To καλοκαιρινό καραβάνι ξεκινά…
Το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί έναν ακόμα καλοκαιρινό «αυνανισμό».
Δεν έχει να προτείνει 10 + 1 καρμικούς καλοκαιρινούς προορισμούς για να επισκεφτεί κανείς, ούτε ευφάνταστες συνταγές για την παρασκευή δροσιστικών ροφημάτων και κοκτέιλ. Αποτυπώνει μόνο μερικές εικόνες που έχασαν το καλοκαιρινό καραβάνι κι απέμειναν μες στο αστικό καζάνι. Να κοχλάζουν, αποστάζοντας το δικό τους ιδιότυπο, ξεθυμασμένο και α-κοσμοπολίτικο κοκτέιλ…
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Σε μία απότομη ανηφόρα, όπου ο ήλιος δεν έχει πέσει ακόμα, ό,τι στέκεται βαρυγκωμάει. Ένας ντελιβεράς έχει ακινητοποιηθεί στη μέση του δρόμου, χωρίς να έχει κατέβει από το μηχανάκι του, και κοιτάζει επίμονα προς την πλευρά του πεζοδρομίου με μία έκφραση απόγνωσης και αναποφασιστικότητας. Γυρνάει το γκάζι διανύοντας μερικά εκατοστά κι αφήνει τις ρόδες να ξανακυλήσουν στην αρχική τους θέση.
«Ποιος μαλάκας την χτύπησε και την άφησε ρε γαμώτο;»
Στο σημείο που του έχει κεντρίσει την προσοχή, μια αδέσποτη γάτα, με κατσιασμένο, λευκόγκριζο τρίχωμα, στέκεται μετά βίας στα δύο μπροστινά της πόδια και καταβάλλει υπερπροσπάθεια για να σύρει πάνω στα αιχμηρά χαλίκια το υπόλοιπο σώμα της με τα σπασμένα του πλευρά, το οποίο δείχνει παράλυτο. Οι αιμάτινες κλωστές ανάμεσα στα σαγόνια της προδίδουν το χτύπημα που έχει υποστεί και το οποίο κατά πάσα πιθανότητα της έχεις στερήσει εν μέρει την όρασή της. Οι ανάσες της είναι βαριές και η προσπάθειά της μάταιη.
Ο ντελιβεράς στηρίζει το μηχανάκι του στη μέση του δρόμου, κατεβαίνει και προσπαθεί απεγνωσμένα να συλλάβει έναν δραστικό τρόπο για να αποτρέψει το μοιραίο. Την ίδια στιγμή η παραγγελία που μεταφέρει στο κουτί πιθανόν να κρυώνει. Μες στην ερημιά του αστικού τοπίου δεν υπάρχει κανένας και τίποτα που να μπορούν να βοηθήσουν άμεσα. Φέρνει μία γύρα τη γειτονιά και το μόνο που καταφέρνει να βρει είναι ένα άδειο, βρώμικο ταπεράκι στις ρίζες ενός δέντρου. Το γεμίζει με νερό και προσπαθεί να το αφήσει κοντά στο νεκροζώντανο χωρίς να το τρομάξει. Η γάτα εμφανώς σοκαρισμένη επιστρατεύει τα τελευταία της αποθέματα και με αργές αλλά πανικόβλητες κινήσεις κρύβεται κάτω από ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο.
24 ώρες περίπου μετά, το κουφάρι της γάτας κείτεται μερικά μέτρα πιο μακριά από το άθικτο ταπεράκι με το νερό…
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Όχι πολύ μακριά από την προηγούμενη τοποθεσία, στην πιο παχυλή ίσως σκιά του δρόμου, έχει απλωμένη την πραμάτεια του, ο ηλικιωμένος «ΆπΟΡΟς πΑραΚΑλΏ» που κατοικεί σ’ εκείνο το σημείο τα τελευταία χρόνια, εντός των ορίων που σχηματίζουν τα αντικείμενά του.
Για «καλή» του τύχη, ακουμπάει την πλάτη του στον μαντρότοιχο του νοσοκομείου, που ορθώνεται πίσω του, αντισταθμίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την όχι και τόσο ανατομική επιφάνεια της πλάκας του πεζοδρομίου στην οποία κάθεται. Στην τσέπη του ανοιχτού πουκαμίσου του έχουν διπλωθεί και σφηνωθεί έγγραφα άγνωστων στοιχείων που θα μπορούσαν να καλύψουν ολόκληρο χαρτοφύλακα. Μπροστά από αυτά ένα πακέτο τσιγάρα. Και μπροστά από όλα τα προηγούμενα, μια εφημερίδα, ίσως πρόσφατη, όχι από τις αθλητικές που είθισται να υπάρχουν ανάμεσα στα σύνεργα της παραλίας. Τις άλλες, τις ευμεγέθεις με τις πυκνογραμμένες στήλες. Την διαβάζει με μεγάλη προσήλωση καθώς απολαμβάνει τη δροσιά του σημείου του και την κάψα του τσιγάρου του.
Λίγο παράμερα, ένα τσούρμο περιστέρια παίρνουν είδηση τα σουσαμένια ίχνη από το μισοφαγωμένο κουλούρι που έχει δίπλα του κι αρχίζουν να πλησιάζουν διστακτικά μέχρι που κάποιος περαστικός περνάει βιαστικά και τα τρομάζει. Όταν τα αντιλαμβάνεται αυτός, προσπαθεί να τα ξανακαλέσει με κάποια άστοχα σφυρίγματα και μερικά χαϊδευτικά χτυπήματα στις νάιλον σακούλες του προσβλέποντας τουλάχιστον στην παρέα τους κατά τη διάρκεια του επόμενου γεύματος…
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Όχι πολύ πιο μακριά από την προηγούμενη τοποθεσία, ένα κουτσούβελο, έχει-δεν έχει συμπληρώσει μια δεκαετία ζωής -άραγε του έχουν μάθει να ξεχωρίζει την ημέρα των γενεθλίων του;-. Στέκεται καρτερικά σε μία έρημη οδική διασταύρωση, όπου σε μέρες αιχμής γίνεται το αδιαχώρητο, στριφογυρίζοντας στον αυχένα του ένα κοντάρι. Από αυτά που στην κατάληξή τους έχουν κάτι λάστιχα της κακιάς ώρας για να συμμαζεύουν την βρώμα που υπάρχει μέσα κι έξω απ’ τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων.
Το άλλοτε φανταχτερό φουξ των ρούχων που φοράει έχει λεκιαστεί από τη σκόνη των καυσαερίων, το χώμα των άπλυτων αυτοκινήτων στα οποία σκαρφαλώνει για να φτάσει κάθε άκρη του παρμπρίζ, ίσως και την απλυσιά του δικού της μικροσκοπικού κορμιού που διαχέεται από τον ιδρώτα που τη λούζει απ’ άκρη σ’ άκρη. Πόσο θα της πήγαινε ένα μαγιό στο αυθεντικό χρώμα των ρούχων της και μία πολύχρωμη ομπρέλα αντί γι’ αυτήν την «τσουγκράνα» ανάμεσα στα χέρια της…
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Όχι πολύ μακριά από την προηγούμενη τοποθεσία, σε ένα πάρκο περικυκλωμένο από πολυκατοικίες και στενά δρομάκια, τρεις νεαροί συζητούν συνωμοτικά ενώ προετοιμάζουν κάποια δοσοληψία που βρίσκεται ακόμα υπό διαπραγμάτευση.
Δεν αργεί να δημιουργηθεί η ασυμφωνία και κατ’ επέκταση η παρεξήγηση οπότε από την μία στιγμή στην άλλη η συζήτηση μετατρέπεται σε συμπλοκή. Σπεύδουν από τα γύρω πηγαδάκια κι άλλα άτομα προκειμένου να τη λύσουν ή ενδεχομένως να καθορίσουν την έκβασή της.
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Όχι πολύ μακριά από την προηγούμενη τοποθεσία, έχει πάει σχεδόν 2μιση το χάραμα… Πίσω από τα ξεφλουδισμένα υψίκορμα παραθυρόφυλλα ενός νεοκλασικού σπιτιού, ένα ελαφρώς ξεκούρδιστο πιάνο, εκτοξεύει τις άγρυπνες νότες κάποιου κλασικού συνθέτη μέσα απ’ τις σκοτεινές χαραμάδες διαλύοντας ή εντείνοντας τη στοιχειωμένη, νυχτερινή ησυχία της γειτονιάς.
Ένα κύμα σκάει στην ακτή…
Το καλοκαιρινό καραβάνι προχωρά…