Site icon Frapress

“Ο Τρελός Πιερό”: ένα καλοκαιρινό πεδίο μάχης στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Το καλοκαίρι που οργιάζει στον Τρελό Πιερό του Γκοντάρ

Πρόσφατα ο Γάλλος σκηνοθέτης  Ζαν-Λυκ Γκοντάρ σε μία συνέντευξή του σε live μετάδοση στο Instagram δήλωσε πως ο κορωνοϊός είναι ένας νέος τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων. Ο ιός για όλους μας αποτέλεσε ένα μυστήριο, στοιχείο που φαίνεται να ταιριάζει με μία φράση του ομώνυμου ήρωά του στον Τρελό Πιερό:

«Ακόμα και όταν ξέρουμε ποιοι είμαστε και που πάμε, όλα τα υπόλοιπα στη ζωή παραμένουν μυστηριώδη. Η ζωή είναι αυτό το μυστήριο».

Με αφορμή αυτήν τη φράση, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως ο κορωνοϊός υπακούει σε αυτό το μυστήριο της ζωής.

Ο Τρελός Πιερό (1965)

Στην ταινία του Ο Τρελός Πιερό ή Ο δαίμων της ενδέκατης ώρας (1965) παρακολουθούμε την αποκρυστάλλωση των βασικότερων γκονταρικών στοιχείων. Όλοι εκείνοι οι πειραματισμοί με τους οποίους ο Γκοντάρ ξεκίνησε να φλερτάρει ήδη στο Με κομμένη την ανάσα, εδώ παρουσιάζονται με έναν ιδιαίτερο και παράλληλα ώριμο τρόπο.

Αντισυμβατικός σκηνοθέτης, ο Γκοντάρ συνδέθηκε με τη Nouvelle Vague που ξεκίνησε ως τάση στον κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Λίγο μετά τον Τρελό Πιερό, ο Γκοντάρ επηρεάζεται από το κίνημα του Μάη του ’68, ωστόσο οι ιδέες του περί μιας νέας αντίληψης του κόσμου φαίνονταν και πιο πριν.

Στον Πιερό παρακολουθούμε μία ιδιαίτερη αποδόμηση: εκείνη του γκανγκστερικού είδους, όπως το εισηγήθηκε ο χολιγουντιανός κινηματογράφος, τον οποίον ο Γκοντάρ αποδοκίμαζε. Γινόμαστε μάρτυρες της φυγής δύο ηρώων: του Φερντινάν ή αλλιώς Πιερό (Ζαν Πολ Μπελμοντό) και της Μαριάν (Άννα Καρίνα) από μαφιόζους που τους κυνηγάνε.

Επιλέγουν να ζήσουν μακριά από τα βλέμματα του κόσμου σε ένα ιδιότυπο καλοκαιρινό, ερημωμένο σπίτι κοντά στην ακροθαλασσιά. Και εκεί βλέπουμε ένα καλοκαίρι να οργιάζει: δύο ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες να συγκρούονται κάτω από τον ήλιο.

Από τη μια, ο συγγραφέας Πιερό που πιστεύει σε ιδέες, και από την άλλη η περισσότερο λυρικής υφής Μαριάν που εμπιστεύεται τα συναισθήματα.

Ο Γκοντάρ μας αφήνει ως παρακαταθήκη ένα αιρετικό, ποιητικό και συνάμα υπερρεαλιστικών προεκτάσεων φιλμ, δομημένο στην ιδιαίτερη γλώσσα του. Το γκονταρικό ύφος είναι εξαιρετικά άναρχο όσον αφορά την αποσπασματικότητά του, τον βαθύ φιλοσοφικό του χαρακτήρα, και την ποιητική γλώσσα του ως ένα ισχυρό όπλο κατά της σκληρής κοινωνίας. Άλλωστε, αυτή είναι η ιδιότυπη λειτουργία του γκονταρικού κινηματογράφου, μία κατασπαραγμένη αφήγηση, αντίστοιχη των εμπειριών που βιώνει ο σκηνοθέτης λόγω της εποχής του.

Το φιλμ είναι σαν ένα πεδίο μάχης, έτσι όπως ορίζει τον κινηματογράφο μέσα στην ταινία ένας σκηνοθέτης στον Πιερό. Άλλωστε, οι αναμνήσεις μας δεν προέρχονται ποτέ από καταστάσεις ήσυχες και αμελητέες, είναι όλες έντονα χαρούμενες ή λυπημένες στιγμές. Γιατί, όπως ανέφερε ο Γκοντάρ σε αυτήν τη συνέντευξη στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή του άρθρου:

«Η τηλεόραση δημιουργεί λήθη, ενώ το σινεμά μόνο αναμνήσεις».

Και τι πιο όμορφο από την ανάμνηση ενός εκρηκτικού καλοκαιρινού γκονταρικού φιλμ!

Σχόλια

Exit mobile version