Δεν περιμένουμε να μας το πει δεύτερη φορά. Πέφτω πάνω στην πόρτα με μανία και αρχίζω να δοκιμάζω τα κλειδιά, ξεκινώντας από την μεσαία κλειδαριά. Πίσω μου ο Μιχάλης στήνει τον Μικέ στα δύο του πόδια και προσπαθεί να του κάνει ερωτήσεις. Από τα σκαλοπάτια έρχεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος, λες και τα πάντα στο ισόγειο πάνω από τα κεφάλια μας θρυμματίζονται με βαριοπούλα.
“Τι γίνεται πάνω;” φωνάζει ο Μιχάλης για να ακουστεί.
“Φτάσαμε στον πρώτο και βρήκαμε κάτι ντουλάπες και αρχίσαμε να τις ψάχνουμε” είπε με κόπο ο Μικές παίρνοντας βαθιές ανάσες,
“και ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο από κάτω και από τα σημεία που δεν υπήρχε φως πετάχτηκαν ζόμπια. Ήταν σαν τις ακρίδες. Χώσαμε τα μικρά εύκολα, αλλά ρε…ρε….πρέπει να ανοίξεις αυτήν την πόρτα ΤΩΡΑ!”
“Που είναι ο Παναγής;” ρωτάω ξανά, τα χέρια μου παλεύουν να ταιριάξουν κάθε ένα κλειδί στην κλειδαριά μέχρι που στο τρίτο ακούω ένα κλικ. Αρχίζω και το στρίβω προς τα δεξιά, ενώ ακούω το πρώτο μάνταλο να υποχωρεί με θόρυβο.
“Ίσως και στον άλλον κόσμο…”
Γυρνάω απότομα για να πω κάτι αλλά ο Μικές ουρλιάζει να συνεχίσω να προσπαθώ με την πόρτα. Στρέφω την προσοχή μου στην πάνω κλειδαριά αλλά πρέπει να σταθώ στις μύτες μου για να φτάσω.
“Μιχάλη. ΜΙΧΑΛΗ!! Άλλαξε μαζί μου” του πετάω την αρμαθιά και αλλάζω θέσεις μαζί του “η μεσαία είναι ανοιχτή”.
Ανεβαίνω τα πρώτα δέκα σκαλοπάτια πηδώντας, μέχρι που στέκομαι στο σημείο που στρίβει η σκάλα. Στο τελευταίο σκαλοπάτι είναι ο Μικές, ακόμα άσπρος. Πίσω του διακρίνω θολά τη φιγούρα του Μιχάλη να παλεύει βρίζοντας με τα κλειδιά.
“Μαλάκα, δεν μου είπες ποιο κλειδί να μην χρησιμοποιώ πια…πρέπει να το δοκιμάζω κάθε φορά”
Έχει δίκιο, αλλά τον αγνοώ. Καρφώνω τα μάτια μου στη στροφή της σκάλας δύο μέτρα μπροστά μου. Ο ορυμαγδός συνεχίζεται, είναι σαν να κατεδαφίζεται το κτήριο πάνω από τα κεφάλια μας. Για μία στιγμή νομίζω πως ακούω φωνές. Ο Παναγής;
“Μικέ. ΜΙΚΕ. Μίλα μου… τι έρχεται κάτω;”
Δεν προλαβαίνει να απαντήσει. Βλέπω κάτι να κουτρουβαλά στις σκάλες. Προσγειώνεται ένα μέτρο μακριά μου. Είμαι έτοιμος να το χτυπήσω με το μπαστούνι, όταν καταλαβαίνω πως είναι ο Παναγής. Είναι σκατά. Η μπλούζα του έχει σκιστεί, η μακριά μαύρη γενειάδα με τα κοτσιδάκια είναι μούσκεμα στο αίμα. Στο ένα χέρι κρατά μία ασπίδα των ΜΑΤ, άγνωστο που τη βρήκε. Η μπογιά στο μπροστινό μέρος έχει ξεφτίσει από την τριβή και τα χτυπήματα. Ένα δευτερόλεπτο μετά ο Παναγής έχει μόλις σηκωθεί και κάτι προσγειώνεται πάνω του. Είναι λες και το σκοτάδι της σκάλας του επιτέθηκε. Ένας θολός όγκος ορμά πάνω του και τον κολλάει στον τοίχο. Τον βλέπω να φτύνει αίμα, η ασπίδα που είχε μόλις προλάβει να παρεμβάλει ανάμεσα σε αυτόν και στο χτύπημα έχει κολλήσει πάνω στο στήθος του.
Δεν μπορώ να καταλάβω καν το περίγραμμα αυτού που έχω μπροστά μου. Παίρνω φόρα και κατεβάζω το μπαστούνι εκεί που υποθέτω θα ήταν ο αριστερός ώμος. Είναι λες και το κατέβασα σε τοίχο. Το ξύλο κάνει γκελ και εγώ τινάζομαι προς τα πίσω. Ακούω ένα μουγκρητό που με κάνει να χεστώ πάνω μου. Η πίεση στον Παναγή χαλαρώνει και βλέπω ένα κεφάλι να στρίβει προς το μέρος μου. Ή μήπως δεν είναι κεφάλι; Βλέπω δύο κόκκινα μάτια, μία τεράστια σχισμή γεμάτη πράσινα δόντια, μία κομματιασμένη γλώσσα να περιστρέφεται με ασύλληπτη ταχύτητα ανάμεσά τους. Και όμως αυτό που βλέπω δεν είναι κεφάλι. Μοιάζει πιο πολύ σαν ένα σκουλήκι που του κάρφωσες δύο ledakia για μάτια. Πώς είναι δυνατόν ένα πλάσμα να μοιάζει τόσο θυμωμένο; Είναι τεράστιο. Πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που είχαμε δει με τον Μιχάλη και τον Ψηλό στο φαρμακείο στην Κορίνθου. Αυτός ο κορμός είναι αφύσικος. Το ίδιο και τα χέρια. Κάνει τον Παναγή να μοιάζει με κορίτσι.
Το ζόμπι κάνει ένα βήμα πίσω γιατί κυριολεκτικά δεν μπορεί να στρίψει με ευκολία μέσα στο στενό διάδρομο της σκάλας. Ο Παναγής από εκεί που ήταν κολλημένος στον τοίχο πέφτει στο πάτωμα σαν κούκλα που της έκοψες τα σχοινιά. Βλέπω τα πράσινα μάτια του, τώρα ματωμένα να καρφώνονται πάνω μου. Προσπαθεί να πει κάτι αλλά αντί για λέξεις βγαίνει αίμα. Δεν μπορώ να κουνήσω τα πόδια μου. Το ζόμπι μπροστά μου ανοίγει το στόμα και ουρλιάζει. Ο Μικές ουρλιάζει και αυτός κάτι από κάτω. Λέει κάτι σε εμένα; Στον Μιχάλη; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Το ζόμπι παίρνει φόρα και πατάει με δύναμη τα πόδια του κινούμενο απειλητικά προς τα εμένα. Το μόνο φυσιολογικό με τον ασύλληπτο όγκο του είναι πως είναι αργός, δυσκίνητος. Δεν κάνω κάποιον εξεζητημένο ελιγμό, καμία ακροβατική φιγούρα. Απλά πέφτω στα γόνατά μου και σκύβω όσο πιο πολύ μπορώ.
Ο τοίχος πίσω μου κυριολεκτικά υποχωρεί από τη σύγκρουση. Κομματάκια σοβά και τσιμέντου βρέχουν ολόγυρά μου. Η σκόνη μπαίνει στα ρουθούνια και στα μάτια μου. Δεν μπορώ να
ανασάνω και δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο να δω. Αισθάνομαι ένα απίστευτο χτύπημα στον αριστερό ώμο. Πέφτω στο πλάι λες και με κλώτσησε άλογο. Για λίγο δεν αισθάνομαι το χέρι από τον πόνο και το μούδιασμα. Πώς είναι δυνατόν να κινήθηκε τόσο γρήγορα; Στέκομαι ξανά στα πόδια μου και συνειδητοποιώ τι βλέπω μπροστά μου.
Το ζόμπι είναι βυθισμένο μέχρι τον κορμό μέσα στον τοίχο, αν και μοιάζει πιο πολύ σαν ο τοίχος να γεννάει έναν ελέφαντα. Τα πόδια του στριφογυριζουν συνέχεια προσπαθώντας να τραβήξουν το σώμα έξω, κλωτσώντας πέτρες και σκυρόδεμα μακριά σαν να ήταν χαλίκια. Δεν ήθελε καν να με χτυπήσει! Απλά ήμουν στη μέση!
Το πλάσμα τραβήχτηκε τελικά έξω προκαλώντας έναν πίδακα από σπασμένα ντουβάρια. Γύρισε και με κάρφωσε με τα κατακόκκινα μάτια του, αφήνοντας ένα ακόμα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, ενώ η κομματιασμένη γλώσσα του συνέχιζε να γυροφέρνει μέσα στα σάπια δόντια του σαν τα σκουλήκια μέσα στα μάτια του νεκρού.
Κοκκάλωσα στη θέση μου. Δεν μπορούσα να κουνήσω τα άκρα μου. Δεν είχε καμία σχέση με το ζόμπι που μας επιτέθηκε πριν. Εκεί είχα παγώσει από την έκπληξη. Τώρα απλά δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω αυτό που έβλεπα. Ποιος μπάτσος είχε τέτοιο σώμα; Ήταν λες και παλεύαμε με έναν πρησμένο mister universe. Το ζόμπι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και ένιωσα να ανατριχιάζω. Έσκυψε μπροστά μου και τέντωσε το πρόσωπό του προς το μέρος μου ουρλιάζοντας ακόμα πιο δυνατά. Το ορκίζομαι είδα σκόνη να πέφτει από το ταβάνι. Ενστικτωδώς σήκωσα το μπαστούνι και το κατέβασα στο κεφάλι του. Έσπασε στα δύο σαν να ήταν ψεύτικο. Έμεινε μόνο η μικρή λαβή, μέσα στα ιδρωμένα χέρια μου. Το ζόμπι δεν έμοιαζε καν να κατάλαβε το χτύπημα.
Έκανε ένα βήμα πίσω και πήρε φόρα για να με πατήσει. Αυτή την φορά δεν είχα πουθενά να πάω. Πίσω μου ήταν τα σκαλοπάτια και ένας εξίσου χεσμένος με εμένα Μικές. Ήμουν ανήμπορος. Ήμασταν ανήμποροι, θα πεθαίναμε σαν τα σκυλιά εδώ κάτω.
Ξαφνικά, βλέπω το ζόμπι να παγώνει στη θέση του, ύστερα να ανασηκώνεται στο αριστερό του πόδι και μετά να χάνει την ισορροπία του και να καταρρέει στο άνοιγμα στον τοίχο. Μέσα στην
σκόνη που σηκώθηκε διακρίνω θολά την φιγούρα του Παναγή. Πηγαίνει πάνω από το πεσμένο ζόμπι και με την ασπίδα στο δεξί αρχίζει να του καταφέρνει συντριπτικά χτυπήματα στο σαγόνι. Είναι σαν να ακούς καμπάνες, κάθε χτύπημα όλο και πιο βροντερό, όλο και πιο βίαιο. Το χέρι του Παναγή κατεβαίνει σαν πιστόνι. Σε πέντε δευτερόλεπτα η πλαστική ασπίδα έχει γίνει κατακόκκινη. Το ζόμπι βγάζει ουρλιαχτά πόνου, με το πόδι κλωτσά τον Παναγή και εκείνος πέφτει στο πάτωμα αν και η καλυτερη έκφραση θα ήταν πετάει μέχρι το πάτωμα. Ύστερα τον βλέπω να κουλουριάζεται στην άκρη για να αποφύγει μία κάθετη γροθιά που όταν αστοχεί βυθίζεται μέσα στο τσιμέντο της σκάλας σαν μαχαίρι σε αφρολέξ. Δεν προλαβαίνει όμως να αποφύγει τη δεύτερη γροθιά, η οποία κατεβαίνει πάνω στην ασπίδα και την σπάει στα δύο.
“ΦΥΓΕΤΕ ΦΥΓΕΤΕ ΦΥΓΕΤΕ”, ουρλιάζει ο Παναγής.
Σαν να ξυπνώ ξαφνικά, γυρνώ και φωνάζω στον Μιχάλη:
“ΆΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΌΡΤΑ ΓΑΜΩΤΟ”
“ΜΙΑ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑ ΑΚΟΜΑ” , ακούω την φωνή του από κάτω. Ο Μικές έχει σηκωθεί και είναι τώρα δίπλα του. Είμαι ανάμεσα σε αυτούς και τη μάχη που γίνεται πίσω μου. Γυρνώ προς τον Παναγή αλλά μου φωνάζει:
“ΦΥΓΕΤΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΓΑΜΩ”
Το ζόμπι απελευθερώνει το δεξί του χέρι από το τσιμέντο και γυρνά την πλάτη του στον Παναγή για να κατέβει τη σκάλα προς το μέρος μου. Τον βλέπω να τρελαίνεται. Σηκώνεται στα δύο του πόδια, μούσκεμα στον ιδρώτα και στο αίμα, πετάει τα σπασμένα κομμάτια της ασπίδας στο πλάι και κυριολεκτικά αγκαλιάζει το ζόμπι από πίσω, με τα χοντρά του χέρια να κλειδώνουν γύρω από τη μέση του πλάσματος. Εκείνο προσπαθεί να χαλαρώσει την λαβή μέχρι που τον πετυχαίνει με τον αγκώνα στο κεφάλι. Τα κομμάτια από τα σπασμένα γυλιά του, του κόβουν πρόσωπο, αλλά δεν χαλαρώνει την λαβή. Βάζοντας όλο του το βάρος και αφήνοντας ένα ζωώδες μουγκρητό καταφέρνει να κάνει το πλάσμα να χάσει ξανά την ισορροπία του και το ρίχνει στα γόνατα.
Αυτό το ελάχιστο χρονικό διάστημα αρκεί. Αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες σαν τρελός. Το ζόμπι είναι τσαντισμένο και φαίνεται. Ξεχνάει εμένα και τον Μικέ και γυρνά με επιτόπια στροφή στον Παναγή, ενώ είναι ακόμα γονατισμένο μπροστά του. Αυτό που έγινε δεν το έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Το πλάσμα γονατιστό ήταν στο ίδιο ύψος με εκείνον. Άρχισαν να ανταλλάσσουν γροθιές σαν τρελοί. Ο Παναγής είχε βυθίσει το δεξί του πόδι στο άνοιγμα που είχε κάνει η γροθιά του ζόμπι στο πάτωμα. Δέχονταν κάθε χτύπημα προφυλάσσοντας το πρόσωπό του με το αντίθετο χέρι και μετά ανταπέδιδε ενώ το βυθισμένο στο τσιμέντο πόδι τον κράταγε στη θέση του. Το ζόμπι με το ένα χέρι μπροστά από το στήθος χρησιμοποιούσε το άλλο για να τον χτυπήσει όπου μπορούσε. Για λίγα δευτερόλεπτα ήταν σαν πυγμάχοι που αντάλλαζαν χτυπήματα προφυλασσόμενοι πίσω από την άμυνα των χεριών τους. Μετά έγιναν ζώα. Κατέβασαν τις προφυλάξεις και απλά αντάλλαζαν μπουκέτα εναλλάξ. Δεν είμαι σίγουρος πως ο Παναγής καταλάβαινε πλέον πόνο. Απλά δέχονταν τις τερατώδεις γροθιές του πλάσματος και ανταπέδιδε με τις δικές του. Ήταν σαν να έχουν κάνει μία σιωπηλή συμφωνία. Σε κάθε χτύπημα
του ζόμπι τα μάτια του Παναγή έκλειναν όλο και πιο πολύ από το αίμα και το πρήξιμο και μώλωπες κάλυπταν όλο του το σώμα. Σε κάθε χτύπημα του Παναγή έβλεπα λιμνούλες από αίμα να πετάγονται στους τοίχους μαζί με κομματάκια σάρκας. Η κάθε γροθιά του έπεφτε τόσο βαθιά μέσα στο δέρμα του πλάσματος, που όταν συνέχιζε την πορεία της ξώφαλτσα έπαιρνε μαζί της και το κρέας από κάτω. Τα χέρια του Παναγή είχαν ματώσει στο βαθμό που δεν έβλεπες το χρώμα του δέρματος, μόνο βρωμιά και αίμα, ενώ στη μία χούφτα κράταγε ένα κομμάτι πέτρας μεγάλο σαν μπάλα του μπόουλινγκ. Την κατέβαζε στον κρόταφο του ζόμπι σαν να έκανε γεώτρηση στο κρανίο. Μετά από λίγα χτυπήματα ο υπόκωφος θόρυβος της επαφής της πέτρας στο κρέας έδωσε τη θέση του στον ξερό κρότο της πέτρας στο κόκκαλο και μετά από ένα ανατριχιαστικό ‘κρακ’ άρχιζε να ακούγεται ο ήχος της πέτρας που πλατσούριζε μέσα στον εγκέφαλο, παράγοντας έναν ήχο πολύ παρόμοιο με εκείνον που κάνει η μπότα όταν βυθίζεται με δύναμη στη λάσπη.
Ήμουν ακόμα στην βάση της σκάλας, στιγμιαία μαγεμένος από την πρωτοφανή κτηνωδία στην οποία ήμουν μάρτυρας, όταν άκουσα τον Μιχάλη να τραβά το τελευταίο μάνταλο και να σπρώχνει την πόρτα.
“ΣΠΥΡΟ, ΠΑΡΕ ΤΟΝ ΚΏΛΟ ΣΟΥ!” ούρλιαξε.
“Δεν μπορούμε να αφήσουμε τον Παναγή!” διαμαρτυρήθηκα. Πίσω από την πλάτη μου το αιμοσταγές σκηνικό συνεχίζονταν με αμείωτη βαρβαρότητα.
“ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΜΠΟΡΟΎΜΕ, ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΨΗΦΙΣΑΜΕ *!” ωρύεται ο Μικές
“ΣΠΥΡΟ!!”
Γυρνάω και βλέπω τον Παναγή σε κατάσταση αλλοφροσύνης, με τη μισή γενειάδα ξεριζωμένη, να φανερώνει την μεγάλη ουλή του στο μάγουλο (που είχε λάβει την ημέρα της γέννησής του, όταν το μαχαίρι της καισαρικής τομής βυθίστηκε κατά λάθος πολύ βαθιά). Ήταν σε απελπιστική κατάσταση. Τα χέρια του βουτηγμένα στο αίμα μέχρι τους αγκώνες, τα νύχια του σπασμένα και μαύρα, το αριστερό του μάτι (το μόνο που είχε μείνει υποτυπωδώς ανοιχτό) δεν φανέρωνε κανένα ασπράδι, μόνο μία διάθεση για φόνο. Το πόδι που είχε σφηνώσει στο έδαφος για να κρατάει αντίσταση, σπασμένο σε αφύσικη γωνία. Το μέτωπό του ένας καταρράκτης από φουσκωμένες φλέβες.
“ΘΑ ΤΟΥ ΓΑΜΗΣΩ ΤΗ ΜΑΝΑ, ΘΑ ΤΟ ΘΑΨΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ, ΕΣΕΙΣ ΦΥΓΕΤΕ!”
Το ζόμπι τεντώνεται τα χέρια και αφήνοντας τον Παναγή αρχίζει να χτυπά τους τοίχους στα πλάγια της σκάλας. Το ταβάνι πάνω από τα κεφάλια μας αρχίζει και τρίζει επικίνδυνα. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο, τρέχω κατά μήκος του μικρού δωματίου και περνάω την ανοιχτή σιδερένια πόρτα, ακολουθώντας τον Μικέ που είχε μπει πρώτος. Μετά από εμένα μπαίνει ο Μιχάλης. Κλείνει την πόρτα και εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο ακούμε τον ήχο από το τσιμέντο που υποχωρεί και ύστερα έναν απίστευτο χαλασμό καθώς οι τοίχοι στο δωμάτιο πίσω μας δεν μπορούν να συγκρατήσουν πια το βάρος του ταβανιού και αυτό καταρρέει. Το τελευταίο πράγμα που βλέπω ήταν και το πιο αδιανόητο. Γιατί αν δεν κάνω λάθος, αν τα μάτια μου δεν με απάτησαν εκείνη τη στιγμή της άτακτης φυγής, πριν κλείσει η πόρτα πίσω μας το ζόμπι είχε κάνει μία τελευταία προσπάθεια να κατέβει τη σκάλα και κάτι το σταμάτησε. Κάπου είχε πιαστεί. Κάπως, κάνοντας μπροστά, συνειδητοποίησε (και ήταν η πρώτη φορά που η σκιά του θανάτου έκανε τα κόκκινα μάτια του να τρεμοσβήσουν), πως δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα πιο πέρα. Το κομματιασμένο, σκισμένο στα δύο χέρι του Παναγή, πρόβαλε μέσα από τα σπασμένα δόντια του ζόμπι, όπως είχε περάσει το πίσω μέρους του ανοικτού του κρανίου, είχε σκάψει μέσα στο διαλυμένο εγκέφαλο και είχε ανοίξει όλο το κάτω μέρος του σαγονιού, τρυπώντας το ζόμπι από πάνω προς τα κάτω, ξεπροβάλλοντας εκεί που κάποτε το πλάσμα είχε λάρυγγα. Και ήταν το πιο αστείο, το πιο σουρεαλιστικό πράγμα που είχα δει, όταν για μία στιγμή, για μία γαμημένη στιγμή, θα ορκιζόμουν πως ο κερατάς μου έκανε το σήμα της νίκης.
Την επόμενη στιγμή το χέρι του Μικέ με τραβάει με φόρα προς το σκοτάδι του δωματίου πίσω μου. Η πόρτα κλείνει με πάταγο.Ο βρυχηθμός της κατολίσθησης συνεχίζεται όπως με τυλίγει στο σκοτάδι.
Περνάνε λίγα δευτερόλεπτα και μετά ανοίγω την πόρτα προς τα μέσα. Αντικρίζω μόνο μπάζα, μέχρι το ύψος του κεφαλιού μου, από πίσω βέργες από το σκυρόδεμα πετάνε κάθετα πάνω από τα μπάζα. Δεν κουνιέται τίποτα. Ένα σύννεφο σκόνης καλύπτει τα πάντα.
“Πάμε να φύγουμε, έχουμε ακόμα δουλειά” λέει ο Μιχάλης
“Μα….μα….” ψελλίζω
“Τελείωσε. Το είπε και το έκανε. Του γάμησε ό,τι είχε. Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε.”
Διαλυμένος από τα συναισθήματα δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί του. Κλείνω την πόρτα πίσω μου γυρίζοντας την πλάτη στο ισοπεδωμένο δωμάτιο, σίγουρος, πως το μόνο που είχε μείνει ανέπαφο μετά από τέτοια καταστροφή ήταν τα σιδερένια, τεράστια παπάρια του Παναγή.
Σημείωση*στα πλαίσια της ιστορίας οι πρωταγωνιστές της ψήφισαν ανώνυμα για το ποιος θα αναλάμβανε να παλέψει με το ζόμπι του σημερινού κεφαλαίου. Ο Μικές εν προκειμένω κυριολεκτεί.
Στο συγκεκριμένο σημείο θα τοποθετούνται με χρονική σειρά τα κεφάλαια του CZA. Για να θυμηθείς τα προηγούμενα κεφάλαια ρίξε μία ματιά εδώ:
Ο τίτλος του παρόντος, CZA, είναι το ακρώνυμο του C.E.I.D. Zombie Apocalypse.
Οι συντάκτες του Frapress.gr διατηρούν τα πνευματικά δικαιώματα όλων των κειμένων και άλλων δεδομένων που παρουσιάζουν. Αν σε κάποιο άρθρο δεν αναφέρεται συντάκτης ή άλλη πηγή συγγραφής, τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο Frapress.gr.
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εκτενώς τους όρους χρήσης του Frapress.gr εδώ.