5 ποιήματα για ερωτευμένους που αξίζει να αφιερώσεις στον έρωτα της ζωής σου. Μερικές φορές οι λέξεις μπορεί να είναι ο καλύτερος σύμμαχος για να εκφράσεις τον έρωτά σου.
1. Μαρία Πολυδούρη – «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Η Μαρία Πολυδούρη νιώθοντας την καρδιά της να χτυπά ασταμάτητα από αγάπη και έρωτα για τον Κώστα Καρυωτάκη έγραψε το συγκεκριμένο ποίημα. Η ύπαρξή της αυτή καθαυτή υφίσταται λόγω της αγάπης του Καρυωτάκη. Ήρθε στη ζωή της και έδωσε χρώμα στη μαύρη καθημερινότητά της και νόημα στο εγώ της. Το ποιήματα διακατέχονται από ένα «εσύ», το οποίο καθορίζει απόλυτα την ποιήτρια.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες*
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
(Οἱ τρίλιες πού σβήνουν, 1928)
2. Οδυσσέας Ελύτης – «Το Μονόγραμμα»
Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, (1969 – 1971) ο Οδυσσέας Ελύτης συνθέτει «Το Μονόγραμμα» που θεωρείται στη συνείδηση των αναγνωστών ως ένα από τα ερωτικότερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής αφήνει ασαφή τα περισσότερα στοιχεία του μύθου, όπως για παράδειγμα το λόγο για τον οποίο ο έρωτάς τους δε γίνεται αποδεκτός, ώστε το με το ποίημα να μπορεί να ταυτιστεί κάθε αναγνώστης.
Εκείνο, άλλωστε, που κυρίως ενδιαφέρει τον ποιητή είναι η απόδοση της αγάπης, είναι ο θρήνος για την ιδανική αγάπη, για το μοναδικό αυτό έρωτα που όμοιός του δεν έχει βιωθεί ποτέ πριν. Το τελικό μήνυμα αποτελεί ότι ο κόσμος δεν είναι ακόμη έτοιμος να δεχτεί έναν έρωτα τέτοιας έντασης και αγνότητας, ο ποιητής μιλά στην εσώτατη προσδοκία κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να βρει το ιδανικό του ταίρι για να ζήσει έναν έρωτα πρωτόφαντο.
«Το Μονόγραμμα» (απόσπασμα)
Σ’ αγαπάω μ’ ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.»
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα..
Επειδή σ’ αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ’ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.»
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ’ αγαπάω και σ’ αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Πού μ’ αφήνεις, που πας, μ’ ακούς;
Θα ’ρθει μέρα, μ’ ακούς; για μας, μ’ ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ ’ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;
Σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να ’ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για σένα,
όλα για σένα, για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ’ αγαπάω… Μ’ ακούς;
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
3. Πάμπλο Νερούδα – «Ερωτικό σονέτο»
“Με τέτοιο ερωτικό αιτιολογικό σου παραδίνω αυτήν την κεντουρία ξύλινων σονέτων, που μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους γιατί εσύ τους έδωσες ζωή”. Με αυτούς τους στίχους ο σπουδαίος ποιητής Πάμπλο Νερούδα ολοκληρώνει το έργο του « Εκατό ερωτικά σονέτα». Όλα του τα σονέτα ήταν αφιερωμένα στον έναν και μοναδικό έρωτα της ζωής του, τη Ματίλντε Ουρρούτια. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασσάλτο. Στην προσωπική του ζωή αλλά και στην ποίηση, υπήρξε μια πληθωρική μορφή και θεωρούσε ότι δεν διαχωρίζεται η ποίηση από τη πολιτική και ο έρωτας από τη ζωή. Ο τρόπος που απέδωσε όλα όσα αισθάνθηκε για τη Ματίλντε είναι μοναδικός. Αν θέλεις να δείξεις και εσύ στον αγαπημένο σου ή την αγαπημένη σου τα συναισθήματά σου τότε μη διστάσεις.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΣΟΝΕΤΟ
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
(Μετάφραση Ηλίας Ματθαίου)
4. Γιάννης Ρίτσος – «Γυμνό σώμα»
Ο ποιητής της καρδιάς, του θάρρους και της πολιτικής έγραψε ένα από τα πιο συναισθηματικά ποιήματα. Οι φράσεις από το «Γυμνό σώμα» κατακλύζουν γράμματα ερωτευμένων, ρομαντικά στιχάκια και ζευγάρια που ζουν έναν ανείπωτο έρωτα. Ο πρωταγωνιστής του ποιήματος νιώθει ότι έχει σταματήσει ο χρόνος που η αγαπημένη του βρίσκεται μακριά. Όλο του το είναι αλλά και το περιβάλλον του περιμένει την επιστροφή της.
«Γυμνό σώμα»
Οι νύχτες με στενεύουν
στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Όπου βρίσκεσαι
υπάρχω.
Τώρα
με τη δική σου αναπνοή
ρυθμίζεται το βήμα μου
κι ο σφυγμός μου.
Δυο μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
5. Τάσος Λειβαδίτης – Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (απόσπασμα)
Ο γνωστός σε όλους σαν ερωτικός επαναστάτης χάραξε έναν νέο δρόμο για την ερωτική ποίηση. Ο εγωισμός στον έρωτα δεν υπάρχει. Πιστεύει ότι το άλλο του μισό ήταν πάντα αυτό και απλά περίμενε να το συναντήσει. Κανείς και τίποτα δε μπορούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Ο Τάσος Λειβαδίτης ήξερε πάντα οι λέξεις να αποτελούν τη χρυσόσκονη για τη μαγεία του έρωτα.
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής
ήταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα
κοίταζα τ’ αστέρια, ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά – θυμάσαι;
Μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει
μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.