Θα έρθεις μαζί μου στο σταθμό; Έχω να σου πω μια ιστορία. Για εμένα που μεγαλώνω. Για εμένα που μεγαλώνω και φοβάμαι. Για εσένα που μεγαλώνεις και φοβάσαι να πάρεις αποφάσεις. Πάμε;
Σταθμός τρένου. Δέκα λεπτά πριν την αναχώρηση. Δέκα λεπτά πριν το τέλος ενός ταξιδιού. Δέκα λεπτά πριν από ένα νέο ταξίδι, πριν την αρχή μια νέας διαδρομής. Παρατηρώ αυτούς που φεύγουν και αυτούς που μένουν. Προτιμώ να φεύγω μόνη. Αποφεύγω τους αποχαιρετισμούς, φοβάμαι το αντίο. Ίσως γιατί η φυγή συμβολίζει ένα τέλος, έστω και παροδικό.
Παρατηρώ τις ράγες. Πού οδηγούν; Ξέρω τον προορισμό ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Το γράφει η ταμπέλα. Συνήθως, όμως, δεν ακολουθώ τις ταμπέλες, ακολουθώ το ένστικτο, τις καταστάσεις και τους ανθρώπους.
Πέντε λεπτά πριν την αναχώρηση. Μερικοί φαντάροι ανάβουν το τελευταίο τους τσιγάρο πριν την επιβίβαση. Μια παρέα φοιτητών, φορτωμένη με σκηνές τσακώνεται δίπλα μου για το ποιος θα κουβαλήσει τα περισσότερα. Μια μαμά αποχαιρετά το γιό της. Ένα κορίτσι κρατάει σφιχτά το χέρι ενός αγοριού.
Σκηνές γνώριμες. Βλέπω τον εαυτό μου λίγα χρόνια πριν να ζει μια αντίστοιχη στιγμή. Πάντα φοβόμουν να κοιτάξω πίσω. Ίσως γιατί δεν μπορώ να το αλλάξω το παρελθόν. Ή γιατί φοβόμουν μην δεν δω αυτά που ήθελα.
Ένα μελαγχολικό κύμα ήρθε καταπάνω μου και με παρέσυρε.
Είδα την πρώτη μου φυγή. Το ταξίδι ενηλικίωσης μου.
Ενήλικας δεν γίνεσαι, όταν κλείνεις τα 18, αλλά όταν θα ταξιδέψεις για πρώτη φορά μόνος. Όταν σου λένε πήγαινε, εγώ δεν θα έρθω μαζί σου. Πρέπει να αρχίσεις να ζείς.
Αυτό που δεν σου λένε είναι ότι το ταξίδι έχει άγνωστη διάρκεια και πολλούς σταθμούς. Εσύ επιλέγεις που θα κατέβεις, με ποιους ανθρώπους θα ταξιδέψεις. Τι θα πάρεις από κάθε στάση, ποιοι θα κατέβουν και ποιοι θα ανέβουν.
Δεν είναι εύκολο. Στην αρχή δεν ξέρεις πότε να πατήσεις το stop. Κάθε επιλογή μοιάζει αμφίβολη.
Κρυφοκοιτάς από το παράθυρο τους σταθμούς. Υπάρχουν τόσα διαφορετικά μέρη. Άλλα ονειρικά, γεμάτα δυνατότητες και άλλα άγονα που σε προκαλούν να τα ανακαλύψεις. Πολλές φορές νιώθεις ότι πρέπει να κατέβεις, αλλά ύστερα αναρωτιέσαι μήπως αυτό δεν είναι το κατάλληλο μέρος;
Τι θα κάνω; Και αν κατέβω στο λάθος σταθμό; Αν ακολουθήσω τη λάθος διαδρομή; Να ακούσω το ένστικτο ή τη λογική; Να ακούσω αυτούς που έχουν κατέβει εδώ, να τους εμπιστευτώ; Αλλά εκείνοι ξέρουν καλύτερα από μένα; Εγώ ξέρω πού πάω; Μάλλον όχι, αλλά δεν πειράζει.
Είναι τρομακτικό να ταξιδεύεις μόνος. Πιο τρομακτικό, όμως, είναι να αποφασίζεις που θα σταματήσεις.
Μερικές φορές κλείνω τα μάτια και νιώθω ότι τα πόδια μου είναι θαμμένα στην άμμο. Ότι δεν μπορώ να κουνηθώ. Βλέπω ένα κύμα να έρχεται με ορμή καταπάνω μου. Να τρέξω πίσω ή μπροστά; Να υποχωρήσω ή να βουτήξω στα βαθιά; Το νερό μου ασκεί πίεση. Νιώθω ότι πνίγομαι και ξαφνικά κάνω το βήμα. Μπροστά. Στην αρχή είναι δύσκολο, αλλά μετά συνηθίζεις την πίεση, τα κύματα. Κολυμπάς. Κολυμπάς. Μέχρι να βρείς στεριά. Ή μάλλον τη στεριά που ψάχνεις.
Το εισιτήριο σου δεν έχει προορισμό. Εσύ θα τον βρεις αφού κατέβεις. Παράδοξο; Αυτό είναι το νόημα του ταξιδιού.
Αν δεν κατέβεις, δεν θα μάθεις. Πρέπει να κατέβεις σε πολλούς σταθμούς. Να λύσεις τη ζώνη ασφαλείας σου πολλές φορές. Να ξεβολευτείς, να τσαλακωθείς, να αισθανθείς. Να πατήσεις σε άγνωστο έδαφος για να βρείς ένα κομμάτι του εαυτού σου. Να αντιμετωπίσεις τους φόβους σου και να αναλάβεις την ευθύνη του εαυτού σου και των επιλογών σου.
Δεν υπάρχουν σωστές και λάθος επιλογές. Σωστοί και λάθος σταθμοί. Από κάθε στάση θα πάρεις θετικές και αρνητικές στιγμές. Θα τις βάλεις στη βαλίτσα σου και θα τις φυλάξεις για το τέλος του ταξιδιού. Για εκείνη τη στιγμή που θα φτάσεις στον τερματικό σταθμό και θα ανοίξεις τις αποσκευές σου. Για τη στιγμή που θα ταξιδέψεις πάλι πίσω. Για την ώρα του απολογισμού.
Δεν θα είσαι ο ίδιος. Δεν πρέπει να είσαι ο ίδιος.
Δεν ξέρω σε ποιο σταθμό είμαι τώρα. Έχω χάσει το λογαριασμό. Μερικές φορές νιώθω ότι μπαίνω για πρώτη φορά στο τρένο. Ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά. Ότι είμαι ξανά στην αφετηρία. Ότι είμαι το ίδιο κορίτσι που φοβάται να ανέβει. Που δεν ξέρει, που πάει.
Κι ύστερα στιγμές σαν αυτή, που κοιτάζω πίσω από τις ράγες θυμάμαι ότι έχω προχωρήσει, ότι έχω βαλίτσα με στιγμές. Στιγμές που νοσταλγώ, που μου υπενθυμίζουν τι άλλαξε αλλά και τι έμεινε ίδιο.
Κρατάω σφιχτά τη βαλίτσα, πρέπει να την προσέχω, είναι πολύτιμη. Είναι τα λάφυρα των ταξιδιών μου. Της ενηλικίωσης μου.
Το τρένο σφυρίζει. Βλέπω θλιμμένα μάτια, δάκρυα, αντίο. Βλέπω αγωνία για το άγνωστο. Ανθρώπους που δεν μπορούν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον. Θα ξανασυναντηθούν άραγε; Σε αυτόν ή σε κάποιο άλλο σταθμό. Ποιός ξέρει;
Πριν φύγω κοιτάζω πίσω. Ένα πολύχρωμο μπαλόνι περιμένει δεμένο κάποιον να το ελευθερώσει. Κάποιος το ξέχασε. Θυμάμαι το μπαλόνι, που μου έκαναν δώρο στα έκτα μου γενέθλια. Το μπαλόνι που μου χάρισε ένα κοριτσάκι σε μια παιδική γιορτή μερικά χρόνια πριν. Το σκασμένο μπαλόνι της ορκωμοσίας μου. Ποτέ δεν θα σταματήσουν να μου αρέσουν τα μπαλόνια.
Μάλλον, τελικά θα μεγαλώσω ποτέ.
Βλέπω τον 18χρονο εαυτό μου να μου δείχνει το μπαλόνι. Το λύνω. Σκέφτομαι να το κρατήσω. Αλλά όχι. Η θέση του είναι ψηλά. Ελεύθερο.
Η φυγή είναι ελευθερία. Πρέπει να φύγω και εγώ. Πρέπει να γεμίσω τη βαλίτσα μου. Δεν ξέρω που θα κατέβω, αλλά θα φτάσω μέχρι το τέλος της διαδρομής.