Site icon Frapress

Erasmus στο Παρίσι: Ένα μοναδικό souvenir!

Το να είσαι παριζιάνος δεν είναι να έχεις γεννηθεί στο Παρίσι, αλλά να ξαναγεννηθείς εκεί ~Sacha Guitry

Σε όλους αλλά λίγο παραπάνω στην Hélène και την ομάδα του 308 και 309.

Αυτό εδώ δεν είναι ένα κείμενο που θα σου εξηγήσει τους λόγους για να συμμετάσχεις στο πρόγραμμα Erasmus. Αυτό εδώ επίσης δεν είναι ένα κείμενο που θα σου πει γιατί να διαλέξεις το Παρίσι και πώς να επιβιώσεις εκεί. Αυτό εδώ δεν είναι ένα κείμενο για ένα Erasmus που έπεται αλλά για ένα Erasmus που έχει τελειώσει.

Παρίσι: μια πόλη, χιλιάδες συνδηλώσεις στο άκουσμά της. Θέλοντας να φυλλομετρήσουμε τα τεκμήρια που περιλαμβάνει ο φάκελος αυτού του τόπου στο παγκόσμιο συλλογικό ασυνείδητο -και δη στο Ελληνικό- μάλλον θα χρειαζόμασταν έξι μήνες γραφής και μια ημέρα. Τουλάχιστον.

Παρ’όλα αυτά, αν κάποιος μου ζητούσε να της αποδώσω μονάχα μια χαρακτηριστική λέξη, θα έλεγα σχεδόν αβίαστα: σχολείο. Πάντοτε υπήρξα δύσπιστος απέναντι στα «ερασμάκια» που επιστρέφοντας πίσω διατύπωναν με κατηγορηματικό στόμφο: «άλλαξα».

Την παρούσα στιγμή, ωστόσο, μπορώ να τους συμμεριστώ στο μέγιστο, αν όχι να ταυτιστώ μαζί τους.

Και τούτο διότι ακριβώς το νόημα κάθε εκπαιδευτικής/ακαδημαϊκής διαμονής είναι η μαθητεία με όλα τα παραφερνάλια που τη συνοδεύουν (μου αρέσει πολύ η αναλογία του Erasmus με ένα bilndungsroman, ήτοι με το είδος ενός μυθιστορήματος διαμόρφωσης καθώς και με όλα τα βαριάντα που το διαφοροποιούν ειδολογικά: απομάκρυνση από τα γονικά, περιπέτειες, απελπισίες, έρωτες, ωρίμανση, θέαση/επίγνωση του εαυτού), μια μαθητεία της οποίας ακριβώς ο στόχος είναι ο διαφορετικός φωτισμός της προσωπικότητας.

Φυσικά αυτή η αλλαγή φωτισμού του εγώ, αδιόρατη, απροσδιόριστη, συντελεσμένη στους δικούς της ρυθμούς και αισθητή εκ του αποτελέσματος, αποτελεί αν μη τι άλλο μια μετατόπιση, αν όχι μια πρισματική διάθλαση. Πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με την Πόλη του Φωτός.

Προ των υπολοίπων, για εμένα, το Παρίσι συνίσταται σε ένα σχολείο Τέχνης.

Από το Λούβρο ως το Palais du Tokyo, από τους λειμώνες των βουλεβάρτων όπου ξεπετάγονται οι γκαλερί μέχρι την street art στο Marais και την Belleville, η τέχνη από την Αναγέννηση έως τα graffiti και τις performances ντεφιλλάρει συνεχώς, σε βρίσκει σαν κισσός ακόμη και στα πεζοδρόμια που σκύβεις για να δέσεις τα κορδόνια σου.

Μάταια μαυρίσαμε τα τετράδια μας με τίτλους και σημειώσεις με την υπόσχεση να τα ψάξουμε και να τα καταλογογραφήσουμε αργότερα, μάταιες οι χιλιάδες φωτογραφίες που βγάλαμε σε κάθε γωνιά, μάταια τα πονοκεφαλιάσματα να συγκρατήσουμε τη βαθιά δομή που συναρμόζει τα τμήματα των εκθέσεων: το παιχνίδι συνεχίζεται κάθε λεπτό και αυτή η θητεία δεν έχει τέλος.

Ιδιαίτερα όταν η τέχνη είναι φθηνότερη από το φαγητό τη στιγμή που ένα βιβλίο της σειράς Folio ή Gallimard μπορεί κοστίζει λιγότερο από μια κρεμυδόσουπα ή tartiflette- χώρια ότι βιβλία βρίσκεις πιο εύκολα κοντά σου πάνω στα πεζοδρόμια και σε παζάρια παρά το επόμενο εντοπίσιμο MacDonald’s.

Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε από αυτό τον χείμαρρο από προσλαμβάνουσες εικόνες, ακούσματα, διαβάσματα είναι να μας έσπρωξε λίγο παρακάτω στη ροή του ποταμού. Δε θα’ ναι και λίγο.

Μάθημα δεύτερο: ιστορία. Βαραίνουν οι αιώνες πάνω από το Παρίσι και μαζί τα ιστορικά συμβάντα που ήταν το περιεχόμενό τους. Λες και ο χρόνος δεν είναι αρκετά βαρύς από μόνος του. Εντούτοις, δε θα μιλήσω για Διαφωτισμούς, Επαναστάσεις και όλα τα συναφή.

Διάβασε εδώ την εμπερία μιας φοιτήτριας Erasmus στην Ρώμη!

Το κάνουν τα εγχειρίδια απείρως καλύτερα απ’ό,τι θα μπορέσω ποτέ εγώ και άλλωστε με ένα εισιτήριο της Ryanair ο καθένας δύναται να κάνει την επιτόπια έρευνά του. Το πραγματικά εγχάρακτο στη μνήμη μου είναι πώς η patrimoine, η ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, εμποτίζει τους κατοίκους οι οποίοι την επωμίζονται όχι μόνο με αίσθημα σεβασμού αλλά με χρέος κατ’ αρχάς να τη γνωρίσουν.

Μια επίσκεψη σε θεματική έκθεση το Σαββατοκύριακο, το να πας να δεις εκ του σύνεγγυς τα μνημεία και τους πίνακες που αναφέρθηκαν στο σεμιναριακό σου μάθημα, να διαβάζεις Ντιντερό και να πηγαίνεις να επισκεφθείς τον τάφο του: μικρές χειρονομίες στις οποίες οι παριζιάνοι προβαίνουν -όχι καταναγκαστικά αλλά με τόσο ζήλο ώστε να επιμένουν να σου εξηγήσουν στο τηλέφωνο ποιος ήταν ο δείνα επειδή δώσατε ραντεβού στο δρόμο που φέρει το όνομά του- προκειμένου όχι απλώς να έχουν μια ιδέα από διάσπαρτα ονόματα και συμβάντα (εδώ βήχουμε με υπονοούμενο) αλλά να εντρυφήσουν στην patrimoine  η οποία εξάλλου βρίσκεται ορατή και απτή παντού γύρω τους, διειθημένη θα έλεγε κανείς στην καθημερινότητα. Εν μέρει πηγάζει ίσως και από εκεί ο περίφημος παριζιάνικος σνομπισμός.

«Το Παρίσι εξαιρετικό αλλά οι παριζιάνοι…»: αυτός θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος του τρίτου κεφαλαίου για τον λαό του κλείνοντος άστεως που τόσο αγαπήσαμε. Απαιτητικοί, αυτόνομοι κι απρόβλεπτοι βραχυκυκλώνουν κατά γενική ομολογία και φέρνουν σε αμηχανία τη συναισθηματική νοημοσύνη των μεσογειακών, ταλαντεύονται ανάμεσα σε μια διαχυτική φιλικότητα (σταυρωτά φιλιά στα μάγουλα με την πρώτη κουβέντα) και μια αποστασιοποιητική ψυχρότητα που δεν αφήνει περιθώρια να παραβιαστούν τα όρια. «On se sauve de tout par lorgueil» (Η αλαζονεία μας σώζει από τα πάντα) είπε ο Flaubert και οι Γάλλοι φαίνεται να το υιοθετούν για τα καλά. Η διαβόητη αλαζονεία, το snob, διαθέτει, ωστόσο, θετικό πρόσημο.

Εξηγούμαι: δεν πρόκειται για μια επιφανειακή αφ’ υψηλού υποτίμηση αλλά για μια αξιοθέτηση του «εγώ» σε κινητήριο μοχλό, ένα «εγώ» που σέβεται τον εαυτό του αλλά αυτοβελτιώνεται δια βίου (παράβαλε εδώ το τμήμα της Σορβόννης ειδικά για τους ηλικιωμένους που θέλουν να σπουδάσουν) προκειμένου να αυτοπραγματωθεί, μια εστίαση στο παρόν και τις ανάγκες του που δεν επιδέχεται την τυραννία κανενός engagement αλλά που δεν στρέφει ποτέ τα νώτα του στο μέλλον και τα μακροπρόθεσμα σχέδια που θέλει να υλοποιηθούν.

Εξ’ου άλλωστε και η αποστασιοποίηση στη βαθύτερη ερωτική δέσμευση, το détachement, που μαζί με το εθνικό σπορ του φλερτ οδηγούν σε μια ψυχρή αίσθηση της λογικής του ménage à trois και του «venez nombreux». Όπως πολύ εύστοχα το έθεσε μια Καναδή για τους Γάλλους: «Tu n’est que la fleur sur leur table. Pas la table»(Δεν είσαι παρά το λουλούδι στο τραπέζι τους. Όχι το τραπέζι.).

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: η κόλαση δεν είναι οι (Γ)άλλοι, μάλλον το αντίστροφο. Εργαστηριακό μάθημα, λοιπόν, τούτη η συναναστροφή και μάλιστα σε μια πλειοψηφία των περιπτώσεων -στερνή μου γνώση και εμπειρία να σ’είχα πρώτα- πειραματικό.

Διδάσκει ακόμα, όμως, την αξία ενός υγιούς ατομικισμού ρομαντικής κοπής, της προσωπικής προόδου και το δώρο της αυτονομίας, την αφιέρωση του απαραίτητου σιωπηλού χρόνου στον εαυτό, την απόλαυση της ζωής σε κάθε της στιγμή δίχως περιττές ενοχικότητες.

Καθώς επίσης και το ανυπέρβλητο της φυσικής ομορφιάς, της γήινης γοητείας και της πνευματικής αιθεροβασίας,  τον συνδυασμό του σκούρου μπλε με το μαύρο αλλά και τη «δήλωση» του εξτραβαγκαν,  τη χάρη της νωχέλειας, την τέχνη της αργοπορίας, την εύθραυστη μελαγχολία του ennui και του je ne sais quoi, την αποχώρηση στην κατάλληλη στιγμή αλλά κι την εν καιρώ παρουσία, την απόλαυση ενός καφέ σε ένα μπιστρό με ένα βιβλίο.

Έστω κι αν χρειάζεται να κουβαλάς μαζί σου και το λεξικό. Μοναχικοί égotistes αλλά και κοσμικοί bon viveurs. Με άλλα λόγια: ακαταμάχητοι.

Εμφανής άσσος στο μανίκι: η δεδηλωμένη σαγήνη της γαλλικής, η προφορά ανάμεσα στη μουσικότητα, το μουρμουρητό και το γουργούρισμα του ρω, τα λεκτικά παιχνίδια και τα γλωσσικά σχοινίσματα που καταφέρνουν να αποτυπώσουν σχεδόν ποιητικά έννοιες και καταστάσεις: la douleur exquise (ο πόνος του να ερωτεύεσαι κάποιον που δε σε θέλει πίσω), la petite mort (ο οργασμός), l’esprit de l’escalier(το να σκέφτεσαι όσα θα μπορούσες να είχες πει/απαντήσει σε μια δεδομένη στιγμή, αφού έχεις φύγει, «κατεβαίνοντας τη σκάλα»).

Το Παρίσι απ’ όλες τις απόψεις είναι μια πόλη σκληρή (για να μην αναφέρω το ακριβή) όπου είναι προτιμότερο να βρίσκεσαι χωρίς ταυτότητα παρά χωρίς να ξέρεις γαλλικά. Μια πόλη αν μη τι άλλο ναρκισσιστική που, όμως, δεν αναλώνεται στην παθητική λατρεία του ειδώλου της αλλά προσπαθεί συνεχώς να στοχεύει στη βελτιστοποίηση του σχοινοβατώντας στην παράδοση και την πρωτοπορία, την ανταγωνιστική εργασία και την ξέφρενα ανέμελη ζωή. Όπως λέει και το γνωστό τραγούδι της Piaf: «Il y a tout ce que vous voulez», όλα όσα θέλετε υπάρχουν.

Αλλά επειδή η στρόφιγγα των εντυπώσεων δε θα κλείσει ποτέ θα μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω και να θυμηθώ σε έναν πιο προσωπικό τόνο και μάλιστα τυμβορηχώντας τους τρόπους του αγαπημένου μου δαιμόνιου Perec. Je me souviens, λοιπόν:

  • την κραυγή «Έλληνες!!!» την πρώτη μέρα στη Σορβόννη στην Cour d’Honneur. Μια στιγμή αδιαμφισβήτητα fatal.
  • τα βράδια στην κουζίνα, στα δωμάτια (308 και 309), στα πάρτυ της Fondation Hellénique που κρατούσαν πάντοτε «λίγο παραπάνω» αλά ελληνικά.
  •  το ραντεβού με τον βραδινό περίπατο στο Σηκουάνα, τη μεγάλη δυσκολία του φλερτ στα γαλλικά αλλά και την ανυπέρβλητη δοκιμασία του να πρέπει να καυγαδίσεις σοβαρά. Τις τέσσερις λέξεις που μίσησα, μια εκ των οποίων το désolé, δηλαδή «λυπάμαι».
  • Την θήρα για τα «σωστά» μαγαζιά, εκθέσεις και συμβάντα με την Jeanne και τις συζητήσεις μου με την Άννα που πάντα μου ανέβαζαν την αυτοπεποίθηση. Το κοτόπουλο που μαγείρευε η Ιωάννα πάντα με ένα μπουκάλι κρασί, τα βιβλία για τα οποία μιλούσαμε κι όλη η αγάπη που έδωσε.
  • το μισάωρο -τουλάχιστον- περπάτημα στο Λούβρο για να βρω την «Madeleine à la veilleuse» του La Tour.
  •  τη διαδρομή του Noctilien no.14 από το Gare de l’Est, στην καρδιά του 5ου διαμερίσματος έως το Porte d’Orleans. Πέρασμα πάνω από τις γέφυρες, το φωτισμένο Παρίσι σε νυχτερινή ηρεμία.
  • (με φρίκη αλλά και αυτοπεποίθηση πλέον) τη γαλλική γραφειοκρατία.
  • τα βράδια στο Canal St. Martin και τις Κυριακές (και βεβαία συνήθως τα σαββατόβραδα) που κατέληγαν στο Marais ή στη χειρότερη στο Grands Voisins.
  • την εκδήλωση μνήμης στο Bataclan.
  •  το Pompidou και την έκθεση του Baudelaire στο Musée de la vie romantique.
  •  το διάβασμα στην αίθουσα Jacqueline de Romilly, στη βιβλιοθήκη της εστίας και το πονοκεφάλιασμα του να γράψεις εργασία στα γαλλικά.
  •  τα παριζιάνικα διαμερίσματα με τους έξι ορόφους χωρίς ασανσέρ, το αποσβολωμένο μου ύφος όταν οι Γάλλοι μιλούσαν μεταξύ τους.
  •  τον πρώτο μου καφέ και τους κήπους του Λουξεμβούργου.

Το κομπολόι των αναμνήσεων μπορεί να τραβήξει πολύ. Αυτό δείχνει ότι αυτό το κείμενο είναι για ένα Erasmus που έχει τελειώσει. Αυτό το κείμενο είναι ένα ευχαριστώ για όσα έμαθα ζώντας αλλά και μια υπενθύμιση ότι έχω ακόμα πολλά να ζήσω μαθαίνοντας.

Αυτό το κείμενο δεν είναι ένα Adieu αλλά ένα Au Revoir.

Σχόλια

Exit mobile version