Μετά από απουσία δεκατεσσάρων χρόνων, o Πέτρος Τατσόπουλος επιστρέφει στο γνώριμο είδος του μυθιστορήματος με το νέο του βιβλίο «Η κυρία που λυπάται» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μετά από μία περιπλάνηση χρόνων κυρίως στα εδάφη του non-fiction, μας συστήνει το εικοστό του βιβλίο, αλλά μόλις το έκτο του μυθιστόρημα. Η «Η κυρία που λυπάται» είναι μία ιστορία με αιχμηρή, μαύρη ματιά στα πράγματα, έντονο το στοιχείο του αισθησιασμού, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και περιγραφές με ένταση, που διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, χαρακτηριστικό των βιβλίων του Τατσόπουλου.
Ο κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχολόγος και συγγραφέας βιβλίων αυτοβελτίωσης, Ισίδωρος Ζουγανέλης, με δική του εκπομπή σε μεγάλο περιφερειακό κανάλι, που μοιάζει να μην ενθουσιάζεται με τη δουλειά του. Η εκπομπή του δεν πάει και σφαίρα, αλλά κουτσά στραβά τα καταφέρνει. Παρόλ’ αυτά κάποια στιγμή κόβεται.
Ο καναλάρχης, βέβαια, του ζητάει να αναλάβει τη ψυχολογική υποστήριξη της πολύ νεαρότερης και εντυπωσιακής συζύγου του και να τη βοηθήσει να ξεπεράσει κάποια προβλήματα. Αυτό το γεγονός αποτελεί την απαρχή ενός μπλεξίματος του Ισίδωρου Ζουγανέλη σε μία απίθανη ιστορία, οπού πρωταγωνιστούν ένας σατανιστής και χρόνια φυλακισμένος για τη δολοφονία δύο κοριτσιών, ένας μητροπολίτης και η Χριστίνα, η γυναίκα του καναλάρχη.
Μέσα από τη γρήγορη και κωμική αφήγηση, ο Τατσόπουλος καταπιάνεται με βαθιά και διαχρονικά προβλήματα και παθογένειες της εποχής μας. Με πρώτο και κύριο, τη βιομηχανία της υψηλής φιλανθρωπίας και τη στενή σχέση της με την εκκλησία και την πολιτική. Το μυθιστόρημα καταπιάνεται κριτικά με τη φιλανθρωπία ως πρόσχημα, θέαμα, ξέπλυμα συνειδήσεων και χρήματος, αλλά και ως μέσο κατασκευής της δημόσιας εικόνας.
Ένα από τα σημαντικά ζητήματα που θίγονται στο μυθιστόρημα είναι οι θεωρίες συνωμοσίας και οι συνέπειες τους, που συχνά πυκνά παίρνουν κεφάλι στην εποχή μας και καθορίζουν τις τάσεις και τις εξελίξεις. Παράλληλα, ο συγγραφέας ξεμπροστιάζει πολύ έξυπνα τη νοσηρή σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τα μίντια, την ιδιωτική τηλεόραση και τη μόδα της λεγόμενης ψυχαγωγικής ενημέρωσης.
Από τη στιγμή που ο σοφέρ ειδοποίησε να μας ανοίξουν την κεντρική πύλη έως τη στιγμή που μου έδωσε το βρεγμένο χέρι της, οι πάντες κινήθηκαν με ακρίβεια χορευτών σε χορογραφία.
Άνθρωποι που εμφανίζονταν από το πουθενά κι εξαφανίζονταν στο πουθενά, έπαιρναν το βαλιτσάκι μου από την κούρσα, με τράταραν γκουρμεδιές, μου έβαζαν στο χέρι το τζιν τόνικ που ζήτησα πριν καν προλάβω να το ζητήσω, με ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα, με θέα προς την οικοδέσποινα που κολυμπούσε κάτω από το νερό κι έβγαζε κάπου κάπου το κεφαλάκι της, όπως το προϊστορικό τέρας, η Νέσι, στη λίμνη του Λόχνες.