Μια νέα εποχή πολύ διαφορετική από αυτή που προσδοκούσαμε. Πιο κακή ή μήπως λιγότερο παραδομένη τελικά σε αξίες που ήταν από την αρχή καταδικασμένες να υποκύψουν;
Millennium…
2000….2000 ευχές για ένα ευτυχισμένο έτος και μια ακόμα πιο ευτυχισμένη ζωή… Νέα χιλιετία… Νέο ξεκίνημα…. Νέο νόμισμα…. Νέα Ελλάδα….
-Μαμά; Μπαμπά; Τi γίνεται;
-Γιορτάζουμε.
Άλλαξε ο χρόνος! Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά μαμά! Καλή χρονιά μπαμπά! Καλή χρονιά γιαγιά!
Παιδικές φωνές. Οι δικές μας παιδικές φωνές. Γέλια. Στο μέσα δωμάτιο είναι τα ξαδέρφια μου. Χαίρονται. Δε ξέρω γιατί αλλά χαίρονται. Χαιρόμαστε.
Το καλό σερβίτσιο βρίσκεται στο τραπέζι. Ακούω τον ήχο των ποτηριών που τσουγκρίζουν μεταξύ τους. Είναι εύθυμος ο ήχος.
Τα κρύσταλλα χαϊδεύουν απαλά το ένα το άλλο σα να καλωσορίζουν την αλλαγή. Νομίζω ότι είναι ένδειξη υποδοχής. Το σαλόνι είναι στολισμένο. Φώτα παντού.
Το καλό τραπεζομάντηλο αριστοτεχνικά στρωμένο. Νομίζω πως μπορώ ακόμα να μυρίσω το άρωμα του μαλακτικού. Δεν έχει μυρίσει ακόμα από τα τσιγάρα που ανάβουν το ένα μετά το άλλο.
Όλοι φιλιόμαστε. Και αγκαλιαζόμαστε. Ανταλλάσσουμε μεταξύ μας ευχές. Νομίζω είναι η μοναδική φορά που δε γιορτάσαμε την αλλαγή μιας χρονιάς.
Γιορτάσαμε την ολοκλήρωση ενός κεφαλαίου και την έναρξη ενός νέου. Στο ενδιάμεσο μια μεταβατική σελίδα που συνοδεύτηκε από τις επευφημίες μας για τη νέα εποχή και από τις προσδοκίες για το μεγάλο.
Τόσο σπουδαία στιγμή. Τόσο σπουδαίες ελπίδες. Τόσες ξαφνικές προσδοκίες. Τόσα πολλά αυτά που περιμέναμε και δεν επακολούθησαν.
Η φοβία
Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές. Μόλις έξι ετών κι όμως το συναίσθημα αποτυπώθηκε μια και καλή.
Ίσως να ήταν από τις τελευταίες καλές εποχές που μπορούμε να νοσταλγήσουμε εκείνα τα μεγάλα οικογενειακά τραπέζια νιώθοντας τη ζεστασιά της μεγάλης παρέας.
Μεγάλη παρέα, μεγάλη εικόνα. Και μια ειρωνεία. Για μια Ελλάδα πολύ μακρινή από εκείνη του τότε που φέρνουμε στο μυαλό μας. Όχι από αυτά που προλάβαμε να ζήσουμε και να δούμε με τα μάτια μας όσο από τις τεχνητές εικόνες που σχηματίσαμε μέσα από τις διηγήσεις.
Από το συναίσθημα που εκλάβαμε κοιτώντας στα μάτια των μεγάλων κι εισπράττοντας εκείνη την προσμονή γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Και δεν ακολούθησε. Ή κράτησε για λίγο.
Μια ιδέα που δε βρήκε τη θέση της σε μια Ελλάδα σκυφτή που τελικώς υπέκυψε στις δικές της παθογένειες και που μαζί της πήρε μια για πάντα εκείνη τη μακρινή εποχή που ακούσαμε. Που πολύ μελετημένα διδαχθήκαμε για να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια απρόβλεπτη εξέλιξη.
Σήμερα
Σήμερα. Τα φώτα χαμήλωσαν μα και δυνάμωσαν ξανά. Σκέφτηκα πως δεν είναι το ίδιο έντονα με εκείνα της παλιάς ανάμνησης. Σκέφτηκα όμως κι ότι μπορεί να έχω άδικο.
Μπορεί τελικά να είναι διαφορετικά. Μπορεί τελικά να φέρουν διαφορετικούς χρωματισμούς χωρίς ωστόσο να λάμπουν λιγότερο.
Μπορεί μάλιστα να λάμπουν και περισσότερο. Το αν έχουμε συνηθίσει άλλο φως είναι άλλο θέμα. Δύσκολη η συνήθεια. Σε κρατάει. Και σε κάνει να δικαιολογείς. Να δυσκολεύεσαι να αποδεχθείς το νέο κι ας είναι πιο φωτεινό. Γιατί δυσκολεύεσαι να αποδεχθείς ότι βλέπεις το φως του.
Για μια γενιά που δεν πρόλαβε να συγκρίνει το φως, μονάχα να αναπαραγάγει περιορισμένες αναμνήσεις μπλεγμένες με τη φαντασία ξένων διηγήσεων μπορεί το φως να λάμψει εκεί που φάνηκε να σιγοσβήνει;
Γιατί μπορεί ποτέ να μην το είδαμε να σβήνει. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην προλάβαμε να θαμπωθούμε από φρούδα οράματα.
Και μπορεί να έχουμε ένα δικό μας φυσικό φως, εσωτερικό που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να δουν γιατί θαμπώθηκαν από τα τεχνητά φώτα της πόλης καταπνίγοντάς το.
Η ελπίδα
Κι αν μέσα στην παραδοξότητα βγήκε κάτι καλό; Σε μια πόλη με φώτα χαμηλωμένα αυτό το εσωτερικό φως μπορεί να αναδειχθεί. Και να δυναμώσει. Όσο σκοτεινιάζει αυτό δυναμώνει. Αναγκαστικά αλλά δυναμώνει.
Αλλιώς μπορεί να μη δυνάμωνε. Και μπορεί τελικά να είναι καλύτερο. Δύσκολο να το συνηθίσεις. Όμως αυτό δεν σβήνει. Λάμπει περισσότερο.
Έπρεπε να χαμηλώσουν τα άλλα φώτα για να φανεί τελικά η λάμψη του.