Ακολουθεί ιστορία. Ιστορία σκοτεινή, νοτισμένη με καπνό, ηρωίνη, μπάφο και κρακ. Ιστορία της διπλανής πόρτας. Ιστορία που ο καθένας μπορεί να ζήσει αν δοκιμάσει τον απαγορευμένο καρπό και τον αφήσει στο στόμα του μέχρι να σαπίσει.
Πέμπτη μεσημέρι. Διασχίζω τη Μασσαλίας. Γνώριμος δρόμος. Στενός και σκοτεινός ακόμη και τη μέρα. Σκοντάφτω σε μια σύριγγα. Το στομάχι μου σφίγγεται. Συνέχισε, είπα. Συνεχίζω.
Ξαφνικά ένας όχλος έρχεται τρέχοντας κατά πάνω μου. Μα τι συμβαίνει; Τους κυνηγάει κάποιος;
Σε κλάσματα δευτερολέπτου περικυκλώνουν έναν άντρα που κρατά στην αγκαλιά του ένα σωρό μπουκαλάκια. Μπουκαλάκια με λευκή ουσία. Σαν αρπακτικά γατζώνονται από πάνω του. Ο πιο γρήγορος κερδίζει το θανατηφόρο έπαθλο.
Τρέχουν προς το θάνατο αλλά δεν το γνωρίζουν. Λάθος, το γνωρίζουν αλλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, πια. Τους ξέρω αυτούς τους ανθρώπους. Κάποτε ήμουν ένας από αυτούς. Κάποτε έτρεχα και εγώ για τη δόση μου σε κακόφημα στενά, σε παρκάκια άλλοτε κρυφά και άλλοτε φανερά. Άλλοτε μόνος, και άλλοτε με παρέα. Δεν με ένοιαζε. Δεν ήμουν εγώ.
Πρώτος σταθμός: Κάνναβη
Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου πρότειναν να δοκιμάσω χόρτο. Είχα δώσει πανελλήνιες και άραζα με την παρέα μου. Στην αρχή ήμουν ψαρωμένος, δεν ήθελα. Άστο μην πάθω τίποτα και τρέχουμε, σκεφτόμουν.
Τη δεύτερη φορά στο Πανεπιστήμιο είπα για πρώτη φορά το ναι. Οι αναστολές μου εξαφανίστηκαν όταν τους έβλεπα όλους να χαλαρώνουν στην πρώτη τζούρα. Δεν μπορούσα να πω όχι, θα έμενα εκτός παρέας. Θα με θεωρούσαν φλώρο ενώ δεν ήμουν έτσι. Είχα και περιέργεια, πώς να ήταν άραγε η αίσθηση;
Δεν βαριέσαι, λίγο χορταράκι δεν θα με βλάψει. Εξάλλου δεν είναι κόκα. Το χόρτο είναι αθώο, δεν κάνει τίποτα άσε που κάνει καλό και σε παθήσεις, το λένε και οι γιατροί.
Και όντως μου έκανε καλό. Αν και δυσκολεύτηκα να κατεβάσω τον καπνό στην αρχή, μετά αφέθηκα εντελώς. Μια υπέροχη ζάλη ήταν αρκετή για να με πείσει ότι ήθελα να ξανακάνω. Τόσο απλά και τόσο επικίνδυνα.
Αργά αλλά σταθερά το χόρτο έγινε φίλος μου. Οργανώναμε μαζώξεις για να το σκάσουμε που άγγιζαν διαστάσεις ιεροτελεστίας. Γλεντοκόπια επικών διαστάσεων με άφθονο αλκοόλ και τσιγαριλίκια κορυφώνονταν με χαπάκια LSD.
Δεύτερος Σταθμός: LSD
Οι παραισθήσεις ήταν το καλύτερο κομμάτι. Η πλήρης απόδραση από τη μιζέρια της καθημερινότητας. Το είχα ανάγκη να ξεφεύγω πού και πού, με αναζωογονούσε.
Και ύστερα, το χόρτο έγινε κολλητός, και κάναμε τόση παρέα που άρχισα να δυσκολεύομαι να το αποχωριστώ μέρα με τη μέρα. Δεν μπορούσα να το αφήσω, τώρα που τα πηγαίναμε τόσο καλά.
Τρίτος σταθμός: Κοκαίνη
Το τρυπάκι της μαστούρας συνεχιζόταν με αμείωτο ενθουσιασμό. Θυμάμαι είχα ξεκινήσει να παίζω σε μια μπάντα όταν μου σέρβιραν για πρώτη φορά κόκα στο τραπέζι. Την άπλωσαν με περίσσεια υπερηφάνεια μπροστά μου. Σκάλωσα.
Λευκή, παραδεισένια, με μια εισπνοή από τη μύτη για να σε πιάσει γρήγορα σχεδόν μαγικά σε πήγαινε αλλού. Σε μέρη του ασυνείδητου που δεν υπήρχαν προβλήματα.
Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Μια απόδραση μακριά από την πραγματικότητα. Μακριά από έγνοιες και γκρίνιες. Χωρίς κόπο, εύκολα και γρήγορα.
Μου την έδιναν οι πάντες σε εκείνη τη φάση. Η σχολή, οι γονείς μου ακόμη και η κοπέλα μου. Με έπρηζε που έκανα κάθε μέρα χόρτο και άλλα τα οποία δεν ήξερε καν τι είναι.
Ήμουν μια χαρά. Δεν ήμουν εξαρτημένος. Μπορούσα να το κόψω ανά πάσα στιγμή. Αλλά με βοηθούσε να χαλαρώνω και να περνάω λίγο καλά. Σιγά το πράγμα.
Το χόρτο έκανε κακό μόνο σε όσους είχαν προδιάθεση. Εγώ ήμουν υγιής, δεν είχα τρελό στην οικογένεια άρα δεν κινδύνευα από σχιζοφρένεια. Επίσης, δεν έπινα. Το αλκοόλ έκανε χειρότερα από το χόρτο, αποδεδειγμένα.
Δεν με καταλάβαινε κανείς. Αλλά πού να καταλάβουν αφού δεν έκαναν ποτέ. Φοβούνταν μην τους κάψει τον εγκέφαλο. Δεν ζούσαν. Δεν ήταν κουλ.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι στην πορεία άρχισα να το βαριέμαι το χόρτο. Καλό μεν αλλά κάτι έλειπε. Και εκείνη τη στιγμή οι παρέες μου μου έδωσαν την ευκαιρία να δω ένα καινούριο κόσμο. Ένα κόσμο με εγγυήσεις ολοκληρωτικής ευφορίας, ισχυρής μεν αλλά αποτελεσματικής.
Στην πρώτη ρουφηξιά της κόκας δεν κρύβω ότι φοβήθηκα, αλλά η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό δεν σκεφτόμουν πολύ.
Είχα σταματήσει να κρίνω, ξεχνούσα, ήμουν σε μια σύγχυση. Μάλλον από την κούραση ήταν, δεν θυμάμαι. Οπότε απλώς άρχισα να παραδίνομαι και να θέλω ακόμη περισσότερες δόσεις για να ξεφύγω.
Το πρώτο καμπανάκι είχε χτυπήσει αλλά δεν το άκουγα. Είχα αρχίσει να παρατηρώ ότι δεν είχα όρεξη για τίποτα. Ούτε για σεξ. Μερικές μέρες απλώς ήθελα να αράζω και να κοιτώ το κενό, ή να στρίβω τσιγάρο. Ένιωθα νωχελικός, αδρανής. Συχνά έκανα άσχημες σκέψεις για μένα, για τους άλλους. Ένα σύννεφο κατάθλιψης στεκόταν από πάνω μου και η μόνη λύση για να φύγει ήταν τα ναρκωτικά. Έτσι νόμιζα.
Ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις. Στην αρχή πίστευα ότι έφταιγε η ζωή μου. Στην πορεία κατάλαβα ότι ήταν οι επιλογές μου. Ο καπνός και οι ουσίες που κατανάλωνα χωρίς κανένα μέτρο και καμία συνέπεια. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν ψυχοδραστικές ουσίες παρά μόνο όταν έπαθα την πρώτη κρίση πανικού.
Ένα πρωτόγνωρο άγχος, και ισχυρά τσιμπήματα φόβου ήρθαν και μου χτύπησαν την πλάτη βίαια. Ταρακουνήθηκα, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Μπα ιδέα μου είναι.
Το τρίτο καμπανάκι είχε τον ήχο ενός χαστουκιού. Χωρίς να το καταλάβω σήκωσα χέρι στην κοπέλα μου πάνω στον καυγά. Εγώ; Σήκωσα χέρι εγώ; Αποκλείεται. Δεν μπορεί. Δεν είμαι εγώ αυτός.
Δεν ήμουν εγώ αυτός. Η κοπέλα μου με εγκατέλειψε. Στο μεταξύ, έχασα αρκετούς φίλους που ή είχαν σταματήσει το χόρτο γιατί τους πείραζε, οπότε δεν μας ένωνε τίποτα πια ή δεν έκαναν ποτέ και πλέον με θεωρούσαν εξαρτημένο και παρείσακτο. Δεν είχαν άδικο, μόνο που δεν καταλάβαινα το γιατί.
Μέσα στην κρίση έχασα και τη δουλειά μου, οπότε τα ναρκωτικά μου ήταν το μόνο που μου απέμεινε. Η μόνη μου χαρά, τα μόνα χαπάκια που δεν θα με εγκατέλειπαν ποτέ. Η ευτυχία κρύβεται στις ουσίες εξάλλου. Σωστά;
Λάθος.
Τελευταίος σταθμός: Παγκάκι Μασσαλίας – ηρωίνη
Την ημέρα που ξύπνησα από την επίπλαστη πραγματικότητα που είχα φτιάξει στο κεφάλι μου, ήμουν πεσμένος σε ένα δρόμο λίγο πιο κάτω από το στενό της Μασσαλίας. Είχα πάρει τη δόση μου. Εκείνη τη δόση που θα με έκανε χαρούμενο. Που θα με έκανε να δω μια άλλη διάσταση. Που θα με παρηγορούσε.
Εκείνη τη δόση που έκαιγε τα νευρικά μου κύτταρα. Που μου προκαλούσε σύγχυση, που μηδένιζε την κρίση και θόλωνε τα συναισθήματα μου. Εκείνη τη δόση που με σκότωνε με την άδεια μου.
Ήμουν αδύναμος να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα, ήμουν αδύναμος να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου. Αντί να λύσω ένα πρόβλημα μου το κάλυπτα με μπόλικη σκόνη, και καπνό. Νόμιζα ότι αυτή ήταν η λύση. Αυτή ήταν η ευτυχία. Αυτό ήταν το νόημα.
Περίμενα από μια ουσία να με κάνει να νιώσω για λίγο καλά, ενώ μπορούσα και έπρεπε να το κάνω μόνος μου.
Όταν μπήκα σε πρόγραμμα απεξάρτησης, άρχισα να μετρώ τις ώρες που έχασα, ζώντας στις ουσίες. Έχασα το λογαριασμό. Πόσα πράγματα θα μπορούσα να έχω κάνει τις ώρες της αυτοκαταστροφής μου; Άπειρα και δεν έκανα απολύτως τίποτα.
Το ταξίδι στη δίνη των ναρκωτικών τελείωσε γιατί έπεσα στο γκρεμό. Τώρα σκαρφαλώνω στο δικό μου βουνό για να βρω την κορυφή. Είναι δύσκολα αλλά προσπαθώ. Δεν είμαι μόνος. Στο πλευρό μου στέκονται εκείνοι που έδιωξα. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτούς.
Περιμένω στο φανάρι αλλά η σκέψη μου είναι στους ανθρώπους που άφησα πίσω. Που παλεύουν ακόμη με τους δαίμονες τους. Θέλω να τους φωνάξω να τρέξουν, να περάσουν μαζί μου απέναντι. Όχι, δεν μπορώ να το κάνω. Εκείνοι θα επιλέξουν αν θα περάσουν απέναντι. Εγώ μπορώ να τους απλώσω μόνο το χέρι και να τους πω ότι η ευτυχία βρίσκεται στην ουσία και όχι στις ουσίες.