Αγαπητή ουτοπία, χαθήκαμε.
Σου γράφω αυτό το γράμμα γιατί μου έλειψες ανυπόφορα. Μου έλειψε η ατελείωτη πίστη στην ευτυχία και στον άνθρωπο. Μου έλειψε η αστείρευτη πηγή ζωντάνιας που κρύβεται ανάμεσα στις λεμονιές. Θέλω να σε προσκαλέσω, δειλά δειλά, ξανά στην ψυχή μου. Ξέρω πως την τελευταία φορά δε χωρίσαμε όμορφα και σου φώναζα σαν τρελός κι εσύ έκλαιγες κι εγώ έσπαγα πράγματα στο πάτωμα. Τώρα όμως θέλω να είναι διαφορετικά..
Μόλις έφυγες απ’ τη ζωή μου βρέθηκα σε μια ασταμάτητη επανάληψη άσχημων και τρομακτικών καταστάσεων που με έζωναν τα βράδια και δε με άφηναν να αναπνεύσω. Η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά κι από τύμπανο στην προσπάθεια να μεταφέρει έστω και λίγο αίμα στο σώμα.. Τα πόδια μου παρέλυαν σαν να ήταν από βαμβάκι και τα μάτια μου έβλεπαν μονάχα νερά. Η καλύτερη μου συντροφιά δεν ήταν το αγαπημένο σου βιβλίο πια, αλλά ένα ποτήρι κρασί κι ένα τσιγάρο, κι άλλο ένα κι άλλο ένα.. Έψαξα να σε ξαναβρώ και ρωτούσα σε δρόμους και στενά άσχετους μοναχικούς περαστικούς μήπως και είδαν πουθενά τα χρυσαφένια σου μαλλιά να ανεμίζουν προς την άνοιξη.
Μια μέρα στην απελπισία μου ζωγράφισα τα μάτια σου σε ένα κομμάτι ξύλο κι άρχισα να περιφέρομαι σαν τρελός δίπλα στα ποτάμια. Το ξέρω πως δεν αφήνεις συχνά ανθρώπους να σε κοιτουν στα μάτια μα, προσπάθησα να ξανανιώσω την αίσθηση εκείνη, σαν με διαπερνούσε το μαύρο χρώμα τους τα βράδια και ζέσταινε την ψυχή μου σα φλόγα μες το χιόνι. Όσο όμως κι αν τα κοιτούσα μέσα απ’το ξύλο, όσο κι αν τα άγγιζα, δεν ζεσταινόμουν, δεν γαλήνευα, κι έτσι έκαψα το ξύλο κι αντί για την ψυχή μου ζέστανα τα χέρια μου για δύο λεπτά και 8 δευτερόλεπτα..
Προχθές προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου το σώμα σου, με τις γραμμές του, τις ελιές και τις φακίδες του, μα η μνήμη μου ξεθώριασε και δε μπορεί να συμπληρώσει το πορτραίτο. Όποτε αρχίζω να θυμάμαι τα χέρια σου ξεχνάω την κοιλιά σου, κι όποτε θυμάμαι την κοιλιά σου ξεχνάω την σπονδυλική σου στήλη. Το μόνο που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι η ανάσα σου στο αυτί μου την ώρα που ψυθίριζες “ Η άνοιξη είναι 2 δευτερόλεπτα μακριά. Θέλεις να παραβγούμε ως εκεί; Στοίχημα πως θα με κερδίσεις.” κι εγώ σου έκλεινα τα μάτια κι άρχιζα να τρέχω σαν ελάφι μέσα στα χρώματα και στους ανέμους. Δε θα ξεχάσω πόσο όμορφα και στοργικά με άφηνες πάντα να κερδίζω..
Τα βράδια μακριά σου ασφυκτυώ. Θέλησα να σε ξεχάσω τελείως κάποτε κι έσκισα όλες μας τις φωτογραφίες, όλες μας τις ζωγραφίες. Έβαλα φωτιά στις πετσέτες που κοιμόμασταν τις νύχτες του καλοκαιριού πάνω στα βότσαλα που έσκαγε το κύμα. Τις έκαψα με ξύλα απ’ τη θάλασσα για να σε διώξω στον αέρα μέσα απ’ τον καπνό και να σ’ αφήσω να αιωρείσαι για πάντα στο σύμπαν δίχως εμένα. Μα την επόμενη μέρα ξαναπήγα στη θάλασσα κι έψαχνα τις στάχτες απ’ τις πετσέτες και μουτζούρωνα τα χέρια μου κι έτρυβα μ’ αυτά το πρόσωπο μου για να ξαναμυρίσω τ ‘άρωμα σου..
Αγαπημένη μου, ξέρω πως σε πλήγωσα όπως μια ασημένια σφαίρα που τρυπάει τα πνευμόνια και πως σου είπα πράγματα που δε λέγονται από στόματα. Ξέρω πως αισθάνθηκες σαν τροκτικό στο στόμα ενός λύκου μα, τα ανόητα πλασματάκια του μυαλού μου πήραν τον έλεγχο και με έκαναν να ξεχάσω για λίγο πόσο σ’ αγαπώ και πόσο σε θαυμάζω. Με μετέτρεψαν σε κτήνος που τρώει καρδιές και πρώτη απ’ όλες έφαγα τη δική μου.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι δε σου ζητώ να γυρίσεις πίσω για ‘μένα. Πρέπει να σταματήσει αυτός ο εγωισμός. Είμαι ευτυχισμένος αρκεί να είσαι κι εσύ, κι ας μη σε ξαναδώ ποτέ μου. Θέλω μονάχα να γυρίσεις αν τα υπέροχα μάτια σου ζητάνε κάθε βράδυ τα δικά μου, δίπλα στη μαγεμένη πράσινη λίμνη μας, μέσα στη σπηλιά των ξεχασμένων ποιημάτων που έγραψαν οι αγαπημένοι μας φίλοι..
Σε χαιρετώ αγαπημένη μου, για λίγο ή για πάντα. Έλα να με βρεις μόνο αν είσαι έτοιμη.
Σ’ ευχαριστώ για κάθε δευτερόλεπτο που έλουσες την ψυχή μου με χρυσόσκονη.
Με πίστη, ο άνθρωπος σου.
πηγή εικόνας: https://images.google.com/