Site icon Frapress

Μια λογοτεχνική βόλτα στη Θεσσαλονίκη

Φωτογραφικό υλικό: Ιωάννης Κωνσταντίνου

 

Απ’ όπου και να δεις τη Θεσσαλονίκη θα παρατηρήσεις να ξεπηδούν από παντού οι κρυφές ομορφιές και οι ιστορίες αυτής της πόλης. Μια πόλη που η ομορφιά της δεν κρύβεται ούτε τις συννεφιασμένες μέρες. Μια πόλη που αν την επισκεφτείς θα σου δώσει πολλά αλλά σίγουρα θα πάρει και κάτι από σένα, ένα κομμάτι της ψυχής σου θα βρίσκεται πάντα στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κι αυτοί οι στίχοι και οι φωτογραφίες που θα βρεις εδώ θα σε ταξιδέψουν και σίγουρα θα σε συγκινήσουν.

 

Και να θυμάσαι ότι, κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη!

 

 

1. Μιχάλης Πιερής – Πέρασμα απ’ τη Θεσσαλονίκη

Δεν ήταν όνειρο, ήμουν ξανά στην πόλη
που με κράτησε στα σωθικά της
δέκα χρόνια. Στην πόλη που ροκάνισε
το πιο καλό μου σώμα. Περπάτησα
αργά στην προκυμαία, τις νύχτες
ανηφόρισα στα Κάστρα. Ήμουν εδώ
ξανά, κυκλοφορούσα διάφανος
σαν να ’μουνα νεφέλη, εδώ σπατάλησα
τ΄ανίσχυρά μου χρόνια που δίχως
δύναμη καμιά και δίχως εξουσία
είχα παραδοθεί στην ηδονή.
Στην ηδονή μιας τέτοιας πόλης.

 

2. Ζωή Καρέλλη – Το πορτοκάλι ή χρυσόμηλον

Όταν μένεις βαρύθυμος:
σκέψου ένα πορτοκάλι.
Το βέβαιο, καθαρό του σχήμα,
τον πυκνό φλοιό, μα πιο πολύ
το ζωντανό του χρώμα, απερίσπαστο.
Ίσως μπορέσεις τότε να συλλογιστείς,
ίσως και να πιστέψεις
πως ο καρπός αυτός, αληθινά
είναι του ήλιου προσφορά.
Κι όταν τ’ ανοίξεις, την γεωμετρική του τάξη
θ’ αντιληφθείς, χυμώδη, κρυσταλλώδη.
Θυμούμαι ένα πρωινό του φθινοπώρου
και μια μαούνα μαύρη
απ’ την πολυκαιρία στα νερά∙
στο μώλο ήταν δεμένη,
με πορτοκάλια φορτωμένη χαρωπά,
ανάκατα ριγμένα, άφθονα,
φερμένα από ηλιόλουστα ακρογιάλια και νησιά.
Στον κόλπο της Θεσσαλονίκης,
η θάλασσά μας ήταν τη μέρα εκείνη,
πράσινη και σταχτιά, ακίνητη βαρειά,
όμως τα πορτοκάλια μέναν νικηφόρα
και νεανικά.

 

 

3. Πάνος Γαβαλάς – Μάγισσα Θεσσαλονίκη

Τι βοτάνι μου `χεις δώσει
και σε πόνεσα
μάγισσα Θεσσαλονίκη
την καρδιά μου πως σου ανήκει
τώρα το `νιωσα

Για σένα την αγάπη μου
την έκανα τραγούδι
νυφούλα του Θερμαϊκού
και του βορρά λουλούδι

Η πλανεύτρα ομορφιά σου
με ξελόγιασε
κι η δική σου η αγάπη
στη καρδιά μου σαν πουλάκι
μπήκε φώλιασε
Για σένα την αγάπη μου
την έκανα τραγούδι
νυφούλα του Θερμαϊκού
και του βορρά λουλούδι

Σκλάβος έχω απομείνει
μες τα χέρια σου
κι αν θα φύγω μακρυά σου
θα `ναι οι σκέψεις μου κοντά σου
στα λημέρια σου

 

 

4. Ξύλινα Σπαθιά – Η φωτιά στο λιμάνι

 

Θα είμαι πάντα εγώ μες το όπλο σου σφαίρα
να σκοτώνεις αυτούς που σκοτώνουν τη μέρα.
Με τα μαύρα γυαλιά και το άσπρο φουστάνι
να κοιτάς μακριά τη φωτιά στο λιμάνι.
Ξέρω ένα παιδί που μου λέει πως σε ξέρει
ότι είχατε δει ένα τρελό καλοκαίρι
στο κομμάτι που λείπει απ’ το σπασμένο καθρέφτη,
στο λιμάνι φωτιά, τον ήλιο πάλι να πέφτει.
Κόκκινα σύννεφα στον ουρανό κι εσύ γελάς…
Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά.
Θα ‘μαι πάντα εγώ μες το όπλο σου σφαίρα
να χτυπάς το νερό, να χτυπάς τον αέρα,
να θυμάσαι ξανά όσα είχαμε κάνει,
τις φωτιές στα Ντεπώ, τη φωτιά στο λιμάνι.
Κόκκινα σύννεφα στον ουρανό κι εσύ γελάς…
Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου στα σκυλιά.
Γελάς γιατί σε θέλω, κατεβάζεις το καπέλο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
σαν ταινία η ζωή σου να κυλά.
Ξέρω ένα παιδί που μου λέει πως σε ξέρει
ότι είχατε δει ένα τρελό καλοκαίρι
στο κομμάτι που λείπει απ’ το σπασμένο καθρέφτη,
στο λιμάνι φωτιά, τον ήλιο πάλι να πέφτει

 

5. Μανόλης Ρασούλης – Λεωνίδας

Γιος του χαμού και την ελπίδας
λιακό παιδί ο Λεωνίδας.

Με όλα τα φώτα ανοιχτά
και το μυαλό και την καρδιά,
στη μακρινή πατρίδα φτάνω,
το όνειρο αλήθεια κάνω.

Θα ‘ρθω να θυμηθώ και να ξεχάσω
κι όμως Θεσσαλονίκη μου δε θα σε ξαναχάσω.

Οποίος θα δει την παιδική ψυχή μου
θα αναγνωρίσει αμέσως την πληγή μου.

Μα η αγάπη αγρυπνά
τη νιώθω πια πολύ κοντά,
τον εφιάλτη μου απομακρύνω,
τον πόνο και τις στάχτες πίσω αφήνω.

Θα ΄ρθω να θυμηθώ και να ξεχάσω
όμως Θεσσαλονίκη μου δε θα σε ξαναχάσω.

 

 

6. Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος (απόσπασμα)

Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,
βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών —
των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

 

I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

 

7. Νίκος Καββαδίας – Θεσσαλονίκη II

 

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό

 

8. Κώστας Λειβαδάς – Βρέχει στην Ίωνος Δραγούμη

 

Βρέχει στην Ίωνος Δραγούμη, χάραμα,
χωρίς ελπίδα
Κι εγώ πουλί στα μαύρα τζάμια, χάνομαι,
στην καταιγίδα
Στα απέναντι μπαλκόνια ο κόσμος στέκεται,
για μια ζωή προσεύχεται,
μπλέκεται που ακόμα δεν σε είδα…
Μάτια μου ο πόνος μου για σένα,
παίρνει τη λύπη της βροχής
μέσα από αγάλματα σπασμένα
και στη σκιά μιας ενοχής.
Γλυκόπιοτη χαρά μου
που θα σε ξαναδώ,
να βρω τη λησμονιά μου,
να αναστηθώ…
Στα απέναντι μπαλκόνια ο κόσμος στέκεται,
για μια ζωή προσεύχεται,
μπλέκεται που ακόμα δεν σε είδα.
Μάτια μου ο πόνος μου για σένα,
παίρνει τη λύπη της βροχής
στέλνει τα χρόνια μου στα ξένα
και στη θηλιά συμπληρωματικά.
Γλυκόπιοτη χαρά μου
που θα τα σε ξαναδώ,
να βρω τη λησμονιά μου,
να αναστηθώ…

 

9. Νίκος Παπάζογλου – Φύσηξε ο Βαρδάρης

 

Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε
Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας

Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα

Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο

 

Σχόλια

Exit mobile version