Θέλαμε δε θέλαμε, όλοι αργά ή γρήγορα μάθαμε ότι το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το 2014 απονεμήθηκε στο καλλιτεχνικό αβγό του Στηβ Μακουίν και του Μπραντ Πιτ. Τα εγκωμιαστικά σχόλια για την ταινία «12 Χρόνια Σκλάβος» (12 YearsaSlave) κατακλύζουν εδώ και καιρό την τηλεόραση και το ίντερνετ, καιρός λοιπόν να δούμε αν όντως τα αξίζει.
Η πλοκή βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Σόλομον Νόρθαπ, ενός Αφροαμερικανού που γεννήθηκε ελεύθερος στις Ηνωμένες Πολιτείες, έπεσε θύμα απαγωγής και πουλήθηκε ως σκλάβος. Ως θεατές, παρακολουθούμε την περιπέτειά του από το σημείο που ζει ευτυχισμένος με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη και εξαπατάται από δύο άντρες που δήθεν του προσφέρουν δουλειά, όμως καταλήγει στα χέρια ενός δουλεμπόρου. Η ταινία αφηγείται το πέρασμά του από διαφορετικούς αφέντες, όπου βιώνει τη σκλαβιά σε όλες τις πτυχές της ώσπου να έρθει η απελευθέρωσή του.
Από την αρχή μέχρι το τέλος, το φιλμ είναι μια προσεγμένη παραγωγή με τη σκηνοθεσία του Στηβ Μακουίν να προσπαθεί να δώσει σάρκα και οστά σε όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις αλλά και σωματικά βάσανα του πρωταγωνιστή και των υπολοίπων ηρώων – κάτι που καταφέρνει ικανοποιητικά αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια ταινία στην οποία οι εμπορικοί σκοποί υπερέχουν των ανθρωπιστικών. Τα τοπία, τα κοστούμια και οι ερμηνείες φωνάζουν «Χόλιγουντ» από παντού, ενώ οι πολυσυζητημένες, socalled «σκληρές» εικόνες περιορίζονται σε δυο τρία μαστιγώματα που περισσότερο αηδιάζουν παρά ευαισθητοποιούν.
Δυστυχώς η χολιγουντιανή «καθαρότητα» της ταινίας υποβιβάζει την ίδια την αυθεντική ιστορία. Τα κλισέ είναι τουλάχιστον κραυγαλέα: η μάυρη μάνα που αποχωρίζεται με πόνο τα παιδιά της, η νεαρή σκλάβα που δέχεται σεξουαλική κακοποίηση, ο καλός και σπλαχνικός αφέντης σε αντιπαράθεση με τον παράλογα σκληρό δυνάστη, και – lastbutnotleast – η φωνή της προόδου και της πολιτικής ορθότητας· ο Καναδός που συμπονά τους σκλάβους και έρχεται να σώσει τον βασανισμένο Σόλομον. Ένας ρόλος που ενσαρκώνεται από – ΕΚΠΛΗΞΗ! – τον Μπραντ Πιτ! Ουάου, κανείς δεν περίμενε ότι θα έκανε guest εμφάνιση στην ταινία του, πόσο μάλλον σε αυτό το ρόλο. Μπράβο Μπραντ Πιτ, μας ανατρίχιασες.
Οι υπόλοιπες ερμηνείες είναι μάλλον χλιαρές, με εξαίρεση τη Λουπίτα Νυόγκο που, κλαίγοντας και σπαράζοντας για την κακή της μοίρα, έφερε δάκρυα στα μάτια όλων των μανάδων του πλανήτη και ένα Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου στο ενεργητικό της.
Η δε αισθητική της καθαρότητας που προανέφερα είναι και ένας από τους κύριους λόγους που η ταινία αποτυγχάνει στο να περάσει με έστω λίγο πρωτότυπο τρόπο το αντιρατσιστικό μήνυμα – το οποίο, σημειωτέον, πολλοί από εμάς έχουμε βαρεθεί να ακούμε. Δεν είναι και σίγουρο όμως ότι αποτυγχάνει, διότι είναι πολύ πιθανό ο σκοπός να ήταν η κατασκευή μιας «ευκολοχώνευτης» ταινίας που θα αγαπούσαν οι κριτικοί για το μήνυμά της, κι ας ήταν μασημένο. Ε, ας βάλουμε λίγο κλάμα και λίγο μαστίγωμα για να μη μας πουν φλώρους. Βουαλά! Μια σκληρή ταινία με πολιτικά ορθό και αποστειρωμένο μήνυμα και πολλές θέσεις στα ράφια για βραβεία.