγενών που δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τους Οκιούς (με τον υποτιμητικό αυτό χαρακτηρισμό αποκαλούσαν αρχικά όσους κατάγονταν από την Οκλαχόμα, στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για όλους τους εργάτες-μετανάστες), ο αγώνας για την εύρεση εργασίας και αξιοπρεπούς στέγης, ο πενιχρός μισθός, ο κίνδυνος πως κάθε οργανωμένη προσπάθεια για καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης θα κληθεί “κόκκινη” ως προϊόν της κομμουνιστικής προπαγάνδας και κατ’ επέκταση πως όσοι εργάτες υποκινούν τέτοιου είδους προσπάθειες θα φυλακιστούν καθώς επίσης και οι άπειρες μέρες δίχως φαγητό, συνθέτουν τον… “παράδεισο της Καλιφόρνιας”.
«-Από πού ερχόσαστε όλοι εσείς; Και πού πάτε όλοι εσείς;
-Μα η Καλιφόρνια είναι μεγάλη πολιτεία.
-Όχι και τόσο. Ούτε ολάκερες οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι όσο το φαντάζεσαι μεγάλες. Δεν είναι αρκετά μεγάλες. Δεν έχει αρκετή θέση για σένα και για μένα, για ανθρώπους σαν κι εμένα, για πλούσιους και φτωχούς που μπορούν να ζήσουν μαζί μέσα στη χώρα, για κλέφτες και για τίμιους. Για πεινασμένους και για κοιλαράδες. Γιατί δε γυρίζεις πίσω από κει που ’ρθες;»
Τα σταφύλια της οργής αποτελούν τον ύμνο του αδιάκοπου αγώνα για την επιβίωση, όταν σου έχουν αφαιρέσει βιαίως όλα σου τα υπάρχοντα. Όταν κάποια εταιρία ή τράπεζα αποφασίζει πως η γη σου – αυτή στην οποία γεννήθηκες, όπου εργάστηκες ατελείωτες ώρες και χάρις στην οποία ζει και υπάρχει η οικογένειά σου- τελικά δεν σου ανήκει. Τη στιγμή εκείνη που κάποιος “μεγάλος” κρίνει πως δεν είναι προς το όφελος του να ζεις αξιοπρεπώς , όταν οι αριθμοί και το κέρδος αποκτούν μεγαλύτερη αξία από τον ίδιο τον άνθρωπο και την ζωή, τότε είναι που αρχίζει ξανά η πάλη της επιβίωσης.
«- Μα η γης είναι δική μας. Εμείς τη μετρήσαμε και τη μοιράσαμε. Σ’ αυτή τη γης γεννηθήκαμε, σ’ αυτή σκοτωθήκαμε, σ’ αυτή πεθάναμε. Καλή κακή, είναι δική μας. Αυτά την κάνουν να είναι δική μας – που εδώ γεννηθήκαμε, που εμείς την δουλέψαμε, που εδώ πεθάναμε. Αυτά είναι τα πραγματικά χαρτιά της ιδιοκτησίας, όχι ένα χαρτί γεμάτο νούμερα.
-Μας κάνει κόπο. Δεν είμαστε εμείς που το ζητάμε είναι το τέρας. Η Τράπεζα δεν είναι όπως ο άνθρωπος.
-Ναι, μα η Τράπεζα είναι φτιαγμένη από ανθρώπους.
-Όχι, δεν έχεις δίκιο σ’ αυτό- δεν έχεις καθόλου δίκιο σ’ αυτό. Άλλο η Τράπεζα κι άλλο οι άνθρωποι. Τυχαίνει ατομικά ο κάθε μέτοχος μιας Τράπεζας να σιχαίνεται αυτό που κάνει η Τράπεζα, και όμως η Τράπεζα το κάνει. Σας το ’πα, η Τράπεζα είναι κάτι πιο μεγάλο από τον άνθρωπο. Είναι το τέρας. Άνθρωποι την έφτιαξαν, μα δεν μπορούν να την εξουσιάσουν. »«Μα που σταματά η αλυσίδα; Ποιον πρέπει να σκοτώσουμε; Δεν το ’χω σκοπό να πεθάνω από την πείνα, πριν σκοτώσω αυτόν που με κάνει να πεθαίνω από την πείνα. »
Εκδιωγμένος από τη γη σου, άρα δίχως κανένα παρελθόν και ταυτότητα -διότι, κατά τον συγγραφέα : «Το μέρος που ζεί ο άνθρωπος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος»– ξεκινάς την οικοδόμηση μιας νέας ζωής σε έναν άλλο τόπο, ξένο και αφιλόξενο. Η καινούργια αρχή δεν θα είναι εύκολη, όπως πάντοτε συμβαίνει, άλλα θα πρέπει ενάντια σε όλες τις κακουχίες να παραμείνεις “άνθρωπος”.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1939. Κατακρίθηκε και απαγορεύτηκε σε αρκετές περιοχές, λόγω του ”άσεμνου και παραπλανητικού περιεχομένου του” σχετικά με την ζωή στην επαρχεία, ενώ παράλληλα θεωρήθηκε πως διέδιδε τα κομμουνιστικά ιδεώδη. Ο ίδιος ο Steinbeck είχε γράψει σχετικά : «Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς, ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι’ αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές.»
*Το 1940 μεταφέρθηκε από τον John Ford στην μεγάλη οθόνη. H ταινία προτάθηκε για 7 βραβεία Όσκαρ. Εν τέλει κέρδισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Β΄ Γυναικείου Ρόλου.
*Το 1989 η ταινία επιλέχθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου, ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική.
Ακολουθεί ένα τραγούδι( Dust Bowl Dance από τους Mumford and sons), που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση και κάλλιστα θα μπορούσε να είναι το soundtrack της ταινίας .