~Διάφορα συναισθήματα εναλλάσσονταν στο πρόσωπο του… Μέσα από στιγμές που άξιζαν να παραμείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη του…~
Ο δρόμος ήταν άδειος. Ησυχία παντού. Οι σκιές των κτιρίων έπεφταν βαριές στην άσφαλτο. Οι λάμπες στο δρόμο έριχναν το χλωμό τους φως, προσπαθώντας μάταια να τρυπήσουν το πυκνό σκοτάδι. Εκείνος στέκονταν στην άκρη του δρόμου, κάτω ακριβώς από το στύλο της “’Εξυπνης Στάσης”, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη. Ο καπνός έβγαινε σταδιακά απ’ τα ρουθούνια του κι ανέβαινε τούφες-τούφες στον κατάμαυρο ουρανό. Δεν χαράμισε ούτε μία ματιά στην πορτοκαλί ένδειξη της οθόνης. Είχε αρκετό χρόνο, μπροστά του. Το πακέτο με τα τσιγάρα του ήταν γεμάτο.
Είχε καπνίσει τουλάχιστον πέντε, όταν εκείνο φάνηκε στη στροφή του δρόμου. Σταμάτησε βογκώντας λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ αυτόν. Πέταξε αδιάφορα το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει και με κάμποσες μεγάλες δρασκελιές μπήκε στο εσωτερικό του. Οι θέσεις κενές. Ο οδηγός σιγομουρμούριζε έναν ρεμπέτικο σκοπό. Κάθισε πλάι σε ένα απ’ τα παράθυρα του οχήματος. Το λεωφορείο ανέπτυξε απότομα ταχύτητα και χύθηκε ξανά στους δρόμους, καταπίνοντας βιαστικά τα χιλιόμετρα που τον χώριζαν απ’ τον τελικό του προορισμό.
Οι πολυκατοικίες είχαν από ώρα κλείσει τα αλουμινένια τους βλέφαρα, σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν για λίγο από την πολύβουη αστική καθημερινότητα. Άπλωσε το χέρι, που φάνταζε ακόμα πιο λευκό στο φως του λεωφορείου, κι άνοιξε το παράθυρο. Ο καυτός καλοκαιρινός αέρας μαστίγωσε το πρόσωπο του. Μερικές τούφες απ’ τα λευκά μαλλιά του άρχισαν να πάλλονται ρυθμικά. Μια βαριά μυρωδιά, μυρωδιά φρέσκου χώματος και βραδινής δροσιάς, αναμεμειγμένη με την μπόχα ξινισμένου ιδρώτα, αποσύνθεσης και των βουνών από σκουπίδια που κατέκλυζαν τους πράσινους κάδους, απλώθηκε στο λεωφορείο. Ο οδηγός σούφρωσε εκνευρισμένος τη μύτη, αν και είχε συνηθίσει πια. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, ρούφαγαν λαίμαργα κάθε οπτικό ερέθισμα του τσιμεντένιου αστικού τοπίου. Οι πολυκατοικίες, άλλες ψηλές κι άλλες πιο κοντές, παρατεταμένες στη σειρά σαν ντόμινο, εναλλάσσονταν με γοργό ρυθμό. Οι φανοστάτες στις άκρες των πεζοδρομίων ύφαιναν μια φωτεινή κορδέλα, που τύλιγε απαλά το δρόμο, σε όλη του σχεδόν την πορεία.
Κάποτε, οι τσιμεντένιοι γίγαντες άρχισαν να αραιώνουν και το αστικό τοπίο να ξεθωριάζει. Ασθενικοί κορμοί δέντρων ξεπρόβαλαν με τα κλαδιά τους, σχεδόν φαφούτικα, μιας κι ελάχιστα φύλλα κρέμονταν επάνω τους. Απ’ την δεξιά πλευρά του δρόμου, η θάλασσα ατσαλάκωτη, σαν ένα προσεκτικά απλωμένο κομμάτι ύφασμα, καθρέφτιζε την αργυρή λάμψη του φεγγαριού. Το λεωφορείο έχοντας απαλλαγεί πλέον απ’ τα φανάρια της πόλης έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, μέχρι τη στιγμή εκείνη που η κόκκινη ένδειξη του “stop” το ανάγκασε να επιβραδύνει.
Εκείνος κατέβηκε με βιαστικό κι ασταθές βήμα. Ένα θαμπό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. Το μέρος του ήταν γνώριμο. Η βραχώδης αυτή πλαγιά, με τον μικρό κολπίσκο στα σπλάχνα της και τα ψημένα απ’ την αλμύρα σανίδια καρφωμένα ανάμεσα στα βράχια, είχε αποτελέσει πολλές φορές το φόντο των αναμνήσεών του.
Ήταν τότε στην εφηβεία του, όταν είχε κάνει σκασιαρχείο και ήρθε για πρώτη φορά σ’ αυτό το μέρος, παρέα με τους κολλητούς του. Πάνω στα πειραγμένα τους μηχανάκια, οι εξατμίσεις των οποίων έσκουζαν με παράπονο, φορώντας μονάχα το μαγιό τους, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, ακόμη κι αυτόν της αστυνομίας, έσκασαν μύτη σε αυτό το σημείο της Αττικής με βήμα βαρύ, μάγκικο και ένα χαμόγελο τεράστιο -μέχρι τ’ αυτιά- κι ας είχαν μόλις ξεκινήσει να φυτρώνουν, ανάμεσα στο χνούδι του προσώπου τους, οι πρώτες σκληρές κι ατίθασες αντρικές τρίχες.
Κόντευε τα εικοσιένα όταν γλίστρησε το πόδι του στην ύπουλη επιφάνεια ενός βράχου με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί ευθύς αμέσως στα καταγάλανα νερά του κόλπου. Το πρόσωπο του είχε βαφτεί στην απόχρωση της ντροπής καθώς ανέβαινε την μεταλλική σκάλα. Και τότε την είδε. Στέκονταν όρθια λίγο παρά ‘κει με τις φίλες της και τον κοιτούσε με συστολή, με αποτέλεσμα το κόκκινο χρώμα στο πρόσωπο του να γίνει ακόμα πιο έντονο. Γλίστρησε ξανά, αυτή τη φορά όμως έπεσε μεσ’ το βλέμμα της.
Το πρωτόγνωρο αίσθημα του έρωτα που γεννήθηκε μέσα του, τον έπνιξε. Κάθε ίχνος λογικής έσβησε. Την σκέψη του κατέκλυσε η παρουσία της. Τα μελιά της μάτια που χρύσιζαν στο φιλί του ήλιου. Τα σγουρά καστανά μαλλιά της, που αγκάλιαζαν γλυκά τους λεπτεπίλεπτους ώμους της. Οι καφετιές φακίδες, πάνω στα χλωμά της μάγουλα. Τα λεπτά της χείλη, τα σφιγμένα από συστολή που σχημάτιζαν ένα ντροπαλό χαμόγελο, κάθε τόσο που ένιωθε το βλέμμα του σκαλωμένο επάνω της.
Την επόμενη Κυριακή βρισκόταν κι οι δυο ξανά εκεί. Και την μεθεπόμενη, και τις υπόλοιπες Κυριακές του μήνα. Μα κι οι δυο τους βούλιαζαν στις ανασφάλειες και τις συστολές τους, ανταλλάσσοντας μοναχά βλέμματα. Βλέμματα που αστραποβολούσαν από έρωτα!
Το καλοκαίρι έδυσε κι εκείνοι ακόμα να ξεπεράσουν τη δειλία τους. Με την βοήθεια όμως της Μοίρας, αλλά και της Τύχης που ξετύλιγαν κι έμπλεκαν ξανά τα νήματα των ανθρώπινων ζωών, γελώντας αυτάρεσκα κάθε φορά με τη δύναμη, που ‘χαν φυλαγμένη στα γέρικα χέρια τους, βρέθηκαν να κάθονται σε θέσεις διπλανές στο λεωφορείο, με προορισμό τις πανεπιστημιακές σχολές τους. Τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν από χαρά. Δυο χέρια πλέχτηκαν τρέμοντας αμυδρά εκείνη την ημέρα. Δυο ζευγάρια χείλη κούμπωσαν αρμονικά. Κι ύστερα, όλα κύλησαν όπως ήταν από καιρό γραμμένα!
Έσυρε το ασταθές του βήμα μέχρι τα πρώτα βράχια της πλαγιάς. Λύγισε τα γόνατα και προσπάθησε να βολευτεί πάνω στην αιχμηρή τους επιφάνεια. Ο σουβλερός πόνος της μέσης του έκανε άξαφνα αισθητή την παρουσία του. Τα χαρακτηριστικά απ’ το πρόσωπο του αλλοιώθηκαν για μια στιγμή. Έπειτα απλώθηκε πάνω του ξανά η ηρεμία. Τα μάτια του, που ΄χαν βουλιάξει χρόνια τώρα στις κόγχες τους, διάβαιναν σε κάθε βράχο, μικρό και μεγάλο, λείο κι αιχμηρό του τοπίου, ψάχνοντας για κάτι. Κάτι ανεξίτηλο. Κάτι για να φυλακίσουν παντοτινά στη μνήμη τους. Οι ώρες έτρεχαν γρηγορότερα απ’ ό τι υπολόγιζε…
Διαβάστε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα…
Κόντευε σχεδόν πέντε το ξημέρωμα, όταν ένιωσε ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό στη βάση του λαιμού του. Γαργαλητό που τον έκανε να χαμογελάσει, έστω και για λίγο. Άπλωσε τα στραβά του δάκτυλα. Με μια σταθερότητα -πρωτόγνωρη για την ηλικία του- αιχμαλώτισε απαλά ανάμεσα τους ένα καφετί σκουληκάκι, που κουλουριάστηκε τρομαγμένο, νιώθοντας τη ζωή του να απειλείται. Δεν το πείραξε. Το τοποθέτησε στη ρίζα ενός βράχου δίπλα του. Έστρεψε το βλέμμα του ξανά. Προς το σημείο εκείνο που το σκοτάδι του ουρανού ενώνονταν με μία τέλεια ύφανση από χέρι θείο, με την βελούδινη και επίσης σκοτεινή θάλασσα.
Ύστερα, περίμενε…
Κάμποση ώρα μετά, το μαύρο του ουρανού έπαιρνε να σπάει. Σαν βιτρίνα γυάλινη γέμισε παντού ραγίσματα, απ’ τα οποία ξεχύνονταν κεχριμπαρένια χρώματα. Θρύψαλα φωτός έσκαγαν στα ήρεμα νερά της θάλασσας. Το σκοτεινό της ύφασμα ξεθώριασε σταδιακά. Βάφτηκε μενεξεδί και ροζ, μέχρι τη στιγμή εκείνη που στο βάθος φάνηκε ο κόκκινος δίσκος του ήλιου. Τότε η θάλασσα άρχισε να φλέγεται, ώσπου η φλόγα κόπασε και το δροσερό γαλανό της χρώμα άπλωνε απ’ άκρη σ΄ άκρη.
Θαμπωμένος απ’ τη μαγεία της στιγμής, κοιτούσε βουβός το θαύμα που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Ένα δάκρυ χάραξε το πρόσωπο του. Για μια απειροελάχιστη στιγμή πίστεψε πως μαζί με τον ήλιο θα μπορούσε να ανατείλει, έστω και στου ορίζοντα την άκρη, η υποψία μιας ελπίδας. Η επιθυμία του όμως φτερούγισε αδύναμη κι έπεσε στα κρυστάλλινα νεαρά της θάλασσας. Πνίγηκε. Η γλώσσα του μούδιασε απ’ τη στυφή γεύση της συνειδητοποίησης. Άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του, πηγαίνοντας να βρει εκείνο που βρίσκονταν τώρα στη βάση του λαιμού του.
Σηκώθηκε απρόθυμος. Μπορεί τα βράχια να ήταν κοφτερά, μα τόσες ώρες εκεί συνήθισε το τραχύ τους άγγιγμα. Έπρεπε όμως να φύγει. Η ώρα περνούσε κι εκείνος έπρεπε να προλάβει. Η επιστροφή φάνταζε μονόδρομος. Κοίταξε δειλά το ρολόι του. Είχε στη διάθεση του τουλάχιστον δυο ώρες. Πήρε το ίδιο λεωφορείο, αυτή τη φορά απ’ την απέναντι μεριά του δρόμου. Το κλιματιστικό ήταν αναμμένο στο τέρμα. Το εσωτερικό του λεωφορείου θύμιζε ψυγείο. Μια δεσποινίδα τρυπημένη σε κάθε πιθανή σπιθαμή δέρματος στο πρόσωπο της, σαν τον αντίκρισε σηκώθηκε με ιδιαίτερη διακριτικότητα για να καθίσει.
Της χαμογέλασε. Το χλωμό του πρόσωπο βάφτηκε κόκκινο όπως τότε! Μετά από λίγο ένας ξαφνικός θόρυβος, σαν ένα μπαλόνι που σκάει, έκανε όλους τους επιβάτες να αναπηδήσουν τρομαγμένοι. Ο οδηγός, ένας κοντός κύριος με γυαλιστερή φαλάκρα κι ένα λεκιασμένο πουκάμισο, τσιτωμένο στην περιοχή της κοιλιάς, αφού έβρισε πρώτα Θεούς και Δαίμονες, ξεφύσηξε θυμωμένος και έπιασε αριστερά. Το λεωφορείο είχε πάθει λάστιχο!
Εκείνος κοίταξε για δεύτερη φορά το ρολόι του. Του φάνηκε ότι οι δείκτες του διέγραφαν τους κύκλους της ώρας βιαστικοί. Το πανιασμένο του πρόσωπο χλόμιασε κι άλλο. Έπρεπε να προλάβει. Αν και ένα αιχμηρό αίσθημα άγχους τον κυρίευσε, η καρδιά του παρέμενε σιωπηλή. Ιδρώτας έλουσε το πρόσωπο του. Οι κρόταφοί του γυάλιζαν, όταν το φως του ήλιου έπεφτε επάνω τους. Βγήκε απ’ το λεωφορείο και κατευθύνθηκε στη μέση της ασφάλτου, στυλώνοντας το βλέμμα του στην προηγούμενη στροφή του δρόμου. Το είχε ήδη αποφασίσει. Θα έπαιρνε ένα ταξί.
Με την ανυπομονησία σφηνωμένη στα μάτια και την αγωνία να υποδαυλίζει την λειτουργία των ιδρωτοποιών του αδένων, σχημάτιζε νοητούς κύκλους στην άσφαλτο. Κάποια στιγμή κι ενόσω ο εκνευρισμός του είχε φτάσει σε οριακό σημείο, ένα κίτρινο όχημα εισέβαλε στο οπτικό του πεδίο. Αναστέναξε ανακουφισμένος. Με την αναστροφή της παλάμης σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του.
Ταυτόχρονα σήκωσε το άλλο χέρι για να σταματήσει το ταξί. Ο οδηγός τον κοίταξε με βλέμμα αρπακτικού και του χαμογέλασε σαρδόνια. Εκείνος αδιαφόρησε. Κάθισε αποκαμωμένος στη θέση του συνοδηγού και ψιθύρισε με φωνή ραγισμένη την διεύθυνση του στα Κάτω Πατήσια. Ο χρόνος περνούσε βιαστικός. Έπρεπε να προλάβει. Ήξερε πως βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Το πρόσωπο του ταξιτζή έλαμψε. Έκανε επιδεικτικά τον σταυρό του για την καλή του τύχη και ξεκίνησε τραγουδώντας φάλτσα για τον προορισμό τους.
Το ταξί ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα. Ο αέρας που εισχωρούσε στο εσωτερικό του αυτοκινήτου ράπιζε τα πρόσωπά τους. Ο οδηγός με στόμα ορθάνοιχτο συνέχιζε την παραφωνία του. Σταγόνες σάλιου εκτοξεύονταν απ’ αυτό και έπεφταν επάνω στο τιμόνι. Το χρυσό του δόντι αν και θαμπό, προσπαθούσε με κόπο να λάμψει. Εκείνος έχοντας ανακτήσει την χαμένη του ηρεμία κοιτούσε αχόρταγα έξω απ’ το παράθυρο.
Το αστικό τοπίο τον απορρόφησε γι’ άλλη μία φορά. Ένα βαθύ αίσθημα θλίψης βάρυνε το στέρνο του. Οι σάρκες των πολυκατοικιών είχαν ξεφλουδίσει. Οι ρίζες των δέντρων είχαν παραμορφώσει την επιφάνεια των πεζοδρομιών. Η άσφαλτος θύμιζε σουρωτήρι με τόσες λακκούβες. Η πόλη του είχε αλλάξει. Είχε γεράσει κι αυτή. Το νυστέρι του χρόνου σε συνδυασμό με τις απερίσκεπτες ανθρώπινες παρεμβάσεις της φέρθηκαν σκληρά.
Κοίταξε το ρολόι του ξανά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Είχε μόνο μισή ώρα! Το ταξί έφτανε στο κέντρο. Τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ατελείωτες ουρές στα φανάρια. Τα δάκτυλα του χεριού του χτύπαγαν ανυπόμονα πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Έπρεπε να βιαστεί. Έστρεφε το κεφάλι πότε δεξιά και πότε αριστερά. Ο ταξιτζής βλέποντας την ανυπομονησία του, έστρεψε απότομα το τιμόνι και χάθηκε σε έναν απ’ τους στενούς δρόμους της πόλης. «Θα προλάβουμε!», του είπε πιο πολύ για να τον καθησυχάσει, παρά γιατί το πίστευε. Εκείνος τον κοίταξε σαν η ζωή του να κρέμονταν από τα λόγια του. Του χαμογέλασε.
«Έτρεχα μια ολόκληρη ζωή. Έτρεχα για να προλάβω. Βιαζόμουν να τα ζήσω όλα! Φέρθηκα επιπόλαια. Και τι κατάλαβα; Στιγμές είναι η ζωή μας. Στιγμές πλημμυρισμένες στο φως. Στιγμές αρωματισμένες με τη λεπτή μυρωδιά της αγάπης, την πικάντικη του έρωτα και τη δροσιά του γέλιου. Μα και στιγμές που βουλιάζουν στα βρομόνερα της θλίψης, της απογοήτευσης και ζέχνουν θάνατο. Βρομόνερα με όνειρα κι ελπίδες πνιγμένες να επιπλέουν, νούφαρα στεγνά. Πρέπει να πατήσεις μια μικρή παύση στις πρώτες. Να τις ζήσεις αργά, ηδονικά. Να αφήσεις τους πόρους του κορμιού σου ανοιχτούς. Να πιεις το νέκταρ τους γουλιά-γουλιά. Να αφήσεις τους κάλυκες της ψυχής σου να γευτούν τη γλυκάδα τους. Βιάστηκα. Διψούσα βλέπεις. Κι έτσι, τις ήπια λαίμαργα. Και τώρα; Πάλι βιάζομαι. . . Μα, τώρα είναι αλλιώς. Πρέπει να βιαστώ. Πρέπει όλα να τελειώσουν!», του είπε αινιγματικά κι έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο.
Ο οδηγός τον κοίταξε με περιέργεια. «Όλοι οι τρελοί σε μένα!» σκέφτηκε και συνέχισε το δρόμο του. Είχαν σχεδόν φτάσει. Εκείνος κοίταξε το ρολόι του. Πέντε λεπτά ακόμη. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά απ’ την ανοιχτή είσοδο της πολυκατοικίας. Εκείνος βιαστικός βγήκε δίχως να πληρώσει. Τρία λεπτά. Ο οδηγός έβαλε τις φωνές. Φωνές που ποτέ δεν έφτασαν στα αυτιά του. Το πρόσωπο του οδηγού σκλήρυνε από θυμό. Έριξε το βλέμμα του στη θέση του συνοδηγού. Μια χούφτα χώμα είχε βουλιάξει στο κάθισμα…
Πέρασε το κατώφλι της πολυκατοικίας. Ξαφνικά, η σάρκα του έγινε διάφανη. Εξαϋλώθηκε. Με βήματα βιαστικά ανέβαινε τη σκάλα. Τα βήματα του δεν ακούμπαγαν στο έδαφος. Έφτασε στον τρίτο. Κόσμος είχε μαζευτεί έξω απ’ το διαμέρισμά του. Χαμογέλασε πικρά. Πέρασε από μπροστά τους. Τα πρησμένα τους μάτια δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία του. Το σαλόνι ήταν ασφυχτικά γεμάτο. Το λαχανιασμένο κλιματιστικό δούλευε ακατάπαυστα.
Ο καφές είχε ξεραθεί μέσα στα φλιτζάνια. Την είδε στο μπάνιο. Έριχνε νερό στο ζαρωμένο της πρόσωπο. Οι ρυτίδες της φάνταζαν εντονότερες σήμερα. Τα μάτια της ήταν θολά. Την άφησε στην ησυχία του μπάνιου. Άνοιξε τα χέρια. Τα δάκτυλα του άγγιξαν τις κορνίζες, που κρέμονταν στους τοίχου του διαδρόμου. Κρύο το μεταλλικό τους πλαίσιο, μα ζεστές οι αναμνήσεις! Τα πρόσωπα που βρίσκονταν πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι του χαμογελούσαν. Μπήκε στο δωμάτιό τους. Κοίταξε το κοιμισμένο του κορμί που βρίσκονταν πνιγμένο στα λουλούδια.
«Πρόλαβα!», αναφώνησε φανερά ανακουφισμένος κι έγειρε μέσα του.