Η ζωή στην Αθήνα έχει τα θετικά, αλλά έχει και τα αρνητικά της. Είναι θέμα ηλικίας ή ανάγκη αλλαγής η απόφαση να ζήσει κάποιος επαρχία;
Είναι τελικά γεγονός, ότι ο Αθηναίος – αυτόχθονας ή με καταγωγή από επαρχία – θα γκρινιάξει για την Αθήνα. Όχι δε λέω, τα παράπονα είναι βάσιμα, η κίνηση στους δρόμους, τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, τα σκουπίδια και αβάσιμα, όπως η ξαφνική διαπίστωση πως «δε συμβαίνει τίποτα» όταν φεστιβάλ, συναυλίες, εκθέσεις και διάφορες εκδηλώσεις οργανώνονται κάθε εβδομάδα και τα μπαρ έχουν αντικαταστήσει πλέον η «Δέλτα της γειτονιάς σας».
Τα πέρασα κι εγώ. Ως γέννημα θρέμα Αθηναία, πέρασα αμέτρητες μέρες κατηγορώντας την Αθήνα για να εκτονώσω τα νεύρα μου όταν δεν είχα σε ποιόν να ρίξω το φταίξιμο. Είναι μάλλον καλύτερα να «φταίει η Αθήνα» παρά να παραδεχτούμε ότι ξυπνήσαμε στραβά.
Και μία ωραία πρωία, μάζεψα τα πράγματά μου και μετακόμισα στην εξωτική Πάρο, απ’ όπου και κατάγομαι. Τόλμηρή κίνηση για τα 23 σου μου είπαν πολλοί και πλέον συμφωνώ μαζί τους. Όσο μικρότερος είναι κανείς, τόσο περισσότερο αυτονόητο θεωρεί να βρίσκεται «εκεί που συμβαίνει» και – κακά τα ψέματα – αυτό το μέρος στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλο από την Αθήνα.
Η αλήθεια είναι πως πρέπει να είσαι ή πολύ καλά με τον εαυτό σου ή λιγάκι σαλεμένος για να πάρεις σε νεαρή ηλικία και προπάντων οικειοθελώς την όποια απόσταση από τις «ανάγκες» του status και του φαίνεσθαι και να καταλάβεις ότι σε μεγάλο βαθμό η πόλη είναι σπατάλη (και δεν εννοώ οικονομική).
Από την άλλη ξέρω κόσμο που έφυγε να βρει την «ποιότητα ζωής» στην επαρχία και γύρισε τρέχοντας, φρικαρισμένος από το σύνδρομο του ερημίτη. Όπως ναι, ξέρω και κόσμο που μετά από μια εικοσαετία στην Αθήνα πήγε σε ένα ερημονήσι και ορκίζεται πως δε θα γυρίσει ποτέ πίσω.
Υπάρχει τελικά η ιδανική επιλογή στο «βουνό ή θάλασσα»; Μετά από 3 χρόνια μόνιμα στην επαρχία, σε ένα μέρος του οποίου λατρέυω κάθε βότσαλο και μικρό χορταράκι, η απάντηση που θα δώσω είναι όχι. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ούτε τα σκουπίδια της πόλης, ούτε η αποξένωση απέναντι στην ποιότητα ζωής, την ηρεμία και την κοινωνική συνοχή της επαρχίας. Το πρόβλημα καθώς φαίνεται είναι η πολυκαιρία, που μεγενθύνει όλες τις παραπάνω αφορμές και η «μονιμότητα» που εξ ορισμού κουράζει, ακόμα και αν είναι η μονιμότητα της αστάθειας.
Νόρμες δεν υπάρχουν, αλλά πολύ σημαντικός σε κάθε περίπτωση είναι ο ψυχολογικός παράγοντας, η «ασφάλεια» που παρέχει η σκέψη ότι, ακόμα κι αν δε θες να κάνεις τίποτα ή δεν έχεις σκοπό να εκμεταλλευτείς καμία από τις επιλογές που σου παρέχει μία μητρόπολη σαν την Αθήνα, σε περίπτωση που θελήσεις, δε θα είσαι εγκλωβισμένος. Είναι πολύ δύσκολος ο συμβιβασμός με την ιδέα του «και να θέλω δεν μπορώ», ακόμη κι αν ξέρεις ότι το πιθανότερο είναι να μη θελήσεις.
Η διάθεση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό, κι όσο κι αν θέλω να συμφωνήσω με την άποψη ότι τα πάντα είναι θέμα διάθεσης νομίζω ότι με αυτή τη συλλογιστική το πράγμα καταλήγει σε φαύλο κύκλο – δεν έχεις διάθεση, γιατί νιώθεις εγκλωβισμένος και νιώθεις εγκλωβισμένος, γιατί δεν έχεις διάθεση να κάνεις τα πράγματα που αγαπάς.
Αυτό που συνήθως κατατρέχει όσους μεγάλωσαν στην επαρχία και αρέσκονται στη ζωή της Αθήνας είναι φαντάζομαι η ιδιωτικότητα που εξασφαλίζεται από την πολυκοσμία – το κουτσομπολιό, η αδυναμία να ανακυκλωθούν οι φάτσες που βλέπεις κάθε μέρα, κ.λπ. Είδες όμως; Με την πρώτη συζήτηση για μετοίκηση από την Αθήνα, όλα τα επιχειρήματα υπέρ της πρωτεύουσας καταλήγουν όχι στο ότι «πραγματικά μου αρέσει εδώ», αλλά στο «και που είναι καλύτερα;».
Προσοχή όμως! Το ότι πραγματικά σου αρέσει ένα μέρος συνεπάγεται, δηλαδή, ότι δεν έχεις βρει αλλού καλύτερα; Αν ήταν αλλού καλύτερα, προφανώς και δε θα σου άρεσε πραγματικά εδώ – γιατί απλούστατα θα προτιμούσες το «εκεί».
Το ότι μερικές φορές προτιμώ την Αθήνα σε σχέση με την επαρχία – ή μάλλον, την καθημερινή ζωή στην Αθήνα σε σχέση με την καθημερινή ζωή στην επαρχία – είναι ακριβώς επειδή είχα την ευκαιρία να τις συγκρίνω και να καταλήξω ότι πέρα από την παραβίαση της ιδιωτικοποίησης, ναι, το γνωστό κουτσομπολιό εννοώ, η Αθήνα είναι τελικά η μητρόπολη των επιλογών. Και δεν εννοώ μόνο επιλογών διασκέδασης, αλλά και επιλογών εν γένει.
Όπως και να έχει όμως στο τέλος της ημέρας ο καθένας θέτει τις προτεραιότητές του, αποφασίζει πόσα είναι διατεθειμένος να θυσιάσει για να αναπνέει καθαρό αέρα ή να έχει την ησυχία του, αναλογίζεται αν θα τον κάνει δυστυχισμένο η έλλειψη επιλογών και πράττει αναλόγως.
Ίσως και να είναι τελικά θέμα ηλικίας. Ή ανάγκης για αλλαγή. Ή ιδιοσυγκρασίας. Ότι και να είναι καλό είναι να σκεφτόμαστε πότε-πότε, πως ευτυχισμένη ζωή δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο ευτυχισμένες μέρες. Γι’αυτό φρόντισε να τις περάσεις όπως τους αξίζει.