Site icon Frapress

Μάρτιος: Μήνας γυναικείας ιστορίας και ενδυνάμωσης – 8 ταινίες εμπνευσμένες από το γυναικείο κίνημα και την ιστορία του

Ο πρώτος μήνας της άνοιξης είναι αφιερωμένος στην ιστορία, στις διεκδικήσεις και τις κατακτήσεις των γυναικών.

Η 8η Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, τιμάται σε όλο σχεδόν τον κόσμο, ενώ οι δράσεις, οι εκδηλώσεις και τα αφιερώματα που πραγματοποιούνται στη διάρκεια ολόκληρου του μήνα, έχουν στόχο την ευαισθητοποίηση γύρω από τα θέματα της ισότητας, των έμφυλων διακρίσεων και την ενδυνάμωση των γυναικών.

Οι γυναικείοι αγώνες, σημαντικό κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας, όπως και τα πρόσωπα που ξεχώρισαν στο γυναικείο κίνημα, ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν τον κινηματογράφο, τα βιβλία, την τηλεόραση.

Παρακάτω, ακολουθούν 8 ταινίες και ντοκιμαντέρ εμπνευσμένα από πραγματικές ιστορίες και σημαντικές προσωπικότητες από το παρελθόν και το παρόν του γυναικείου κινήματος.

1.Suffragette (2015)

Η ταινία των  Sarah Gavron και Abi Morgan μας μεταφέρει στη Βρετανία του 1912, στην καθημερινότητα των γυναικών της εργατικής και της μεσαίας τάξης.

Η κακομεταχείριση γενικά των εργατών είναι συνήθης και το γυναικείο εργατικό δυναμικό, στο οποίο δεν ανήκουν μόνο ενήλικες αλλά επίσης έφηβες και παιδιά, είναι αναγκασμένο να εργάζεται σε ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και να υφίσταται όχι μόνο εργασιακή, αλλά και σεξουαλική κακοποίηση.

Την ίδια εποχή, το κίνημα των σουφραζετών που μάχονται για την αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες, αποκτά όλο και περισσότερες υποστηρίκτριες, απευθυνόμενο σε γυναίκες όλων των τάξεων, ειδικότερα όμως, στις εργάτριες που βιώνουν την καταπίεση όχι μόνο στην επαγγελματική, αλλά και στην ιδιωτική και στην οικογενειακή τους ζωή.

Η κεντρική ηρωίδα, Maud Watts, εργάτρια στα πλυντήρια, είναι φανταστικός χαρακτήρας που γράφτηκε για τους σκοπούς της ταινίας και ερμηνεύτηκε από την Carey Mulligan. Παρόλα αυτά, η ιστορία πλαισιώνεται από πραγματικές προσωπικότητες που ενεπλάκησαν στα γεγονότα της περιόδου και στο κίνημα των γυναικών. Ανάμεσά τους ο Lloyd George, υπουργός οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας, ο Βασιλιάς Γεώργιος, η φεμινίστρια Emily Davison της οποίας η ιστορική αυτοθυσία για χάρη της γυναικείας ψήφου προβάλλεται στην ταινία και η Emmeline Pankhurst, εμβληματική μορφή του φεμινισμού και ηγέτιδα των σουφραζετών, την οποία υποδύεται η Meryl Streep.

Emmeline Pankhurst και Emily Davison

Οι Βρετανίδες φεμινίστριες είναι συνειδητοποιημένες ότι μόνο με μια επανάσταση απέναντι στο κράτος θα ακουστεί η φωνή τους στον ανδροκρατούμενο πολιτικό κόσμο κι ότι αν θέλουν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να φτιάχνουν και οι ίδιες νόμους, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να παραβιάσουν τους ήδη υπάρχοντες, που αδιαφορούν για τις γυναίκες και δεν τις αναγνωρίζουν ως ισάξιους πολίτες. Παραδειγματιζόμενες από άλλες επαναστατικές ομάδες, οργανώνουν επιθέσεις στα δημόσια γραμματοκιβώτια, με σκοπό να κόψουν τις επικοινωνίες.

Η δράση τους αντιμετωπίζεται με βία από τις αρχές, που τις κατασκοπεύουν και τις συλλαμβάνουν κάθε φορά που εμφανίζονται, μια τακτική που ονομάστηκε «cat and mouse act», καθώς θυμίζει τον τρόπο που η γάτα κυνηγά το ποντίκι. Οδηγούνται συνεχώς στα κρατητήρια όπου κακοποιούνται, υποβάλλονται με τη βία σε υποχρεωτική σίτιση και δεν αναγνωρίζονται ως πολιτικές κρατούμενες. Έρχονται σε σύγκρουση με τους εργοδότες τους, τις αρχές, ακόμη και τις οικογένειές τους που δοκιμάζονται λόγω της αφοσίωσης των σουφραζετών στον σκοπό τους, μαρτυρώντας πόσο καθοριστική είναι η παρουσία της γυναίκας σε όλες τις πτυχές της ζωής.

 

2.Iron Jawed Angels (2004)

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Hilary Swank και η Frances O’Connor ενσαρκώνουν αντίστοιχα τις ιστορικές φιγούρες της Alice Paul και Lucy Burns, Αμερικανίδες φεμινίστριες και συνιδρύτριες του Εθνικού Κόμματος Γυναικών, σε μια ταινία με τη σκηνοθετική υπογραφή της Γερμανίδας Katja von Garnier. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1912, αφού ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στην Αγγλία, όπου μυήθηκαν στον φεμινιστικό ακτιβισμό, η Alice και η Lucy βρίσκουν τις Αμερικανίδες σουφραζέτες να κρατούν σχετικά συντηρητική στάση και σχεδόν να αποκηρύσσουν τον πιο επαναστατικό χαρακτήρα της δράσης των Αγγλίδων φεμινιστριών, ενώ η απόκτηση του δικαιώματος ψήφου προωθείται κυρίως σε πολιτειακό και όχι εθνικό επίπεδο.

Hilary Swank και Frances O’Connor ως Alice Paul (πάνω) και Lucy Burns (κάτω)

Με έναν κύκλο γυναικών διαφόρων ηλικιών και τάξεων  να συσπειρώνεται γύρω τους, ριζοσπαστικοποιούν τις ενέργειες του κινήματος για την ισότητα και παρά τους κοινούς τους σκοπούς, έρχονται συχνά σε ρήξη με την πιο μετριοπαθή ηγεσία της Εθνικής Αμερικανικής Ένωσης για τη Γυναικεία Ψήφο (NAWSA).

Στις 3 Μαρτίου του 1913, συνδιοργανώνουν με την NAWSA, την ιστορική παρέλαση των γυναικών στην Ουάσιγκτον μία μέρα πριν την ορκωμοσία του νεοεκλεγέντος Προέδρου, Woodrow Wilson. Μήνυμα της πορείας είναι το αίτημα για μια συνταγματική αναθεώρηση που θα κατοχυρώνει και θα προστατεύει το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν, ενώ εμβληματική της μορφή αποτελεί η Inez Milholland, αγωνίστρια των γυναικείων δικαιωμάτων, η οποία έγινε και η γυναίκα-σύμβολο της παρέλασης, περνώντας ως επικεφαλής της πάνω σε ένα λευκό άλογο.

Inez Milholland

Με την Αμερική να μπαίνει στον Α’Π.Π., οι φεμινίστριες αποφασίζουν να μην επιτρέψουν στον Μεγάλο Πόλεμο να διακόψει την πρόοδο της δράσης τους όπως συνέβη στα αντίστοιχα κινήματα στην Ευρώπη. Συγκεντρώνονται καθημερινά έξω από τον Λευκό Οίκο, κρατώντας πανό με αιχμηρά μηνύματα κατά του Προέδρου και παίρνουν το όνομα «Σιωπηλές Φρουροί».

Σκοπός της κυβέρνησης Wilson ωστόσο, είναι να δώσει στους πολίτες την εικόνα ότι οι φεμινίστριες είναι ψυχικά ασταθείς, αναρχικές, προδότριες, μια εικόνα τρομακτική στα μάτια του αμερικανικού λαού. Η συνέχιση των κινητοποιήσεών τους και η στοχευμένη επισήμανση ότι οι γυναίκες δεν έχουν ίσα δικαιώματα σε μια χώρα που ευαγγελίζεται τις αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της ισότητας αντιμετωπίζονται ως προδοσία και τιμωρούνται με συλλήψεις, φυλακίσεις, κακοποιήσεις και μαρτυρική αναγκαστική σίτιση απέναντι στο μοναδικό τους όπλο, την απεργία πείνας όταν δεν τους επιτρέπεται η επικοινωνία με δικηγόρους, ούτε αναγνωρίζονται ως πολιτικές κρατούμενες.

Οι γυναίκες όμως, είναι αποφασισμένες να πληρώσουν το τίμημα, αναγνωρίζοντας πως ούτε εκτός της φυλακής είναι πραγματικά ελεύθερες, αλλά καταδικασμένες σε μια μάχη που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.

Ο τίτλος της ταινίας, προέρχεται από τα λόγια του ρεπουμπλικάνου βουλευτή Joseph Walsh, που χρησιμοποίησε τη φράση θέλοντας να δείξει την αντίθεσή του στο γυναικείο κίνημα, χαρακτηρίζοντας ακόμη τις Σιωπηλές Φρουρούς ως γκρινιάρες, μπερδεμένες και παραπλανημένες.

3.Made in Dagenham (2010)

Πίσω στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στην Αγγλία του 1968, την εποχή που η σεξουαλική επανάσταση διανύει ήδη τα πρώτα της χρόνια, οι γυναίκες μπορεί να μην διεκδικούν πια πολιτικά δικαιώματα τα οποία τους έχουν αναγνωριστεί, εξακολουθούν όμως να υφίστανται διακρίσεις βάσει φύλου σχεδόν σε όλους τους τομείς της ζωής: στην εργασία, στην κοινωνία, στην οικογένεια.

Για ακόμη μία φορά στην ιστορία, οι Αγγλίδες εργάτριες φέρνουν το γυναικείο κίνημα ένα βήμα πιο κοντά στην ισότητα, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι οι γυναίκες δεν απαιτούν προνόμια, αλλά δικαιώματα που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα.

Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι φανταστικοί, η πλοκή, ωστόσο, αφορά την πραγματική ιστορία της απεργίας των ραπτριών του εργοστασίου της Ford στο Dagenham.

Το 1968, σε ολόκληρο το εργοστάσιο εργάζονται 55.000 άνδρες και μόλις 187 γυναίκες, στο τμήμα ραφής των υφασμάτων για τα καθίσματα των αυτοκινήτων. Η εργασία τους αν και απαιτητική, υποτιμάται από την εργοδοσία και επισήμως χαρακτηρίζεται ανειδίκευτη, ώστε να παραμένουν οι μισθοί τους εξαιρετικά χαμηλοί. Με τη νομοθεσία να μην προστατεύει τη γυναικεία εργασία και να μην κατοχυρώνει ίσους μισθούς για άνδρες και γυναίκες, οι εργάτριες, παρά τη δύσκολη δουλειά τους, αμείβονται με πολύ λιγότερα χρήματα από τους άνδρες.

Η συνεχής απόρριψη όλων των αιτημάτων τους για δικαιότερη αναγνώριση της δουλειάς τους τις οδηγεί στην απόφαση να απεργήσουν, μια απόφαση που αντιμετωπίζεται με μεγάλη δυσπιστία, ειρωνεία και κατακραυγή επειδή διοργανώνεται από γυναίκες.

Ενθαρρύνοντας εργάτριες και σε άλλα εργοστάσια της Ford στην Αγγλία να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, η απεργία συνεχίζεται με επιτυχία για τρεις εβδομάδες, με αποτέλεσμα όλες οι λειτουργίες των εργοστασίων να διακοπούν λόγω έλλειψης αποθεμάτων, αποδεικνύοντας τελικά πόσο σημαντική είναι η δουλειά των ραπτριών.

Λόγω της δημοσιότητας που παίρνουν οι κινητοποιήσεις τους, καταφέρνουν να τραβήξουν το ενδιαφέρον του τότε πρωθυπουργού Harold Wilson και να συναντηθούν με την αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό εργασίας, Barbara Castle, η οποία είναι υποστηρικτική προς τα αιτήματά τους. Οι κινητοποιήσεις των εργατριών του Dagenham θεωρείται ότι σχετίζονται άμεσα με τον Νόμο περί ίσων αμοιβών του 1970 που εισήγαγε η Castle.

 

4.She’s Beautiful When She’s Angry (2014)

Το 2014, η Mary Dore, σκηνοθέτησε το πρώτο ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στο δεύτερο φεμινιστικό κύμα στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, στην ταινία «She’s Beautiful When She’s Angry» συγκεντρώνονται ιστορίες, βίντεο και μαρτυρίες από γεγονότα των ετών 1966 έως 1971, τότε που το γυναικείο κίνημα σημείωσε μεγάλη και ιστορική άνοδο.

Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 είναι μια περίοδος που ολόκληρος ο κόσμος βράζει από θυμό και διεκδικεί να ακουστεί. Αναπτύσσονται κινήματα αντιπολεμικού και αντιρατσιστικού χαρακτήρα, συντελείται ουσιαστικά μια κοινωνική επανάσταση. Παρόλα αυτά, τα δικαιώματα των γυναικών και ειδικότερα των μαύρων ή των ομοφυλόφιλων γυναικών μένουν πολλές φορές εκτός ατζέντας.

Το σεξ αρχίζει στον δυτικό κόσμο να αποενοχοποιείται, ταυτόχρονα όμως, οι γυναίκες αφήνονται απροστάτευτες και ανενημέρωτες όσον αφορά κίνδυνο της εγκυμοσύνης ή τις συνέπειες των αντισυλληπτικών. Το γυναικείο σώμα υφίσταται αντικειμενοποίηση για καταναλωτικούς σκοπούς περιβεβλημένους με τις έννοιες της γυναικείας ομορφιάς και αισθητικής ενώ παράλληλα, στις γυναίκες δεν προσφέρεται η απαραίτητη παιδεία και πληροφόρηση σχετικά με την ανατομία τους και τα γεννητικά τους όργανα με αποτέλεσμα να αγνοούν σημαντικές πληροφορίες για το ίδιο το σώμα τους, ενώ πολλές πεθαίνουν έχοντας υποβληθεί σε παράνομες εκτρώσεις.

Τα πρότυπα ομορφιάς γίνονται όλο και πιο απαιτητικά ασκώντας πίεση στις γυναίκες να ανταποκριθούν στις επιταγές τους, τα καλλιστεία γίνονται όλο και πιο δημοφιλή ενισχύοντας την κατηγοριοποίηση των γυναικών σε όμορφες και άσχημες. Ο γυναικείος θυμός θεωρείται, όπως ισχύει άλλωστε σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα, υπερβολικός, περιττός, σχεδόν μη φυσιολογικός αφού σύμφωνα με τα στερεότυπα περί ωραίου ή/και αδύναμου φύλου η γυναίκα οφείλει πάντα να ταυτίζεται με την ομορφιά, την πραότητα, τη στοργή. Ακόμη και τα αιτήματά τους για τη δημιουργία παιδικών σταθμών που θα τους επέτρεπε να εργάζονται περισσότερες ώρες και να είναι οικονομικά πιο ανεξάρτητες, απορρίπτονται από την κυβέρνηση Nixon ως επικίνδυνα για την παραδοσιακή αμερικανική οικογένεια και για μετατροπή των ΗΠΑ στα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης.

Ωστόσο, κόντρα στα έμφυλα στερεότυπα, οι γυναίκες τότε θύμωσαν. Και θύμωσαν αρκετά ώστε να ενώσουν τις φωνές τους, να βγουν στους δρόμους και να οργανώσουν ένα κίνημα που θύμισε τους αγώνες των σουφραζετών. Διεκδικούν πλήρη ισότητα, μέριμνα και προστασία της υγείας τους, νόμιμες αμβλώσεις, απελευθέρωση του γυναικείου σώματος από κοινωνικές ή θρησκευτικές δαιμονοποιήσεις. Οργανώνουν μαθήματα αυτοάμυνας, συζητούν ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά τους την οποία σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονταν να κρύψουν, ώστε να αποφύγουν τιμωρητικές ή επιθετικές συμπεριφορές από τις οικογένειές τους και την  κοινωνία.

Πάνω από 30 ακτιβίστριες του δεύτερου κύματος, μοιράζονται τις εμπειρίες τους ως μέρη εκείνης της ιστορικής εποχής και κοινωνικής αλλαγής. Οι φεμινίστριες ήταν αποφασισμένες να αφήσουν στις γυναίκες των επόμενων γενιών μια καινούρια ζωή,  καλύτερη από τη δική τους. Οραματίζονταν έναν κόσμο στον οποίο οι γυναίκες θα αντιμετωπίζονται με περισσότερο σεβασμό,  θα έχουν πάρει πίσω τα σώματά τους, όπως επίσης και τις νύχτες, τις οποίες θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερες, χωρίς να φοβούνται επιθέσεις και παρενοχλήσεις.

Ενέπνευσαν καλλιτέχνες, έγιναν πρότυπα για νεαρότερα κορίτσια και κατάφεραν να αλλάξουν πολλά. Επειδή θύμωσαν αρκετά και ήταν ο θυμός τους τόσο όμορφος.

 

5.Hidden Figures (2017)

Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Margot Lee Shetterly η ταινία των Allison Schroeder και Theodore Melfi παρουσιάζει την πραγματική ιστορία τριών Αφροαμερικανών υπαλλήλων της NASA στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Πρόκειται για τις  Dorothy Vaughan, Katherine Goble Johnson και  Mary Jackson. Υπό την καθοδήγηση της πρώτης που εκτελεί καθήκοντα επιτηρήτριας, εργάζονται και οι τρεις στο τμήμα «έγχρωμων ανθρώπινων υπολογιστριών» στο ερευνητικό κέντρο Langley της NASA στο Hampton της Virginia. Μαζί με πολλές ακόμη μαύρες γυναίκες εργάζονται εκτελώντας υπολογισμούς απαραίτητους για τα επιστημονικά τμήματα της NASA, χωρίς να τους δίνεται, ωστόσο, η δυνατότητα να προαχθούν και να ανελιχθούν σε ανώτερες θέσεις τις οποίες καταλαμβάνουν μόνο λευκοί άνδρες και ελάχιστες λευκές γυναίκες.

Οι Octavia Spencer, Taraji Henson και Janelle Monáe ως Dorothy Vaughan, Katherine Goble Johnson, και Mary Jackson

Με τις ΗΠΑ να τρέχουν τα διαστημικά τους προγράμματα με ιλιγγιώδεις ταχύτητες προσπαθώντας να φτάσουν τη Σοβιετική Ένωση που ήδη προηγείται στον αγώνα κατάκτησης του διαστήματος, με την επιστήμη να θριαμβεύει διανύοντας μια περίοδο σπουδαιότατων επιτευγμάτων και με την ανάπτυξη των υπολογιστών να ισχυροποιεί την τεχνολογική επανάσταση, η NASA, όπως και ολόκληρη η χώρα συνεχίζει να υποφέρει από τις φυλετικές διακρίσεις.

Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα σημειώνει πρόοδο, ωστόσο στις Πολιτείες του Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Virginia, οι νόμοι αλλά και οι συνήθειες των φυλετικών διακρίσεων  συνεχίζουν να επηρεάζουν την καθημερινή ζωή. Στα δημόσια κτίρια εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορετικές είσοδοι με την επιγραφή «έγχρωμοι», τμήματα «εγχρώμων» σε υπηρεσίες και Βιβλιοθήκες, ξεχωριστές τουαλέτες λευκών και μαύρων.

Οι μαύροι δεν επιτρέπεται επίσης να φοιτούν στα ίδια σχολεία και πανεπιστήμια με λευκούς, ενώ στο γενικότερο πλαίσιο διακρίσεων βάσει φύλου, σε πολλές σχολές δεν γίνονται δεκτές για να σπουδάσουν οι γυναίκες.

Με αυτού του είδους τον ρατσισμό που θέτει φραγμούς στα όνειρα και στην εξέλιξή τους παλεύουν καθημερινά, αντιμετωπίζοντάς τον στη συμπεριφορά των συναδέλφων και των προϊσταμένων τους, ακόμη και στον τρόπο διάρθρωσης, οργάνωσης και στους κανόνες της NASA.

Ο δυναμικός τους χαρακτήρας παρόλα αυτά και η ενθάρρυνση από ελάχιστους ανθρώπους που πίστεψαν σε εκείνες και στις ικανότητές τους, τις ώθησε να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις, να διεκδικήσουν όσα θεωρούνταν απαγορευτικά για εκείνες, να γίνουν η αρχή της αλλαγής και να γραφτούν τα ονόματά τους δίπλα σε ιστορικά επιτεύγματα που πρώτη φορά σημειώθηκαν από Αφροαμερικανές.

Η Dorothy Vaughan, αναγνωρίζοντας τη σημασία των υπολογιστών και προβλέποντας την αύξηση της χρήσης τους, επιλέγει να εκπαιδευτεί στον χειρισμό τους και είναι από τους πρώτους υπαλλήλους στη NASA που εξειδικεύεται στους υπολογιστές και στη γλώσσα προγραμματισμού Fortran. Εκπαιδεύει ταυτόχρονα κι άλλες μαύρες υπαλλήλους, ώστε να τις βοηθήσει να έχουν περισσότερα προσόντα εργασίας, καθώς επίσης της ζητείται να βοηθήσει στην εκπαίδευση και άλλων τμημάτων. Γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανή γυναίκα που προήχθη σε θέση προϊσταμένης στη NASA, ενώ το 2019 τιμήθηκε, μετά θάνατον, με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου.

Mary Jackson, όνειρο της οποίας ήταν να γίνει μηχανικός, χρειάστηκε ειδική άδεια που της επέτρεψε παρόλο που ήταν μαύρη και γυναίκα να παρακολουθήσει προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών μαθηματικών και φυσικής, με τον περιορισμό να πηγαίνει μόνο σε νυχτερινά μαθήματα. Έγινε η πρώτη μηχανικός αεροναυπηγικής της NASA ενώ μετά θάνατον της αποδόθηκε το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου. Στις 26 Φεβρουαρίου του 2021, τα κεντρικά γραφεία της NASA στην Washington μετονομάστηκαν προς τιμήν της  «Mary W. Jackson NASA Headquarters».

Η Katherine Goble Johnson, μαθηματικός, συνέβαλε στην επιστημονική μελέτη που οδήγησε στην εκτόξευση του Friendship 7, με τον πρώτο Αμερικανό αστροναύτη να κάνει την τροχιά της Γης. Μετέπειτα, η ίδια απέδωσε τους υπολογισμούς για την αποστολή του Apollo 11 στη σελήνη.

Από το 2016, προς τιμήν της πρωτοποριακής προσφοράς της στην επίτευξη διαστημικών ταξιδιών έχει δοθεί το όνομά της στην εγκατάσταση υπολογιστικών ερευνών, το πιο πρόσφατο κτίριο του ερευνητικού κέντρου Langley της NASA στο Hampton της Virginia όπου εργαζόταν, ενώ όσο ήταν ακόμη εν ζωή, βραβεύτηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου και αρκετά βραβεία για τη δράση της υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών.

6.On the Basis of Sex (2018)

Το φθινόπωρο του 1956, μια 23χρονη γυναίκα με καταγωγή από το Μπρούκλιν, ήδη παντρεμένη και μητέρα, αποτελεί μία από τις μόλις εννέα πρωτοετείς φοιτήτριες της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, ανάμεσα σε 500 άνδρες φοιτητές.

Πρόκειται για τη Ruth Bader Ginsburg, γνωστή και ως RBG ή Notorious RBG, Αμερικανίδα δικηγόρο, δικάστρια, μετέπειτα μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ και συνιδρύτρια του Women’s Rights Project της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες, η οποία έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 2020, αφήνοντας πίσω της σπουδαίο έργο στον τομέα της ισότητας των φύλων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Ruth Bader Ginsburg το 1977
(Φωτογραφία της Lynn Gilbert)

Η ταινία της Mimi Leder, την οποία σφράγισε με την cameo εμφάνισή της η ίδια η Ginsburg, μας μεταφέρει πίσω στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν με την άνοδο του γυναικείου κινήματος η κοινωνία έδειχνε να κάνει σημαντικά βήματα προόδου προς την ισότητα των φύλων.

Η ιστορία της Ruth Ginsburg, την οποία υποδύεται η Felicity Jones και τα πρώτα χρόνια της καριέρας της, μας επιτρέπουν να δούμε τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές της εποχής εκείνης από τη σκοπιά του χώρου της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων.

Απογοητευμένη από τον σεξισμό που η ίδια, όπως όλες οι γυναίκες γύρω της, βιώνει και εμπνευσμένη από τη σπουδαία φεμινίστρια δικηγόρο Dorothy Kenyon, στον ρόλο της οποίας βλέπουμε την Kathy Bates, η RBG αποφασίζει να ανοίξει τον δρόμο για τον χαρακτηρισμό των νόμων που επιτρέπουν τις διακρίσεις βάσει φύλου ως αντισυνταγματικών, αναγνωρίζοντας πως η αλλαγή κουλτούρας μέσα στην κοινωνία είναι ανίσχυρη αν δεν συνοδεύεται από αλλαγή των νόμων.

 

Χάρη στην οξυδέρκειά της, στην αφοσίωσή της στη δικαιοσύνη, την ηθική και την ισότητα και στην περήφανη «αυθάδειά» της απέναντι στον σεξισμό και τον μισογυνισμό του ανδροκρατούμενου νομικού και ακαδημαϊκού χώρου, η Ruth Bader Ginsburg υπερασπίζεται με πάθος την υποχρέωση των δικαστηρίων σε μια χώρα που ήδη αλλάζει, να προστατεύουν το δικαίωμα των πολιτών να προοδεύουν, με το όνομά της να γράφεται στην ιστορία δίπλα στις δύο πρώτες υποθέσεις από τις οποίες προέκυψαν οι αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις διακρίσεις βάσει φύλου.

 

7.Confirmation (2016)

Ήταν Ιούλιος του 1991 όταν ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, George H. W. Bush, πρότεινε για αντικαταστάτη του συνταξιοδοτηθέντος Thurgood Marshall στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, τον δικαστή Clarence Thomas. Το φθινόπωρο της ίδια χρονιάς και εν όψει της ψήφισης του Thomas ως Ανώτατου Δικαστή από τη Γερουσία, έρχεται στη δημοσιότητα η καταγγελία της Anita Hill, καθηγήτριας της Νομικής του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, για σεξουαλική παρενόχληση από τον Clarence Thomas, με τον οποίο συνεργαζόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Την έρευνα της καταγγελίας αναλαμβάνει το FBI και η διαδικασία ψηφοφορίας αναβάλλεται κατόπιν πιέσεων, ειδικότερα από γυναίκες βουλεύτριες των Δημοκρατικών, όπως η Eleanor Holmes Norton, η Barbara Boxer και η Nita Lowey, ώστε η Hill, ο Thomas και οι μάρτυρές τους να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων της Γερουσίας, της οποίας προεδρεύει την εποχή εκείνη ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Joe Biden.

Ο Joe Biden και η Anita Hill το 1991

Αυτό που ακολουθεί, τόσο εκτός όσο και εντός Καπιτωλίου, είναι μια τακτική γνώριμη σε περιπτώσεις καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης μέχρι την εποχή μας, η προσπάθεια απόδοσης των ευθυνών στο θύμα αντί για τον θύτη. Η Anita Hill, την οποία στην ταινία υποδύεται η Kerry Washington, έχοντας κάνει αυτή τη γενναία καταγγελία εναντίον ενός τόσο ισχυρού άνδρα, βρίσκεται να στοχοποιείται, να κατηγορείται για το χρονικό διάστημα που πέρασε από την παρενόχληση μέχρι τη γνωστοποίησή της, να συκοφαντείται ως προσωπικότητα και ως ακαδημαϊκός σε μια προσπάθεια υποτίμησης της σοβαρότητας της καταγγελίας της, να παρουσιάζεται ως ψυχικά ασθενής που πάσχει από ερωτομανία. Μια τόσο θαρραλέα καταγγελία, αντιμετωπίζεται ως κιτρινισμός κατά του Thomas, ενισχύοντας το στερεότυπο ότι ένας άνδρας με τόσο σημαντικό θεσμικό ρόλο και σοβαρή επαγγελματική παρουσία, δεν μπορεί παρά να είναι υπεράνω πάσης υποψίας.

Την ίδια ώρα, ο πολιτικός κόσμος δεν φαίνεται να έχει το ίδιο θάρρος με την Anita, δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη θα έδινε το κίνητρο για να έρθουν στο φως αντίστοιχες συμπεριφορές άλλων επιφανών ανδρών, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, στον χώρο των οποίων οι παρενοχλήσεις φαίνεται να είναι σχεδόν κανόνας, ενώ τα ΜΜΕ αντιμετωπίζουν την υπόθεσή της με ισχυρές δόσεις εύπεπτων, κουτσομπολίστικων προθέσεων.

Οι φόβοι της Hill που την έκαναν μία δεκαετία να σωπάσει, εν τέλει επιβεβαιώνονται καθώς εκτός από τη νομική διαδικασία έχει πια να διαχειριστεί την αδιακρισία των μίντια, τις ανήθικες επιθέσεις προς την προσωπικότητά της, τις απειλές καταστροφής της καριέρας της και εκδίκησης προς την οικογένεια, τους φίλους και όσους κατέθεσαν ως μάρτυρες υπέρ της.

Η Anita Hill, σχεδόν ολομόναχη απέναντι στο κατεστημένο, ανοίγει τον δρόμο τον οποίο ακολούθησαν κι άλλες γυναίκες τα επόμενα χρόνια, καταγγέλλοντας σεξουαλικές παρενοχλήσεις των οποίων υπήρξαν θύματα. Διανύοντας ήδη τις πρώτες δεκαετίες της εποχής της πληροφορίας και με την τηλεόραση να βρίσκεται πλέον σε κάθε σπίτι, οι πολίτες έχουν άμεση πρόσβαση σε όσα διαδραματίζονται στο Καπιτώλιο και παρακολουθούν νυχθημερόν την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας από την οποία δεν λείπουν οι εντάσεις. Η κοινωνία καλείται να δείξει αν είναι έτοιμη να απομυθοποιήσει τους έχοντες την εξουσία, να ακούσει την αλήθεια των γυναικών και να αποδεχτεί το ότι η μόρφωση, το κοινωνικό status και οι υψηλές θέσεις εξουσίας των ανδρών δεν την τρομάζουν αρκετά, ώστε να παραβλέπει τις κακοποιητικές συμπεριφορές τους.

 

8.Miss Representation (2011)

Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, όπου θεωρητικά γίνονται περισσότερα βήματα προς την ισότητα σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα, το ντοκιμαντέρ της Jennifer Siebel Newsom, μιλά έξω από τα δόντια για το πώς τα μίντια ενισχύουν και τροφοδοτούν τον καθημερινό σεξισμό.

Μία δεκαετία μετά την κυκλοφορία του βραβευμένου ντοκιμαντέρ, τα ΜΜΕ, συνιστώντας ταυτόχρονα το μήνυμα αλλά και τον αγγελιοφόρο, ελέγχονται κατά κύριο λόγο από άνδρες, συνήθως ισχυρούς κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά.

Πάνω από 40 προσωπικότητες των μίντια, της τέχνης και της πολιτικής συμπεριλαμβανομένων των Jane Fonda, Catherine Hardwicke, Condoleezza Rice και Gloria Steinem μιλούν και εξηγούν πώς η αντιπροσώπευση των γυναικών εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, καθώς τόσο η ενημέρωση όσο και η ψυχαγωγία και η τέχνη σχεδιάζονται και δημιουργούνται κυρίως από άνδρες ενώ στοχεύουν στην ικανοποίηση των κριτηρίων του ανδρικού κοινού.

Το γυναικείο σώμα σεξουαλικοποιείται για τους σκοπούς και ταυτόχρονα, μέσω της διαφήμισης. Το ίδιο συμβαίνει επίσης μέσω των τηλεοπτικών προγραμμάτων, των βίντεο κλιπ, των ριάλιτι, των βιντεοπαιχνιδιών, ακόμη και σε παιδικές ταινίες ενώ η σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση συχνά ωραιοποιούνται.  Το σεξιστικό χιούμορ είναι εν πολλοίς αποδεκτό και η σεξιστική γλώσσα είναι τόσο καλά ριζωμένη στην καθημερινή ομιλία που συχνά δεν γίνεται αντιληπτή.

Η επεξεργασμένη ομορφιά των εικόνων, δημιουργεί αφύσικες προσδοκίες με αποτέλεσμα οι γυναίκες να δέχονται διαρκή πίεση για να ανταποκριθούν σε επίπλαστα πρότυπα ομορφιάς, να βιώνουν το άγχος της αυτό-αντικειμενοποίησης, να υφίστανται ηλικιακό ρατσισμό, να αποκλείονται ή να απολύονται από τις δουλειές τους λόγω εμφάνισης, να σατιρίζονται για τα φυσικά χαρακτηριστικά τους, όπως τα κιλά ή χαρακτηριστικά του προσώπου τους, ενώ την ίδια ώρα οι αισθητικές επεμβάσεις κατακρίνονται και οι ίδιες κατηγορούνται ως ανασφαλείς.

Στον πολιτικό χώρο, η αξιολόγηση με βάση κριτήρια ομορφιάς, η πεποίθηση ότι οι γυναίκες έχουν φυσικά χαρακτηριστικά που τις καθιστούν αδύναμες στην πολιτική όπως το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο ή η δυνατή φωνή και η επίθεση για την εξωτερική εμφάνιση φαίνεται να θεωρούνται αποδεκτό μέρος του πολιτικού παιχνιδιού όταν πρόκειται για γυναίκες πολιτικούς, όπως επιβεβαιώνεται από τα παραδείγματα των Hilary Clinton, Condoleezza Reis, Nancy Pelosi και πολλών ακόμη γυναικών πολιτικών.

Ο mainstream κινηματογράφος αντίστοιχα, εξακολουθεί να είναι άκαμπτος όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα, χωρίς καμία σχεδόν ευελιξία στα γυναικεία πρότυπα.

Πρόκειται συνολικά, για έναν συμβολικό εκμηδενισμό των γυναικών, που σε συνδυασμό με τη διαφορετική κοινωνικοποίηση που δέχονται από πολύ μικρή ηλικία τα αγόρια και τα κορίτσια, καθιστά τις έμφυλες διακρίσεις καθοριστικό παράγοντα της εξέλιξης των ανθρώπων και της κοινωνίας. Η απουσία αντιπροσώπευσης, ο μικρός αριθμός γυναικών ηγέτιδων στον πολιτικό, τον καλλιτεχνικό και γενικότερα τον εργασιακό χώρο αλλά και η εχθρική αντιμετώπιση όσων φιλοδοξούν και καταφέρνουν να συμμετέχουν και να ηγηθούν, εμποδίζει τη δημιουργία προτύπων για τις νεαρότερες γενιές, διαιωνίζοντας έτσι μια άνιση και άδικη πραγματικότητα με την οποία οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες καθημερινά.

Σχόλια

Exit mobile version