Το Μακεδονικό αποτελεί ένα εκκρεμές ζήτημα μεταξύ της Ελλάδας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που λειτουργεί ως αγκάθι στις σχέσεις με τους γείτονες μας εδώ και δεκαετίες.
Παρόλο που στην Ελλάδα, μας απασχολεί ευρέως, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση, τα τελευταία 27 χρόνια, δηλαδή μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση του γειτονικού κράτους με το συνταγματικό όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, οι ρίζες αυτής της διαμάχης πάνε πολύ πιο πίσω στον χρόνο.
Όμως, σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι ούτε η ιστορική αναδρομή, ούτε η παρουσίαση του προβλήματος. Πιστεύω πως βρισκόμαστε σε μία πολύ ευνοϊκή συγκυρία για την οριστική επίλυση του ζητήματος με ισορροπημένο τρόπο με την λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών, προς όφελος των δύο χωρών και του μέλλοντος των Βαλκανίων.
Ο τερματισμός της διαμάχης είναι απαραίτητος για την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων των δύο χωρών, των οποίων οι λαοί έχουν πολύ περισσότερα κοινά από διαφορές. Άλλωστε, όποιος είχε την τύχη να γνωρίσει ή να έχει φίλους μακεδόνες της ΠΓΔΜ θα συμφωνήσει μαζί μου πως έχουμε αρκετά κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και παρόμοια κουλτούρα και αντίληψη.
Μέσα από τη δημόσια συζήτηση, την εξέλιξη των γεγονότων και την στάση απέναντι στην συμφωνία, προκύπτει και μία διαφορετική διάσταση, που έχει έρθει σε τριτοδεύτερη μοίρα, αλλά προσωπικά θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική. Και αναφέρομαι στα έντονα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που έχουν αναδειχθεί.
Όπως εμείς, έτσι κι εκείνοι, έχουν την δική τους ιστορία, τη δική τους γλώσσα, τους δικούς του εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και κατοικούν σ’ ένα κομμάτι της ευρύτερης ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας.
Η ξεκάθαρη τοποθέτηση απέναντι στην ανάγκη συνομολόγησης μίας συμφωνίας, χωρίς την ταπείνωση των γειτόνων μας αναδεικνύει τις έντονες διαχωριστικές γραμμές με ιδεολογικά και κατ’ επέκταση έντονα πολιτισμικά και αισθητικά χαρακτηριστικά στην ελληνική κοινωνία.
Στη μία πλευρά βρίσκονται οι υποστηρικτές του δικαιώματος στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, των κοινωνικών δικαιωμάτων, της ανοιχτής κοινωνίας, της διεθνιστικής αλληλεγγύης, της αντιεθνικιστικής αντίληψης και των ανοιχτών συνόρων.
Εκείνοι που αντιμετωπίζουν θετικά την πολυπολιτισμικότητα, την επικοινωνία και την όσμωση ανθρώπων και λαών με διαφορετικές κουλτούρες. Εκείνοι που δεν φοβούνται τον ξένο, τον μετανάστη, τον πρόσφυγα. Εκείνοι που αποδέχονται την διαφορετικότητα στο χρώμα, τις παραδόσεις, τον πολιτισμό και τις αντιλήψεις.
Απέναντι, βρίσκονται οι θιασώτες της κλειστής κοινωνίας, της εθνικής περιχαράκωσης και των νατιβιστικών αντιλήψεων. Εκείνοι που αποστρέφονται την κίνηση, την αλλαγή, τα ανοικτά σύνορα και την πολυπολιτισμικότητα.
Εκείνοι, που από φόβο και ανασφάλεια καταλήγουν να αναπτύσσουν την ψυχολογία ενός έθνους και μίας κοινωνίας υπό συνεχή απειλή και πολιορκία, που όλοι το επιβουλεύονται και συνωμοτούν εναντίον του.
Αυτό το κράμα νατιβισμού και φοβικών συμπλεγμάτων εκφράζεται με έντονη καχυποψία και μνησικακία ως προς το εξωτερικό, αλλά και με έναν επικίνδυνο τρόπο στο εσωτερικό. Εκφράσεις αυτού στην καθημερινότητα μας είναι ο αντισημιτισμός, η βία εναντίον των μεταναστών, η ισλαμοφοβία, η ομοφοβία και η γυναικοκτονία, που τελευταία βρίσκονται σε έξαρση.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν αποτελεί μόνο ιστορική ευκαιρία για την επίλυση του Μακεδονικού, αλλά και κρίσιμη καμπή για την αλλαγή της κουλτούρας μας ως κοινωνία. Αποτελεί αφορμή για την αλλαγή του τρόπου με τον οποίον αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως άνθρωποι, ως πολίτες και ως έθνος.