Κυνικός και προκλητικός ο Pedro Almodóvar, χαρακτηρίζεται από την άρνησή του να συμβιβαστεί με ο, τι καλείται αισθητικά ορθό και από έναν αντικομφορμισμό που εκφράζεται μέσω του αισθητικού «αναρχισμού».

Ένα ακόμα γνώρισμά του είναι η εμμονή του στα χίλια πρόσωπα της γυναίκας – γι’ αυτό, άλλωστε, έχει χαρακτηριστεί ως σκηνοθέτης γυναικών. Οι γυναίκες του Almodóvar προβάλλονται μέσα από διάφορους ρόλους: από την μητέρα (στην οποία εστιάζει σε μεγάλο βαθμό) στην κόρη, από την σύζυγο στην ερωμένη, από την λεσβία στην τραβεστί και από το θύμα στη δολοφόνο.

Άλλο ένα στοιχείο του σκηνοθέτη είναι η ατέρμονη υπερβολή: πολυχρωμία, κιτς, σεξουαλικές (και όχι μόνο) διαστροφές δεσπόζουν στις ταινίες του, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται μία ωρίμανση από τα πρώτα, σχεδόν άτεχνα φιλμ του, μέχρι τα πιο πρόσφατα, την περίοδο της διεθνούς αναγνώρισης του Almodóvar.

«Το σινεμά μπορεί να γεμίσει τα κενά και να γιατρέψει τις πληγές της μοναξιάς», έχει δηλώσει ο Ισπανός σκηνοθέτης, που επιστρέφει φέτος με μια κεφάτη κωμωδία, μένοντας πιστός στη ρήση του μιας και σήμερα το γέλιο λείπει όσο τίποτα.

Γεννημένος στις 25 Σεπτεμβρίου του 1949, ο Pedro Almodóvar Caballero, όπως είναι το πλήρες όνομά του αποτελεί ίσως τον σπουδαιότερο και πιο αναγνωρίσιμο σύγχρονο Ισπανό σκηνοθέτη. Οι ταινίες του ξεχωρίζουν τόσο για τη θεματική όσο και για την ιδιαίτερη αισθητική τους.

Στα 8 του, η οικογένεια του τον έστειλε εσώκλειστο σε ένα θρησκευτικό σχολείο με την ελπίδα ότι μεγαλώνοντας θα γίνει ιερέας. Ωστόσο ο ίδιος δεν ένιωθε άνετα μέσα στο οικοτροφείο. Αυτό που έμαθε όμως ήταν πόσο μεγάλη αδυναμία είχαν ορισμένοι ιερείς στα μικρά αγόρια. Αν και ο ίδιος δεν κακοποιήθηκε ποτέ σεξουαλικά, είχε γίνει μάρτυρας σε περιστατικά παιδεραστίας.

«Ένιωθα φόβο για τους ιερείς, ενώ έβρισκα το καθιερωμένο χειροφίλημα αποκρουστικό», δηλώνει σήμερα. Άκρως επηρεασμένος από τη διαμονή του εκεί, βάσισε όλο το σενάριο της ταινίας του «Κακή Εκπαίδευση» στη δική του- μια εκπαίδευση με άξονα «την ενοχή, την αμαρτία και την τιμωρία», όπως έχει τονίσει ο σκηνοθέτης, ο οποίος χρειάστηκε 10 χρόνια για να ολοκληρώσει την αυτοβιογραφική ταινία του.

Μετά την αποφοίτησή του και, παρά τις έντονες αντιρρήσεις των γονιών του, ο Almodóvar, τo 1967, εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη. Η δικτατορία του Φράνκο είχε «κλείσει» την Εθνική Κινηματογραφική Σχολή, αναγκάζοντας τον εκκολαπτόμενο σκηνοθέτη να μάθει την τέχνη του σινεμά μόνος του, παίρνοντας μαθήματα από τα φιλμ των αγαπημένων του Buñuel, Hitchcock, Bergman και Fellini και ταυτόχρονα είχε απαγορευτεί οποιοδήποτε είδος καλλιτεχνικής έκφρασης που αμφισβητούσε το κατεστημένο. Ο Αλμοδόβαρ, που παραδεχόταν ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, δεν είχε καμία διάθεση να πάει «με τα νερά τους».

Βρήκε τη διέξοδο του στους undergournd καλλιτεχνικούς κύκλους που λειτουργούσαν κρυφά στη Μαδρίτη. Έγραφε άρθρα και σχεδίαζε σατιρικά, προκλητικά κόμικς για διάφορες εφημερίδες και περιοδικά. Είχε μία εβδομαδιαία στήλη στην οποία υπέγραφε ως «η πορνοστάρ Πάτι Ντιφούζα».

Η αρθρογραφία του είχε τεράστια απήχηση στο νεανικό και επαναστατικό κοινό. Μία από τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις ήταν το ντουέτο που έκανε με τον Φάμπιο ΜακΝαμάρα, γνωστό και ως «Φάνι». Το συγκρότημα ονομαζόταν «Αλμοδόβαρ και Μακναμάρα». Στη σκηνή έβγαινε με διχτυωτά καλσόν, μαύρο eyeliner και περούκες.

Η αντισυμβατική αρχή

Τα πρώτα βήματά του τα έκανε στον χώρο του πειραματικού σινεμά. Η συνεργασία του με τη θεατρική ομάδα «Los Goliardos», είχε ως αποτέλεσμα τη γνωριμία του με την ηθοποιό Carmen Maura, με την οποία θα συνεργαστεί στο μέλλον σε αρκετές ταινίες του. Η ουσιαστική του όμως μύηση στα άδυτα της σκηνοθεσίας, έγινε σε ηλικία 22 ετών, όταν αγόρασε την πρώτη του κάμερα.

Οι ταινίες μικρού μήκους που γύριζε, γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στα νυχτερινά μαγαζιά της Μαδρίτης που προβάλλονταν. «Δεν μπορούσα να προσθέσω ήχο λόγω της χαμηλής ποιότητα της κόπιας», θυμάται, «έγινα όμως διάσημος γιατί, καθώς οι ταινίες ήταν βουβές, είχα μαζί μου κασέτες για να προσθέτω μουσική, ενώ έκανα ο ίδιος όλες τις φωνές και τους διαλόγους της ταινίας».

Η διασημότητα

Όλη αυτή αναγνωρισιμότητα δίνει στον σκηνοθέτη την ευκαιρία να κάνει την πρώτη του κανονική κινηματογραφική απόπειρα με τίτλο «Η Pepi, η Luci, η Bon και τ’ άλλα κορίτσια», τα πολλά εμπόδια που συνάντησε δεν εμπόδισαν τη δημιουργικότητα του, «αν ένα έργο έχει λάθη, θεωρείται κακό, αν όμως έχει άπειρα λάθη θεωρείται στυλ», αστειεύεται λέγοντας ότι έτσι προμόταρε το φιλμ του.

Τα επόμενα χρόνια η καριέρα του Pedro Almodóvar ακολουθούσε μόνο ανοδική πορεία. Το 1982 με το «Λαβύρινθο του Πάθους», ταινία ντεμπούτο του Antonio Banderas, ο αμφιλεγόμενος σκηνοθέτης δείχνει την οπτική του απέναντι στην Εκκλησία, τον καθολικισμό και την κακοποίηση γυναικών και παιδιών, θέματα αιχμηρά που επανέρχονται άλλα λιγότερο άλλα περισσότερο σε κάθε του ταινία.

Αρκετές ταινίες αργότερα, το 1988, ο Ισπανός σκηνοθέτης γυρίζει το «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης». Χάρη στην ταινία αυτή αλλά και σε δηλώσεις όπως «τα τελευταία χρόνια τα στούντιο έχουν ξεχάσει πόσο συναρπαστικές είναι οι γυναίκες», καθιερώνεται ως «ο σκηνοθέτης των γυναικών».

Παράλληλα κερδίζει την προσοχή του αμερικανικού κοινού και κερδίζει υποψηφιότητα για Oscar (καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας). Παρά το «άνοιγμά» του στις ΗΠΑ, και τις προτάσεις που έχει δεχτεί να δραστηριοποιηθεί εκεί, ο ίδιος, όσο περνά ο καιρός θεωρεί το ενδεχόμενο αυτό όλο και πιο απίθανο «δουλεύουμε διαφορετικά. Στις ταινίες μου έχω εγώ το πάνω χέρι, ενώ στο Hollywood, υπάρχουν πολλοί των οποίων οι αποφάσεις προηγούνται του σκηνοθέτη».

Συνεχίζοντας όμως να ταρακουνάει τα αμερικανικά κινηματογραφικά νερά, το 2002, ήρθε η επόμενη οσκαρική υποψηφιότητα και νίκη για το σκηνοθέτη με την ταινία «Μίλα της», που διηγείται την ιστορία δύο αντρών που γίνονται φίλοι ενώ φροντίζουν τις συζύγους τους που βρίσκονται σε κώμα.

Ο Almodóvar και οι συνεργασίες του

Συνεχίζοντας μια συνεργασία που είχε ξεκινήσει με το «Όλα για τη μητέρα μου», ο Almodóvar, χρησιμοποιεί για πρωταγωνίστριά του, στην ταινία «Γύρνα Πίσω», την Penélope Cruz, τη μούσα του όπως τη χαρακτηρίζει σήμερα. Ο ίδιος έχει πει για την Cruz, ότι τον εμπνέει κι ότι δουλεύοντας μαζί της γίνεται καλύτερος σκηνοθέτης, ωστόσο κι η ίδια η ηθοποιός φαίνεται να δίνει τον καλύτερό της εαυτό για τον Almodóvar, μιας και κερδίζει υποψηφιότητα για Oscar ερμηνείας.

Ο αμοιβαίος σεβασμός τους, οδηγεί σε ακόμα μια ταινία, το «Ραγισμένες Αγκαλιές», που προβάλλεται στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών και προτείνεται για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Το 2011, δοκιμάζει το σινεμά ψυχολογικού τρόμου, στην ταινία «Το Δέρμα που Κατοικώ», κι εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Antonio Banderas, 21 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία κινηματογραφική τους συνάντηση.

Η ταινία αφορά σε έναν πλαστικό χειρουργό που κάνει πειράματα σε μία γυναίκα την οποία κρατά αιχμάλωτη, και αποτελεί φόρο τιμής σε σκηνοθέτες όπως ο Hitchcock αλλά και ο Dario Argento.

Ενδεικτική φιλμογραφία

«Η Pepi, η Luci, η Bon και τ’ άλλα κορίτσια» (1980), «Ο Λαβύρινθος του Πάθους» (1982), «Αμαρτωλές Καλόγριες» (1983), «Μatador» (1986), «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» (1988), «Δέσε με» (1990), «Ψηλά Τακούνια» (1991), «Kika» (1993), «Μυστικό μου λουλούδι» (1995), «Όλα για τη Μητέρα μου» (1999), «Μίλα Της» (2002), «Κακή Εκπαίδευση» (2004), «Γύρνα Πίσω» (2006), «Ραγισμένες Αγκαλιές» (2009), «Το Δέρμα που Κατοικώ» (2011), «Δεν Κρατιέμαι» (2013).

 

Σχόλια