Αν είχατε την ευκαιρία να ακούσετε μια ιστορία από τρεις διαφορετικούς ανθρώπους ή καλύτερα τρεις διαφορετικές ιστορίες τριών ανθρώπων ποία θα διαλέγατε;
Την ιστορία ενός πλούσιου επιτυχημένου επιχειρηματία πατέρα δυο αγοριών και ενός κοριτσιού που πέθανε κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου; Την ιστορία από τα μάτια ενός νεαρού φοιτητή θεολογικής σχολής ή την ιστορία από την ζωή και τις απόψεις ενός αλκοολικού κλόουν ;
Συνήθως οι άνθρωποι του περιθωρίου μου γεννάνε εμπιστοσύνη και περιέργεια γιαυτό με ενθουσιάζει να τους ακούω οπότε θα διάλεγα τον τρίτο. Αυτό έκανε και ο βραβευμένος με νόμπελ Γερμανός λογοτέχνης Χάινριχ Μπελ
Ο κεντρικός ήρωας Χάνς Σνιρ ,γόνος εύπορης οικογένειας αποφασίζει να απαρνηθεί τον κομφορμιστικό
τρόπο ζωής,ο οποίος συνυπάρχει με τον καθωσπρεπισμό και την θρησκοληψία τις υψηλές αλλά και χαμηλές
τάξεις της μεταπολεμικής Γερμανίας.Έτσι γίνεται το μαύρο πρόβατο της οικογένειας αλλά και του κοινωνικού του
περίγυρου .
Ο νεαρός Χανς δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το χαμόγελο της αγαπημένης του Μαρί για να ορθώσει το ρομαντικό και γεμάτο ευαισθησία ανάστημα του της ύπαρξης του.Ενάντια στις κανονιστικές αρχες
και στα ασβεστοποιημένα ήθη που επιβάλει η ισχυρή παρουσία του καθολικισμού στην καθημερινότητα των ανθρώπων της Γερμανίας μετά τον πόλεμο.
Αποφασισμένος να μην συμμετάσχει σε αυτό το παιχνίδι της σιωπής και του συμβιβασμού ,βρίσκει το μόνο επάγγελμα που του ταιριάζει και γίνεται κλόουν.
Οι δύο νεαροί αρχίζουν τα ταξίδια από πόλη σε πόλη και η μία παράσταση διαδέχεται την άλλη.Χωρίς,όμως ιδιαίτερα υψηλές απολαβές με επακόλουθη συνέπεια την δυσχερή οικονομική τους κατάσταση και τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους.
Μετά από έξι χρόνια συμβίωσης η Μαρί παίρνει την μεγάλη απόφαση και παρατάει τον Χανς Σνιρ.Ύστερα από
τεράστια εσωτερική σύγκρουση .Όταν την ευαίσθητη και ρομαντική πλευρά της ψυχής της νικούν οι κακουχίες
και η “λογική¨ της οικογένειας και των γύρο της,καθώς παντρεύεται έναν σημαντικό παράγοντα του γερμανικού
καθολικισμού.
Ο καταπονεμένος ψυχικά αλλά και σωματικά Χανς ψάχνει να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στον θύμο και την αγάπη ,την παγωμένη ατμόσφαιρα των γύρο του και την ζεστή γεμάτη καλοσύνη και ανθρωπιά καρδία του.
Γιατί επέλεξα να γράψω και να παρουσιάσω το συγκεκριμένο έργο;
Γράφοντας την προσωπική μου άποψη ,επιδιώκω να προτείνω ένα έργο που μπορεί να αγγίξει μεγάλη γκάμα
ανθρώπων.Η απλότητα της γραφής του Χάινριχ Μπελ που αγγίζει με τρόπο χειρουργικής ακρίβειας τα πιο
βαθιά και περίπλοκα ζητήματα της ζωής.Άλλα και ο ρεαλισμός που διακατέχει τους χαρακτήρες και τον
κεντρικό ήρωα σε όλο το φάσμα του έργου ,χωρίς να έρχεται σε αντιπαράθεση με αγαθές,ρομαντικές και
ευαίσθητες απόψεις του.
Μέσα από τα μάτια ενός οξύτατου νου άλλα και την πνευματική διαύγεια που διακατέχει τον ευρηματικό και ιδιότροπο Χανς ,γίνεται αντιληπτό ότι οι άνθρωποι ξεχνάνε πολύ εύκολα και θυμούνται πολύ δύσκολα και πως ο εύκολος δρόμος ή οι εύκολες επιλογές δεν είναι οι σωστές.
Στην προσπάθεια μας να διορθώσουμε μία λάθος επιλογή η κατάσταση συνήθως οδηγούμαστε σε ένα μεγαλύτερο σφάλμα.Αυτό πιστεύω ισχύει όχι μόνο στην προσωπική,ιδιωτική άλλα και στην δημόσια κοινή μας ζωή.
Η παιδικότητα όμως του τραγικού ήρωα μου δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα. Από την μια η κατανόηση και η συμπόνια μου για εκείνον και από την άλλη η αδυναμία μου να κατηγορήσω τον οποιοδήποτε .Γιατί εδώ που τα λέμε πόσοι από εμάς διαλέγουν ή θα διαλέξουν το δύσκολο και δυσπρόσιτο μονοπάτι της ζωής;Πόσοι θα αρνηθούν να περπατήσουν από τον έτοιμο στρωμένο δρόμο και θα δημιουργήσουν καινούρια μονοπάτια πιο καθαρά και αγνά;
Πέρα όμως από το δράμα που εκτυλίσσεται η μαγεία βρίσκεται και στην απίστευτη εναλλαγή του κλίματος από την μελαγχολία , την θλίψη και την αποπνικτική μοναξία ο Χάινριχ Μπελ. χρησιμοποιεί με απίστευτη μαεστρία το εργαλείο που λέγεται χιούμορ .
Έτσι καταφέρνει να ενώσει τα δύο άκρα του κλάματος.Από την λύπη στο γέλιο.Δημιουργεί με αυτό το τρόπο έναν άξονα λογικής συνέχειας άλλα και συναισθηματικής αμφιταλάντευσης τόσο στον ήρωα όσο και στον αναγνώστη.
Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα στο έργο είναι ότι οι μικρές λεπτομέρειες κάνουν ένα οικοδόμημα να λάμψει.
του Μπιόρνη Λέκκα