Μποέμ είναι ο άνθρωπος που ζεί λιτά, δίχως να νοιάζεται για το αύριο, με τρόπο αντισυμβατικό…
Όμως από πού ξεκίνησε ο όρος Μποέμ; Ο συγκεκριμένος όρος ξεκίνησε από την Γαλλία (‘bohémien’) και συγκεκριμένα σημαίνει ο κάτοικος της Βοημίας, μίας περιοχής που βρίσκεται στην Τσεχία. Οι Γάλλοι ονόμασαν έτσι όλους τους Τσιγγάνους θεωρώντας ότι όλοι είχαν περάσει μέσω Βοημίας ώστε να φτάσουν στην Γαλλία.
Από κει και πέρα ο συγκεκριμένος όρος άρχισε σταδιακά να αλλάζει σημασία κρατώντας όμως τα χαρακτηριστικά της ζωής των τσιγγάνων, δηλαδή τον λιτό τρόπο ζωής καθώς και το γεγονός ότι δεν τηρούσαν τις κοινωνικές νόρμες της εποχής.
Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί καλλιτέχνες άρχισαν να ζουν στις φτωχογειτονιές του Παρισιού και έτσι η επίδραση της νομαδικής ζωής των τσιγγάνων στον τρόπο ζωής τους ήταν ιδιαίτερη αισθητή. Από εκείνη την εποχή Μποέμ συνήθως χαρακτηρίζονταν οι καλλιτέχνες οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν για τα χρήματα και για το κοινωνικό status αλλά ακολουθούσαν τον δικό τους αντισυμβατικό τρόπο ζωής.
Bέβαια ο χαρακτηρισμός μόνο θετική χροιά δεν είχε αφού πολλές φορές χαρακτηρισμοί όπως ‘άπλυτοι’, ‘σεξουαλικά ελεύθεροι’, ‘ατημέλητοι’ ήταν άκρως συνυφασμένοι με τον όρο Μποέμ. Επιπροσθέτως επηρεάστηκε και ο τρόπος ντυσίματος καθώς τα ριχτά ρούχα, τα μεγάλα σκουλαρίκια, οι πασμίνες, οι μακριές φαρδιές φούστες, τα πολλά βραχιόλια στο κάθε χέρι ήταν μόνο μερικά από τα στοιχεία που ενσωματώθηκαν στην γκαρνταρόμπα των επονομαζόμενων ‘μποέμ’ της εποχής.
Ο Felix Pyat διάσημος συγγραφέας της εποχής μη έχοντας μεγάλη συμπάθεια για τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής το 1834 ξεχώρισε τους καλλιτέχνες της εποχής που ζούσαν με αυτό τον τρόπο ζωής λέγοντας ότι ζουν σχεδόν σαν περιθωριοποιημένοι.
Στην Ελλάδα ουκ ολίγες φορές καλλιτέχνες, στιχουργοί,ποιητές,ρεμπέτες έχουν αναφερθεί στον συγκεκριμένο όρο. Γενικότερα ο συγκεκριμένος όρος αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους ρεμπέτες της εποχής και έτσι γράφτηκαν δεκάδες τραγούδια. Ένα χαρακτηριστικό τραγούδι είναι ο ‘Μποέμης’ σε στίχους Στράτου Παγιουμτζή και μουσική Δημητρη Σεμσή. Μερικοί στίχοι είναι οι εξής : Τώρα το απεφάσισα/μποέμης για να γίνω/και για τον κόσμο στο εξής/δεκάρα πια δε δίνω. Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά/μποέμικα θα ζήσω,/την λεβεντιά τα νιάτα μου/να τα ευχαριστήσω.
Το 1860 ο όρος ‘μποέμ’ χρησιμοποίηθηκε από Αμερικάνουυς δημοσιογράφους για να χαρακτηρίσουν τους πολεμικούς ανταποκριτές της εποχής. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και φτάνοντας πλέον στο 1872 ο όρος ‘μποέμ’ χρησιμοποιούνταν περισσότερο από την ελίτ της εποχής, Έτσι οι ευκατάστατοι bon viver της εποχής χαρακτηρίστηκαν ως ‘μποέμ’.
Φτάνοντας στην στο 1950 το ‘μποέμ’ ταυτίστηκε σε πολλές περιπτώσεις με τους χίπις χωρίς αυτό βέβαια να είναι απόλυτα σωστό. Σήμερα πλέον ό όρος εκφράζει κατά κάποιους έναν ρατσισμό αφου πολλές φορές ‘μποέμ’ χαρακτηρίζονται οι νεόπολουτοι οι οποίοι έχοντας λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλημα δεν ενδιαφέρονται για τίποτα παραπάνω παρά για έναν ανέμελο, χαλαρό τρόπο ζωής aka για την καλοπέραση τους.
Είτε σαν σαν πραγματική στάση ζωής, είτε σαν μόδα πλέον το ‘μποέμ’ έχει επανέλθει στο παρασκήνιο. Στα ρούχα, στον τρόπος σκέψης, στην διακόσμηση, στον τρόπο διασκέδασης…Εσύ; Πόσο ‘μποέμ’ είσαι;