Ένας διεστραμμένος κόσμος: νοσηρές ανθρώπινες σχέσεις μέσα απ’ την ματιά τριών αρθρογράφων της σελίδας.
1. Λεπτή ισορροπία – Άρτεμις Κουλουρά
Νερά μπερδεμένα
ανακατεμένα
βρώμικα και καθαρά μαζί
τσαλαπατάς άγαρμπα
ψάχνεις την ισορροπία
ανάμεσα στο μαύρο και στο φως
τρέμοντας άλλοτε από έρωτα
άλλοτε από θλίψη.
Παγιδεύεσαι σε συναισθήματα
Πνίγεσαι από πράξεις σου
Αμφιταλαντεύεσαι
στο σωστό και στο λάθος
Στο τυχαίο ή μη τυχαίο
και στο φως που έχεις χτίσει
Στην πραγματική βαθύτερη θέλησή σου
Την αναζητάς
Για τι έχεις προσπαθήσει, για ποιον έχεις προσπαθήσει
Δυο στιγμές αρκετές για αναθεωρήσεις δεδομένων εντυπώσεων
Δυο τρικυμίες αρκετές για να ανακατευτούν τα νερά
ένα φως που αντικρούει το άλλο
ένα φως που σπιλώθηκε
ποιο θα κρατήσεις
για ποιο θα παλέψεις
Η ομορφιά που σπιλώθηκε
η ομορφιά που έχεις χτίσει
και η πληγή που έχεις καθήκον να απαλύνεις.
2. ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ – Γιάννης Ζαραμπούκας
Περπατάς γοργά με τους ώμους γυρτούς και το βλέμμα σκαλωμένο στην άσφαλτο. Ο αγέρας παγωμένος φυσά στο πρόσωπο σου παίζοντας με τα κρόσσια του κασκόλ σου. Βρέχει. Οι στάλες της βροχής μαστιγώνουν τις κόκκινες σκεπές, τις λαμαρίνες των αυτοκινήτων και τα λασπωμένα πεζοδρόμια σχηματίζοντας αβαθείς λίμνες. Ύστερα από λίγο, το νερό κυλά λαχανιασμένο στις βιτρίνες των καταστημάτων, στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων και στα τζαμάκια των φανοστατών.
Στα δάκτυλα σου καίει ακόμη, αν και μουσκεμένο, ένα τσιγάρο.
Η βροχή δυναμώνει ξανά, σκεπάζοντας κάθε ήχο της πόλης με τις δικές τις υγρές μελωδίες.
Πετάς το τσιγάρο κι ανοίγεις το βήμα, σχεδόν τρέχεις. Τα σκαρπίνια σου βουλιάζουν στις λάσπες. Καφετιές κηλίδες πιτσιλούν την άκρη του παντελονιού σου. Καταπίνεις λαίμαργα την απόσταση που απομένει μέχρι το πέτρινο σπίτι. Το κασκόλ σου, τραμπαλίζεται στο τέμπο των βημάτων σου. Τα κρόσσια του, σαν να αποχαιρετούν τις τσιμεντένιες πλάκες ανασηκώνονται αμυδρά και πέφτουν ξανά θλιμμένες πάνω στην βρεγμένη σου πλάτη.
Μια γάτα πετάγεται εμπρός σου. Τα μάτια της καρβουνιασμένα, στο ίδιο χρώμα με το τρίχωμα της καρφώνονται στο πρόσωπο σου. Στο στόμα της κρέμεται ένα νεκρό ποντίκι, ενώ απ’ το σαγόνι της σταλάζει το αίμα, βάφοντας άλικο το δέρμα της.
Το βήμα σου παγώνει.
Ο ήχος της βροχής παύει.
Ο χρόνος κολλά σε εκείνη τη στιγμή.
Μα ξάφνου, ρίχνει ένα σάλτο και χάνεται πίσω από ένα λόφο με σκουπίδια.
Τώρα, τρέχεις. Το στέρνο σου ανεβοκατεβαίνει ξέφρενα. Το πρόσωπο σου κοκκινίζει. Αλμυρές σταγόνες νερού κυλούν απ’ τους κροτάφους σου και σμίγουν μ’ εκείνες της βροχής.
Επιτέλους φτάνεις.
Το δάχτυλο σου διστάζει, στην συνέχεια όμως κολλά στο μεταλλικό κουδούνι.
Το πόδι σου χτυπά έναν ανυπόμονο σκοπό στο μαρμάρινο σκαλί.
Η πόρτα ανοίγει. Περπατάς στο παχύ χαλί, αφήνοντας λασπωμένα χνάρια. Ο διάδρομος φωτίζεται απ’ το θαμπό φως των κεριών, που βρίσκονται πάνω στην εταζέρα.
Η φλόγα τους τρεμοπαίζει. Σκιές χορεύουν στους ξεφλουδισμένους τοίχους, πίσω απ’ τις κορνίζες, που σκεπάστηκαν απ’ της λήθης τη σκόνη.
Ανεβαίνεις τη ξύλινη σκάλα με τις σανίδες της να στενάζουν σε κάθε σου βήμα. Το ουρλιαχτό τους κηλίδα που απλώνει στη λιμνάζουσα σιωπή του πέτρινου σπιτιού. Βρίσκεται εκεί, καθισμένη με τα λυτά φλογάτα μαλλιά να πέφτουν ατίθασες μπούκλες στους ντυμένους με το βαθυπράσινο ύφασμα του φορέματος ώμους της. Στο τζάκι έχουν μείνει μοναχά λίγα κάρβουνα.
Σχεδόν αόρατη, με δέρμα χλωμό, σχεδόν διάφανο σε παρατηρεί.
Μία καρικατούρα ενός χαμόγελου σχηματίζεται στο πρόσωπο της.
Κάθεστε στο τραπέζι. Ανάμεσα σας παρεμβάλλονται άδεια πορσελάνινα πιάτα, στοιχισμένα μαχαιροπίρουνα από αλπακά κι ένα κρυστάλλινο βάζο, ακριβώς στο κέντρο.
Το νερό στο εσωτερικό του είναι πια κίτρινο και τα πέταλα των ρόδων έχουν ζαρώσει.
Απ’ το βάθος του δωματίου έρχεται μια ξεκούρδιστη μελωδία ενός βιολιού. Τα βλέμμα σου ταξιδεύει ντροπαλά σε κάθε σπιθαμή του προσώπου της, μα τελικά στέκεται για κάμποσο στις καταγάλανες φλέβες του λαιμού της.
Εκείνη σε κοιτά απευθείας στα μάτια.
Το βλέμμα της φεγγοβολά παράξενα.
Οι τρίχες του κορμιού σου αναριγούν.
Χαμηλώνεις τα μάτια, προσπαθώντας μάταια να κρύψεις την απόχρωση της ντροπής, που έβαψε τα μάγουλα σου.
Την αμηχανία της στιγμής θρυμματίζει ένας κοκαλιάρης υπηρέτης που σέρνει ένα καροτσάκι. Οι πιατέλες πάνω του χοροπηδούν στριγκλίζοντας σαν τρίβονται με την μεταλλική επιφάνεια. Γεμίζει τον άδειο χώρο μεταξύ το τραπεζιού, αντικαθιστά το πιάτο σου με μια μικρή πιατέλα, κι έπειτα αποσύρεται αθόρυβα.
Εκείνη σηκώνεται απ’ την καρέκλα της και σε πλησιάζει. Απλώνει τα λεπτά της δάκτυλα, πιάνει σφικτά το καπάκι της πιατέλας που βρίσκεται μπροστά σου, και με κίνηση αποφασιστική, κάπως απότομη ίσως, το τραβά.
Ένας κοίλος μυς πάλλεται ρυθμικά, κολυμπώντας σε κόκκινο, πηχτό υγρό. Απλώνεις το χέρι κι αγγίζεις την αριστερή μεριά του στέρνου σου.
Τα δάχτυλα σου βάφονται κόκκινα, τα μέλη σου μουδιάζουν κι ένα απέραντο ψύχος απλώνεται μέσα σου. Δάκρυα ξεκινούν να βρέχουν τα μάγουλα σου και να εισχωρούν ανάμεσα στα χείλη σου.
Η γεύση τους είναι στυφή…
Οι καταπράσινες φυλλωσιές των ματιών της γεμίζουν σκιές, λες κι ένα σμάρι γκρίζων νεφελών έπεσε βαρύ επάνω τους.
Τα ντελικάτα χαρακτηριστικά του προσώπου της λιώνουν, στάζουν σαν κερί λερώνοντας το πάτωμα.
Τα χείλη της γλιστρούν πάνω στα λασπωμένα σου σκαρπίνια.
Μα το γέλιο της σκοτεινό ηχεί αιχμηρό γρατζουνώντας τα αφτιά σου. Οι ώμοι της τραντάζονται.
Ένα κοράκι πετά απ’ τα ανοιχτό παράθυρο και προσγειώνεται μπροστά σου.
Ανοίγει το αιχμηρό του ράμφος και τσιμπολογά κι ύστερα χορτασμένο χάνεται στη νύχτα.
3. Εξαρτήσεις – Μαίρη Β.
«Κάθε φορά που γυρνούσε, λίγο πριν το ξημέρωμα, με τη μυρωδιά από το αλκοόλ ακόμα κολλημένη στο κορμί του, ο χρόνος σταμάταγε.
Όλα του έφταιγαν. Δεν έβρισκε τίποτα να τον ευχαριστεί. Ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός στα μάτια του. Σαν να ήθελαν όλοι να του κάνουν κακό, και κυρίως εγώ.
Οι παραισθήσεις που δημιουργούσαν ο καπνός και το ποτό, ξυπνούσαν μέσα του εικόνες χαοτικές, ιδέες παρανοϊκές, σκηνές φρικαλέες. Και τότε ξεσπούσε• Πάνω στον καθρέφτη, πάνω στα ποτήρια, πάνω στο τασάκι, πάνω σ’ εμένα…
Κομμάτια γυαλιού και κρυστάλλων, στο πάτωμα σκορπισμένα. Μελανιές και πληγές ανοιχτές, στο σώμα μου αφημένες. Τα πάντα γυρνούσαν στο κεφάλι του, σε μια ιλιγγιώδη παραζάλη που σάλευε το νου.
Ο κόσμος πια δεν τον χωρούσε.
Όχι, δεν ήταν κακός. Αισθανόταν μονάχα την απόρριψη από τους ανθρώπους, την κοινωνία, την ζωή. Ήταν εκείνος πάντα ο φόβος που τον παρέλυε από όταν ήταν παιδί και προσπαθούσε με το ουίσκι να τον γιατρέψει.
Δεν τα κατάφερνε, όμως. Ήταν αδύναμος, παραδομένος στα πάθη του. Πάλευε με τους δαίμονες του, θεριεύοντας τους περισσότερο.
Κι εγώ, τι θέση έχω σ’ όλα αυτά; Μα είμαι ο μόνιμος σάκος του μποξ, το σταθερό του αντίβαρο για να απαλύνει τις δικές του πληγές, προκαλώντας μου πόνο. Κατά βάθος, το ξέρω πως μ’ έχει ανάγκη.
Με χρησιμοποιεί για να γίνει καλύτερος. Χωρίς εμένα, δεν θα μπορούσε, δεν θα άντεχε. Κι εγώ δίχως εκείνον, δεν θα είχα καμία αξία.
Αυτό δεν είναι άλλωστε και η απόλυτη αγάπη;
Η εξάρτηση του ενός από τον άλλο, ολοκληρωτικά και για πάντα…
Κάθε του χτύπημα, είναι και ένα του φιλί για μένα.
Κάθε μου κραυγή και μία ανταπόδοση της αγάπης του.
Όταν αφήνομαι στα χέρια του και εκείνος χαράσσει σημάδια στη λευκή μου σάρκα, ξέρω πως θα ήμαστε πάντα ένα.
Η σχέση μας ένα δηλητήριο που μου καίει τα χείλη, αλλά με κρατά ζωντανή. Ένας γλυκός εφιάλτης, από τον οποίο δεν επιθυμώ να δραπετεύσω.
Ένα ιδανικό μαρτύριο, για το οποίο αξίζει να θυσιαστώ…»