Μετά το επικό αφιέρωμα της Χριστίνας στην ποίηση αποφάσισα να παραθέσω το εισαγωγικό κομμάτι της πτυχιακής μου, με γενικές πληροφορίες για έναν από τους αγαπημένους μου έλληνες ποιητές:

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου του 1928. Παρά το πρόωρο και άδοξο τέλος της ζωής του, πρόλαβε να μας αφήσει σημαντικό έργο, το οποίο τον καθιέρωσε ως αντιπροσωπευτικό ποιητή της εποχής του με ιδιαίτερη φωνή.

Προεξάρχων της ποιητικής γενιάς του ’20, ο Καρυωτάκης έγραφε από νεαρός, ενώ ήταν ακόμη φοιτητής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Για κάποιο χρονικό διάστημα δούλεψε ως δικηγόρος και ως δημόσιος υπάλληλος, όμως την ποίηση δεν φαίνεται να την άφησε ποτέ. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο Πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων το 1919, όταν ήταν μόλις εικοσιτριών ετών. Ακολούθησαν άλλες δύο συλλογές: Νηπενθή το 1921 και Ελεγεία και Σάτιρες το 1927. Ο Καρυωτάκης, επίσης, μετέφρασε πολλά ποιήματα Ευρωπαίων ποιητών και έγραψε αρκετά πεζά, τα οποία δεν συμπεριλήφθηκαν στις τρεις συλλογές του.

Ο Καρυωτάκης, όταν πρωτοξεκίνησε να γράφει, αξιοποιούσε τη δημοτική, η οποία είχε επικρατήσει εκείνα τα χρόνια. Αργότερα όμως, ο ώριμος Καρυωτάκης χρησιμοποιεί ποικίλο λεξιλόγιο και, κάποιες φορές, αποκλίνει στιχουργικά από τους παραδοσιακούς κανόνες της ελληνικής ποίησης. Στο Ελεγεία και Σάτιρες έχει πια καθιερωθεί ως ποιητής με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην στιχουργία και τη θεματολογία.

Όσον αφορά στην τεχνοτροπία που υιοθετεί ο ποιητής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επηρεάζεται από τον γαλλικό Συμβολισμό. Τη θεματική της ποίησής του χαρακτηρίζει η έντονα πεσιμιστική ματιά για όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του.[1] Αυτή η απαισιοδοξία, η οποία χαρακτηρίζει και άλλους σύγχρονούς του ποιητές, συνδέεται κυρίως με την ταραγμένη εποχή κατά την οποία έζησε: η επανάσταση στο Γουδί του 1909, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), η “Μεγάλη Ιδέα” και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (1918-1922), που έληξε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Πέρα από τα δρώμενα της εποχής, η ζωή και ο θάνατος του Καρυωτάκη συνδέονται άρρηκτα με τη θεματολογία του έργου του. Ο ανανταπόδοτος έρωτας του ποιητή με την Άννα Σκορδύλη και η περίπλοκη σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη, η κατάθλιψη, το μικρόβιο της σύφιλης και η απόρριψή του ως αξιόλογου ποιητή από πολλούς συγχρόνους του[2], οδήγησαν τον Κώστα Καρυωτάκη σε μία ποίηση γεμάτη πόνο, γεμάτη με το αίσθημα της ματαιότητας των πραγμάτων, με ανεκπλήρωτους και χαμένους έρωτες, με το θέμα των γηρατειών και, τέλος, τον θάνατο.

Διαβάζοντας κανείς για πρώτη φορά τα ποιήματα του Καρυωτάκη μπορεί αρχικά να συμπεράνει ότι ο ποιητής εστιάζει την προσοχή του μόνο στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και βλέπει τα πάντα με απαισιοδοξία. Όμως, με μία βαθύτερη μελέτη και ανάλυση των ποιημάτων του, ανακαλύπτουμε ότι το ανθρώπινο σώμα κατέχει το ίδιο σημαντική θέση με την ψυχή. Και ίσως ο Καρυωτάκης να μην είναι απλά ένας ποιητής που βλέπει τη ζωή τόσο μάταιη και ανούσια˙ ίσως ακόμη και η ίδια η ποίησή του να συνδέεται με το ανθρώπινο σώμα:

“Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά.”

 


[1] Roderick Beaton, “Οι διάδοχοι του Παλαμά”, στο Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996, σ. 169.

[2] Γ. Π. Σαββίδης, “Ο Καρυωτάκης και η εποχή του”, στο Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, εκδ. Εστία, Αθήνα 1983, σ. α’-δ’.

 Του Σάββα Χρυσικόπουλου

Σχόλια