Site icon Frapress

Βασίλισσες χωρίς στέμμα

Κάποτε, ο σπουδαίος προπονητής Ρίκ Πιτίνο, είχε πει πως η ήττα είναι σαν τη κοπριά. Βρωμάει, αλλά κάνει καλό. Παρότι η πλειοψηφία των αθλητών και των προπονητών απεχθάνονται και φοβούνται την ήττα, είναι γεγονός πως συνήθως βοηθά τις ομάδες να ανασυνταχθούν και να βελτιωθούν. Όχι πάντα όμως. Στον βασιλιά των σπορ, στο ποδόσφαιρο, υπήρξαν χαμένοι αγώνες που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας για σπουδαίες – εθνικές κυρίως-  ομάδες και για το ίδιο το άθλημα. Ειδικά σε αγώνες και τελικούς της κορυφαίας διοργάνωσης στον κόσμο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο.

Πρώτη ομάδα, η τεράστια εθνική Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950. Μπορεί στη σημερινή εποχή οι Μαγυάροι να μην προκαλούν δέος στο άκουσμα τους και να μην εντάσσονται στις κορυφαίες ομάδες – ούτε καν στις υψηλού επιπέδου- του κόσμου, αλλά εκείνη την δεκαετία η Ουγγαρία ήταν η καλύτερη ομάδα παγκοσμίως. Με προπονητή τον σπουδαίο Γκούσταβ Σέμπες και πρωταγωνιστές τους τρομερούς Πούσκας, Χιντεγκούτι, Κζίμπορ, Κόκσις, Λόραντ οι Ούγγροι δημιούργησαν μια ομάδα που όμοια της δεν είχε υπάρξει μέχρι τότε. Μία ομάδα που συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου, κυρίως λόγω της ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας του Φέρεντς Πόυσκας και της προπονητικής φιλοσοφίας του Σέμπες. Έχοντας ένα πολύ καλό υλικό από τις ομάδες ΜΤΚ και Χόνβεντ στα χέρια του ως βάση, ο επονομαζόμενος και «Στρατηγός» έφτιαξε την ψυχολογία των παικτών του, τους οποίους και καθοδήγησε μαεστρικά παίζοντας ένα πρωτοποριακό και μοντέρνο ποδόσφαιρο για την εποχή. Το σύστημα άλλαζε συνεχώς μέσα στο παιχνίδι ( από 3-2-3-2 σε 4-2-4 και 2-3-5), η επίθεση και η άμυνα γινόταν συγχρονισμένα από όλη την εντεκάδα και φυσικά ο Πούσκας είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Σε αντίθεση με τις άλλες ομάδες που θα δούμε παρακάτω, η «Αρανίκσαπατ» (Χρυσή ομάδα) κατάφερε και κατέκτησε έναν τίτλο, αυτόν του Ολυμπιακού Τουρνουά ποδοσφαίρου το 1952 στο Ελσίνκι, ενώ έφτανε στο Μουντιάλ του 1954 ούσα αήττητη για 4 ολόκληρα χρόνια! Το 1953 οι Ούγγροι διέλυσαν στο Ματς του Αιώνα τους υπερόπτες Άγγλους στο Γουέμπλει με 3-6, ενώ στη ρεβάνς του αγώνα που έγινε λίγο πριν την μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου στη Βουδαπέστη οι Μαγυάροι ντρόπιασαν του Άγγλους για δεύτερη φορά με το εμφατικό 7-1. Όλοι λοιπόν περίμεναν την παρέα του Πούσκας να κατακτήσει το Μουντιάλ, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Παρά την εκπληκτική πορεία τους, που ξεκίνησε με τις νίκες με 9-0 επί της Κορέας και 8-3 απέναντι στους Δυτικογερμανούς και συνεχίστηκε με δύο νίκες με 4-2 στα προημιτελικά και ημιτελικά απέναντι στη Βραζιλία και την Ουρουγουάη αντίστοιχα, έχασαν στο τελικό από τους Γερμανούς με 3-2. Ένας τελικός που έμεινε στην ιστορία ως ο πιο παράξενος και ύποπτος όλων των εποχών, καθώς οι Ούγγροι προηγήθηκαν μόλις στο δέκατο λεπτό με 2-0 και έδειχναν να καθαρίζουν το ματς, αλλά στη συνέχεια οι Γερμανοί – οι ίδιοι Γερμανοί που είχαν φάει 8 γκολ στη πρώτη φάση του Μουντιάλ – έκαναν τη μεγάλη ανατροπή και νίκησαν με 3-2. Το αήττητο των 31 αγώνων μόλις είχε χαθεί και η θλίψη των Μαγυάρων ήταν μεγάλη, όπως βέβαια και η έκπληξη των φιλάθλων και οι υπόνοιες για ενδεχόμενο ντοπάρισμα των Γερμανών παικτών, οι οποίοι όχι μόνο έτρεξαν πολύ παραπάνω από τους –κουρασμένους από τις μάχες με Βραζιλία και Ουρουγουάη- Ούγγρους, αλλά και πολλοί από αυτούς αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα υγείας τα επόμενα χρόνια. Παρά την αμφισβήτηση, η ομάδα του Σέμπες δέχτηκε την ήττα και τα επόμενα χρόνια εξαιτίας της επανάστασης στην Ουγγαρία ουσιαστικά διαλύθηκε, με τη φυγή των καλύτερων παικτών τους στη Δυτική Ευρώπη ( πιο τρανό παράδειγμα ο Πούσκας που αγωνίστηκε με μεγάλη επιτυχία στη Ρεάλ Μαδρίτης και φόρεσε και τη φανέλα της Εθνικής Ισπανίας). Όπως και να έχει όμως, εκείνη η τρομερή ομάδα δε κατέκτησε ποτέ το Μουντιάλ που τόσο άξιζε και η ιστορία ποτέ δε θα τους έχει τόσο ψηλά όσο πρέπει! Έμεινε για πάντα η Βασίλισσα χωρίς το στέμμα.

Hungary’s Ferenc Puskas (l) lashes a shot at goal as West Germany’s Werner Liebrich (r) tries to block

Δεύτερη ομάδα σε αυτή τη λίστα, είναι η μεγάλη Εθνική Ολλανδίας του 1974 και του 1978. Παρά το γεγονός πως η Εθνική αυτή έχει παρουσιάσει εξαιρετική συνέπεια και πολύ καλές φουρνιές που έχουν φτάσει επίσης πολύ κοντά στη κατάκτηση ενός τροπαίου Μουντιάλ ( όπως η φουρνιά των Γκούλιτ- Φαν Μπάστεν- Ραίκαρντ και τελευταία εκείνη των Ρόμπεν- Φαν Πέρσι- Σνάιντερ), εντούτοις εκείνη η ομάδα της δεκαετίας του ’70 ήταν η καλύτερη και συνάμα η πιο αδικημένη. Έφτασε στους τελικούς των Μουντιάλ του 1974 και του 1978, όπου ηττήθηκε και τις δύο φορές από τις διοργανώτριες χώρες. Αρχικά, στο Μουντιάλ της Γερμανίας το ’74 η Ολλανδία ήταν από την αρχή το μεγάλο φαβορί, με προπονητή τον μεγάλο Ρίνους Μίχελς, ο οποίος είχε για βάση του τον μεγάλο Άγιαξ της εποχής και φυσικά το περίφημο Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο. Δηλαδή μία τακτική με  συγχρονισμένες και αέναες κινήσεις σε άμυνα και επίθεση, κατοχή της μπάλας, αλληλοκάλυψη, με  ικανότητα κάθε παίκτη να παίζει σε όλες τις πιθανές θέσεις είτε είναι αμυντικός είτε επιθετικός και με ελευθερία κινήσεων. Ο Μίχελς, έχοντας την τύχη να διαθέτει εξαιρετικούς παίκτες που πρωταγωνιστούσαν στα τότε ευρωπαικά δρώμενα, όπως τους Νέσκενς, Χάαν, Κρόλ, Ρέπ, Ρέζενμπρινκ και φυσικά τον σπουδαίο Γίοχαν Κρόιφ και βασισμένος στο Ολοκληρωτικό Ποδόσφαιρο που ήταν πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή, οδήγησε εύκολα την Ολλανδία στο τελικό, αφού πρώτα έριξε τέσσερα στην Αργεντινή και δύο στους Βραζιλιάνους. Όμως, παρά το γρήγορο γκολ των Ολλανδών μόλις στο δεύτερο λεπτό με εύστοχο χτύπημα πέναλντι του Νέσκενς, οι –επίσης σπουδαίοι – Γερμανοί ( Μπεκενμπάουερ, Μίλερ, Μπραίτνερ, Βόγκτς, Μάγερ, Χένες) κατάφεραν να γυρίσουν το ματς και να πάρουν το ματς με 2-1. Η απογοήτευση για τις «Τουλίπες» ήταν μεγάλη, όμως ο σχεδιασμός της ομάδας για το επόμενο Μουντιάλ δεν πήγε λεπτό πίσω. Ο μεγάλος Κρόιφ δεν ταξίδεψε μέχρι την Αργεντινή το 1978, όμως η αγαπημένη του εθνική πρωταγωνίστησε πάλι με το εξαιρετικό ποδόσφαιρό της, και καθοδηγούμενη πλέον από τον εξίσου σπουδαίο Έρνστ Χάπελ, έφτασε πάλι στον τελικό κόντρα στους διοργανωτές. Οι Αργεντίνοι προηγήθηκαν με τον καλύτερο παίκτη και πρώτο σκόρερ εκείνου του Μουντιάλ Μάριο Κέμπες, αλλά οι Ολλανδοί πίεσαν και στο 82 ισοφάρισαν, ενώ ο Ρένσενμπρινκ είχε δοκάρι στο 90. Τελικά το ματς οδηγήθηκε στη παράταση, όπου οι Λατινοαμερικάνοι με πρωταγωνιστή τον Κέμπες και τους μεγάλους Πασαρέλα και Αρντίλες, κατάφεραν να νικήσουν με 3-1 και να σηκώσουν το πολύτιμο τρόπαιο. Οι Ολλανδοί είναι αναμφίβολα η κορυφαία εθνική ομάδα που δεν έχει καταφέρει να σηκώσει ποτέ Μουντιάλ. Πάντα πρωτοπόροι, με σπουδαίους προπονητές και παίκτες, με όμορφο ποδόσφαιρο, αλλά χωρίς το απόλυτο τεκμήριο για να επιβεβαιώσει κάποιος την κυριαρχία του· το τρόπαιο.

Mario Kempes (on the ground) scores 1:0 for Argentina. Argentina’s national football team won the 1978 FIFA World Cup final 3:1 against the Netherlands on June 25th at home.

Σειρά έχει μία ομάδα από την Λατινική Αμερική. Μία ομάδα της δεκαετίας του ’80, που έκανε πολλούς ουδέτερους να την θαυμάσουν, να την αγαπήσουν και να την υποστηρίξουν. Η μεγάλη Εθνική Βραζιλίας είναι μακράν η κορυφαία ομάδα σε Μουντιάλ, μετρώντας 5  κατακτήσεις, όμως εκείνη η φουρνιά ήταν ξεκάθαρα η πιο αδικημένη αφού δεν κατάφερε σχεδόν τίποτα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχοντας ίσως την καλύτερη κεντρική γραμμή στην ιστορία της, με τους μεγάλους Σόκρατες, Ζίκο, Φαλκάο και Σερέζο να δεσπόζουν και να κινούν τα νήματα της ομάδας, οι Βραζιλιάνοι πίστεψαν πως μπορούν να πάρουν το τρόπαιο μετά το 1970 και τις μαγικές εμφανίσεις της υπερομάδας των Πελέ, Ριβελίνο, Τοστάο, Αλμπέρτο, Ζαιρζίνιο. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την κλασική βραζιλιάνικη νοοτροπία του όμορφου και θεαματικού ποδοσφαίρου ( το λεγόμενο “Jogo Bonito” ), με πολλά στοιχεία της αγαπημένης τους «Αλεγκρία» και με σαφώς επιθετικούς προσανατολισμούς σε βάρος φυσικά της αμυντικής λειτουργίας, έκανε πολλούς φιλάθλους να συμπαθήσουν την ομάδα του Τέλε Σαντάνα και να την υποστηρίξουν στα γήπεδα της Ισπανίας. Μετά τον πρώτο γύρο, όπου νίκησαν την δυνατή Σοβιετική Ένωση και τις αδύναμες Σκωτία και Νέα Ζηλανδία, οι Βραζιλιάνοι έπεσαν σε έναν όμιλο του θανάτου, απέναντι στη μισητή τους Αργεντινή και την Ιταλία. Και αν η ομάδα του νεαρού τότε Μαραντόνα βγήκε νωρίς από τη μέση χάνοντας και στα δύο ματς, οι Βραζιλιάνοι και οι Ιταλοί θα αναμετρούνταν σε έναν πρόωρο τελικό για την είσοδο στα ημιτελικά της διοργάνωσης. Και ενώ όλοι στοιχημάτιζαν στους γητευτές της στρογγυλής θεάς, ήρθε από το πουθενά ο Πάολο Ρόσσι και με ένα τρομερό χατ-τρικ απέκλεισε τους πολύ ανώτερους Βραζιλιάνους με 3-2. Θλίψη κυριάρχησε σε όλη τη χώρα της Σάμπα αλλά και σε όλο τον κόσμο – γιατί μεταξύ μας το να σου βάλει τρία γκολ ο Ρόσσι ήταν έγκλημα- ενώ πολλοί κατέκριναν τον Σαντάνα για την άκρως επιθετική προσέγγιση στο συγκεκριμένο ματς. Όμως, η αλήθεια είναι πως πλήρωσαν την ανυπαρξία ενός ηγέτη στην άμυνα και ενός έστω ανεκτού τερματοφύλακα ( ο Βαλντίρ Πέρεζ απλά δεν έκανε για την εθνική Βραζιλίας ) αλλά και τη λογική τους πως οφείλεις να σκοράρεις ένα γκολ παραπάνω από τον αντίπαλο. Όπως και στη περίπτωση της Ουγγαρίας και της Ολλανδίας, εκείνοι οι Βραζιλιάνοι θα μείνουν για πάντα στην ιστορία, λόγω των εξαιρετικών Σόκρατες, Ζίκο και Φαλκάο αλλά και για το εκπληκτικό και πρωτοποριακό ποδόσφαιρο που έδειξαν στο κοινό, που τελικά δεν ανταμείφτηκε ποτέ.

Τέλος, θα κλείσουμε με μια σπουδαία ομάδα που πλήρωσε τα πάθη του ηγέτη της. Η Εθνική Αργεντινής θεωρούταν ένα από τα φαβορί στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994, και όχι άδικα. Έχοντας ίσως ένα από τα πληρέστερα ρόστερ στην ιστορία της, ίσως ανώτερο ποιοτικά από αυτό του 1986 που κατέκτησε το πολύτιμο τρόπαιο στα γήπεδα του Μεξικού, οι προσδοκίες των ανθρώπων της χώρας του ταγκό ήταν δικαιολογημένα υψηλές. Με αρχηγό και μπροστάρη τον Μαραντόνα και άξιους συμπαραστάτες τους Μπατιστούτα, Κανίγια, Σιμεόνε, Ρεδόνδο και Σαμότ, οι Αργεντίνοι ξεκίνησαν πολύ καλά, νικώντας διαδοχικά την δική μας εθνική ομάδα με 4-0 και τους Νιγηριανούς με 2-1. Τα στοιχεία που τους οδήγησαν σε αυτές τις νίκες ήταν αναμφίβολα η ταχύτητα, το σπουδαίο κεντρικό δίδυμο των Σιμεόνε- Ρεδόνδο, η εκπληκτική χημεία των Κανίγια και Μπατιστούτα και φυσικά ο τεράστιος και αναγεννημένος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, που έδειχνε αποφασισμένος να διαλύσει τα πάντα στο πέρασμά του και να κατακτήσει αυτό που δίκαια πήρε το 1986 και  άδικα στερήθηκε το 1990, με ένα αμφισβητούμενο πέναλντι του Γερμανού Αντρέας Μπρέμε. Όμως, τότε ήρθε το σοκ. Ο Μαραντόνα, ο οποίος είχε ήδη πολλά μπλεξίματα με ναρκωτικά και έναν 14μηνο αποκλεισμό στις αρχές της δεκαετίας του ’90, πιάστηκε για ακόμα μία φορά ντοπαρισμένος με την ουσία εφεδρίνη. Παρότι ο ίδιος υποστήριξε πως όλο αυτό ήταν στημένο για να πληγεί η εθνική του και να πάρει το κύπελλο η Βραζιλία ( όπως και τελικά έγινε), ουσιαστικά δεν έπεισε κανέναν και αμέσως εγκατέλειψε την αποστολή. Σοκαρισμένοι, οι συμπαίκτες του προχώρησαν μέχρι το γύρο των 16 όπου και ηττήθηκαν από τους φοβερούς εκείνη την εποχή Ρουμάνους του Χάτζι. Παρά το γεγονός πως στο περασμένο Μουντιάλ έφτασαν στο τελικό και μία ανάσα από το να σηκώσουν το τρόπαιο, ακόμα και σήμερα η ομάδα του 94 θεωρείται η πιο δυνατή και αυτή με τις περισσότερες ελπίδες για να φτάσει στην κορυφή του κόσμου. Εκεί που τους πήγε άλλωστε ο Ντιέγκο το 1986, εκεί που θα άνηκε και ο ίδιος αν μπορούσε να νικήσει τους προσωπικούς του δαίμονες.

Ο Μπίλ Σάνκλι είχε δηλώσει κάποτε πως ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα. Και όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις πιο πολλοί είναι αυτοί που θυμούνται με νοσταλγία αυτές τις ομάδες, παρά αυτούς που τις νίκησαν. Οι Ούγγροι του ’54, οι Ολλανδοί του ’74 και του ’78, οι Βραζιλιάνοι του 1982 κυρίως και οι Αργεντίνοι του ’94 δευτερευόντως, θα μείνουν για πάντα οι κορυφαίες ομάδες που δεν κατέκτησαν το κύπελλο του νικητή, του πρώτου. Αλλά ποιος νοιάζεται; Κατέκτησαν μία πολύ καλή θέση στις καρδιές των φιλάθλων και στην ιστορία του ποδοσφαίρου.

Σχόλια

Exit mobile version